O δημοσιογράφος Neal Karlen, παιδικός φίλος του Prince, έγραψε ένα βιβλίο που ρίχνει φως στη μυστηριώδη ζωή του θρυλικού τραγουδιστή που του άρεσε να διαδίδει ο ίδιος ψέματα για τον εαυτό του, μπερδεύοντας ακόμα και τα πιο έμπειρα λαγωνικά των σκανδαλοθηρικών περιοδικών, αλλά και τους βιογράφους του.

Ο Prince ήταν μυθομανής ή απλώς διασκέδαζε να λέει τόσα πολλά ψέματα, σε σημείο να ξεχνάει και ο ίδιος την αλήθεια; Γιατί ενώ ήταν ένας στρέιτ άντρας φορούσε τακούνια, μακιγιάζ και γυναικεία ρούχα, αφήνοντας υπονοούμενα ότι είναι πανσεξουαλικός; Τι προσπαθούσε να κρύψει πίσω από ένα πριγκιπικό ψευδώνυμο; Τι συμβόλιζε το μοβ χρώμα που είχε επιλέξει ως σήμα κατατεθέν της θρυλικής του περσόνας; Πώς από τις πιο κακόφημες γειτονιές της Μινεσότα και τα γκέτο κατέκτησε τη διεθνή μουσική σκηνή; Ισχύει ότι ο πατέρας του τον κακοποιούσε εκείνον και τη μητέρα του όταν ήταν μικρός; Είναι μύθος ή αλήθεια ότι η μητέρα του ήταν εθισμένη στο σεξ και άφηνε παντού στο σπίτι πορνό περιοδικά τα οποία εκείνος διάβαζε αντί για παραμύθια; Πώς βρέθηκε κυριολεκτικά από το δρόμο στα αμύθητα πλούτη; Πόση δόση αλήθειας έχει η περιβόητη αποκάλυψη ότι πήρε την απόφαση να μεταμορφωθεί σε Prince κλαίγοντας επί δύο ώρες με λυγμούς μέσα σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο; Ποια είναι η αλήθεια για το μωρό του που πέθανε δύο εβδομάδες μετά τη γέννησή του; Πώς αντιμετώπισε την ξαφνική αφάνεια στην οποία οδηγήθηκε από την έλευση του Hip Hop και της RnB; Γιατί πέθανε ολομόναχος στα 57 του χρόνια μέσα στο ασανσέρ της έπαυλής του και η σορός του βρέθηκε μετά από 13 ώρες;

Το εξώφυλλο της βιογραφίας του Prince, από τον παιδικό του φίλο, τον δημοσιογράφο του Rolling Stone και των New York Times, Neal Karlen, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

Ήταν μυθομανής, διασκέδαζε να λέει ψέματα

Η νέα βιογραφία του θρύλου της ποπ μουσικής «Prince – Με ανοιχτό και κλειστό μικρόφωνο» του Νιλ Κάρλεν, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση Γιάννη Νένε, είναι η πιο αληθινή, η πιο επί της ουσίας αποκαλυπτική που έχει κυκλοφορήσει ποτέ για τον Prince. O συγγραφέας, επί σειρά ετών συνεργάτης του περιοδικού Rolling Stone και της εφημερίδας New York Times, ο Νιλ Κάρλεν, υπήρξε στενός παιδικός φίλος του τραγουδιστή και λόγω της δημοσιογραφικής του ιδιότητας τον ακολουθούσε σε περιοδείες, είχε αποκλειστικές συνεντεύξεις του, γνώριζε τα μυστικά και τα μύχια συναισθήματα του Prince, τα τρωτά του σημεία και όλα όσα ο ίδιος επιμελώς έκρυβε πίσω από μια βαβούρα γεμάτη fake news που του άρεσε να διασπείρει για να διασκεδάζει. Ο Prince καλούσε συχνά δημοσιογράφους και τους αφηγούνταν ιστορίες που σοκάριζαν, έχτιζε τον μύθο του με σπέκουλες, παραφιλολογίες και ιστορίες που παράλλασσε όχι για να τραβήξει την προσοχή, διότι αυτή του την είχε εξασφαλίσει το σπάνιο ταλέντο του στη μουσική, αλλά για να παίζει διαρκώς το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι με τα media. Έτσι στο βιβλίο ανακαλύπτουμε ότι η περίφημη εξομολόγησή του στο Rolling Stone το 1985, ότι όταν ήταν άφραγκος πήγαινε έξω από τα McDonald’s για να μυρίζει τα cheeseburgers, είναι μάλλον κάτι που είχε βγάλει από το μυαλό του μεταξύ άλλων ιστοριών, που στα ’80’s είχαν γίνει viral και συνόδευαν τη φήμη του.

«Πηγαίναμε σ’ εκείνο το McDonald’s που υπήρχε εκεί… Δεν είχα χρήματα οπότε απλώς καθόμουν απ’ έξω και μου έρχονταν οι μυρωδιές. Η φτώχεια προκαλεί θυμό στους ανθρώπους, βγάζει στην επιφάνεια τη χειρότερη πλευρά τους. Όταν ήμουν μικρός, ήμουν πολύ πικρόχολος. Ήμουν ανασφαλής και έκανα επίθεση σε όλους. Δεν μπορούσα να κρατήσω κορίτσι για πάνω από δύο εβδομάδες. Μαλώναμε για τα πάντα».

βιογραφία του Prince

Ο παιδικός του φίλος Αντρέ Σιμόν, ο άνθρωπος με τον οποίο ο Prince έγραψε την πρώτη του μουσική, δεν είχε ακούσει ποτέ αυτή την ιστορία που ο ποπ σταρ είχε εξομολογηθεί στο Rolling Stone. Αν ήταν αλήθεια ο Σιμόν θα την ήξερε, γιατί ήταν εκείνος που είχε μαζέψει τον Prince στο μικρό διαμέρισμα της πολύτεκνης οικογένειάς του, όταν εκείνος αποφάσισε να φύγει από το σπίτι του πατέρα του. Όπως αποκαλύπτει ο Αντρέ στον Κάρλεν «ο πατέρας του δεν το πέταξε έξω». Έφυγε μόνος του. Είχε που να μείνει, στο σπίτι της μητέρας του. Αλλά ο Prince «βαρέθηκε να ζει στο σπίτι της, δεν ξέρω γιατί. Ήταν πολύ καλή. Εγώ τη συμπαθούσα, και τον πατριό του επίσης, έδινε στον Prince ότι ήθελε, τον άφηνε να παίζει στο πιάνο του όση ώρα ήθελε, σε αντίθεση με τον κανονικό του πατέρα. Όλες αυτές τις κακίες που είπε για τον πατριό του τις έβγαλε από το κεφάλι του. Πάντα έριχνε το φταίξιμο στους λάθος ανθρώπους για τα πάντα. Ούτε άφραγκος ήταν. Ο πατέρας του τού έδινε χαρτζιλίκι δέκα δολάρια την εβδομάδα, και τον βοηθούσε και ο πατριός του». Η Σουζάνα Μελβόιν, η πρώην αρραβωνιαστικιά του Prince, συμφωνεί ότι δεν ήταν άστεγος: «θα μπορούσε να μείνει οπουδήποτε. Μπορούσε να διαλέξει με ποια οικογένεια θα έμενε».

Η μητέρα του Αντρέ, Μπερναντέτ, παρά το γεγονός ότι μεγάλωνε πέντε παιδιά σε ένα μικρό σπίτι, τον πίστεψε, τον λυπήθηκε και τον μάζεψε σπίτι της. Ο Prince, παριστάνοντας τον άστεγο, λέγοντας ότι δεν είχε που αλλού να πάει, μοιράστηκε το ίδιο δωμάτιο με τον Αντρέ και τα αδέρφια του, αλλά επειδή δεν άντεχε, μια-δυο εβδομάδες μετά μετακόμισε στο υπόγειο για να είναι λίγο ανεξάρτητος. Σε αυτό το υπόγειο έμεινε τέσσερα ολόκληρα χρόνια, γράφοντας μουσική με τον Αντρέ. Όπως εξηγεί ο Αντρέ Σιμόν στο βιβλίο του Νιλ Κάρλεν κάποια πράγματα ο Prince τα άλλαζε λίγο. Όπως άλλωστε είχε αλλάξει το όνομά του από Ρότζερ Νέλσον πρώτα σε Σκίπερ και μετά σε Prince.

Ο Prince σε συναυλία του το 1985, όταν το άστρο του μεσουρανούσε 

Διαβάζοντας το βιβλίο καταλαβαίνεις ότι ο Prince ήταν μυθομανής. Δεν έλεγε όμως ψέματα για να κρύψει κάτι, διότι παρουσίαζε συχνά τα πράγματα χειρότερα από αυτά που όντως είχαν συμβεί. Ήταν μυθομανής γιατί απλώς βαριόταν αφόρητα την πραγματικότητα. Θεωρούσε την αλήθεια πολύ ανιαρή, γι’ αυτό διαρκώς επινοούσε ιστορίες, εναλλακτικές πραγματικότητες, ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό. Σαν ήρωας σε μονόπρακτο του Τενεσί Ουίλιαμς, ανέβαινε στο μυαλό του σε μια σκηνή και έπαιζε παραλλαγές της πραγματικότητας, αλλοίωνε τις αναμνήσεις του, τις μπέρδευε, άλλαζε το σκηνικό, τις ατάκες, αυτοσχεδίαζε για να κρύψει, όπως έκανε άλλωστε και στην πραγματική σκηνή, πίσω από τα στρας, τα μποά, το glam rock στυλ, τα τακούνια, τα δερμάτινα τζάκετ και τα μοβ εκκεντρικά κοστούμια, έναν άνθρωπο που κατέρρεε. Κατέρρεε και διαλυόταν, σαν αστέρι που πέφτει, γινόταν αστερόσκονη σε ένα δικό του κατασκευασμένο σύμπαν που τον βοηθούσε να διασκεδάζει τις νευρώσεις του.

«Λέω τόσο καλά ψέματα», είχε εξομολογηθεί ο ίδιος ο Prince το 2005 στον Κάρλεν, «που τα πιστεύω κι εγώ ο ίδιος, αλήθεια τα πιστεύω. Νομίζω ότι αυτός είναι ο λόγος που έγινα τόσο καλός σ΄αυτό – αφού μπορώ να κάνω τον ίδιο μου τον εαυτό να πιστέψει τα ψέματά του, τότε ξέρω ότι μπορούν να πιάσουν. Επίσης ήξερα ότι θα έπιανε, αν το ψέμα ήταν τόσο μεγάλο, τόσο άρρωστο, ώστε κανένας δε θα σκεφτόταν ότι υπάρχει κάποιος που τολμάει να επινοεί τέτοιες μπαρούφες».

Μια από αυτές τις μπαρούφες που περιέβαλαν με gossip το μύθο του Prince, μάλιστα, η οποία μπήκε και σε μια ανεπίσημη βιογραφία του, ήταν ότι η μητέρα του ήταν εθισμένη στο σεξ σε σημείο που αυτό επηρέασε πολύ άσχημα τον τραγουδιστή από νεαρή ηλικία. «Το 1984, ο Τζον Μπριμ κυκλοφόρησε μια ανεπίσημη βιογραφία του Prince, όπου επανέλαβε εκείνες τις αηδίες για τα πρώτα χρόνια της καριέρας του μουσικού για το πώς έμαθε για τις αλήθειες της ζωής βλέποντας το σκληρό πορνογραφικό υλικό που η ασύδοτη μητέρα του άφηνε να υπάρχει ελεύθερα στο σπίτι, όταν εκείνος ήταν παιδί. Όταν συνάντησε τη μητέρα του Prince, την αξιοπρεπή κυρία Μάτι Σο, κοινωνική λειτουργό σε δημόσια σχολεία, ο Μπριμ καμαρώνοντας της έδωσε στο χέρι ένα αντίτυπο από το βιβλίο του στο οποίο έγραφε την ιστορία του οίκου του Μαρκήσιου ντε Σαντ όπου η ίδια μεγάλωνε τον Prince, στις Δίδυμες Πόλεις, τα Σόδομα και τα Γόμορρα».

Τον κακοποιούσε ο πατέρας του 

Η παιδική του ηλικία ήταν μια τρέλα. Ένας αλκοολικός πατέρας, οξύθυμος και νταής, που έδερνε τη γυναίκα του μπροστά στο γιο του. Που κακοποιούσε, σωματικά και λεκτικά, το μικρό αγόρι της σαδιστικά για να την ταπεινώσει. Ο Νιλ Κάρλεν, θεωρεί ότι ο Prince ήταν δεικτικός, επιθετικός, προσβλητικός και πολύ κακός με τους άλλους, διότι απλώς έτσι εκτόνωνε τη βία που είχε εισπράξει ο ίδιος. «Ο Τζον Νέλσον κακοποιούσε το γιο του, και εκείνος με τη σειρά του, διοχέτευσε αυτή τη κληρονομιά στο πιο κοντινό πλάσμα που είχε, τον Αντρέ». Ο Prince φέρθηκε αισχρά στον παιδικό του φίλο που του είχε δώσει καταφύγιο όταν ήταν στην εφηβεία. Ο Αντρέ του έδωσε ένα κρεβάτι, ένα πιάτο φαΐ, ρούχα, τον φρόντιζε με την οικογένειά του για τέσσερα χρόνια κι ο Prince του το ξεπλήρωσε γυρίζοντάς του την πλάτη όταν έγινε διάσημος.

«Ο Αντρέ και ο Prince γνωρίστηκαν στην ηλικία των επτά ή οκτώ χρόνων, όταν τραγουδούσαν μαζί στην τοπική εκκλησία των Αντβεντιστών της Έβδομης Μέρας. Σύντομα χωρίστηκαν για κάποια χρόνια, επειδή ζούσαν σε διαφορετικές γειτονιές, αλλά ξαναβρέθηκαν στο Γυμνάσιο Λίνκολν της Μινεάπολης, σχεδόν έφηβοι πια, και αμέσως έγιναν αχώριστοι χάρη στο κοινό τους πάθος για τη μουσική και επειδή και οι δύο είχαν την ίδια στάση: δεν έδιναν δεκάρα για το τι νομίζει ο κόσμος για αυτούς. “Μέχρι την τρίτη λυκείου ήμασταν και οι δύο παρείσακτοι”, θυμάται τώρα ο Αντρέ. “Αυτό ήταν που μας έδενε”». Οι δύο έφηβοι κλείνονταν στο υπόγειο και έγραφαν μουσική. «Η ιστορία λέει πως ορκίστηκαν ο ένας στον άλλο ότι όποιος τα καταφέρει πρώτος θα έπαιρνε μαζί του τον άλλον για όσο κρατούσε η κούρσα. Επίσης κατά τη διάρκεια εκείνων των χρόνων που διαμορφώνονταν οι δυο τους, ο Prince, στην ουσία ξεσηκώνει και τα περισσότερα στοιχεία από το σκηνικό στυλ του Αντρέ του προκλητικού κακού παιδιού». Ο ίδιος ήταν απίστευτα ντροπαλός. Υπήρξε πολύ καλός μαθητής, επειδή ντρεπόταν να τον πιάσουν αδιάβαστο. «Ο Αντρέ και ο Prince έπαιζαν στις ίδιες μπάντες ο Αντρέ κατά προτίμηση μπάσο». Ο Prince χρησιμοποίησε τον Αντρέ για να πατήσει στα πόδια του, άντλησε αυτοπεποίθηση από το άνετο και cool στυλ του φίλου του και όταν έγινε διάσημος ξέχασε στο άλμπουμ Cotrovesry να αποδώσει τη μουσική βοήθεια που του είχε προσφέρει ο Αντρέ. Ο Νιλ Κάρλεν εξηγεί ότι δεν το ξέχασε, το έκανε από κακία και εγωισμό. Έτσι ήταν ο Prince. Δεν πιανόταν φίλος. Δεν σήκωνε τα τηλέφωνα σε όσους είχαν περάσει τα νιάτα τους μαζί τον αναζητούσαν, εξαφανιζόταν, αδιαφορούσε αν πληγώνει τους άλλους. Ήταν επιθετικός ακόμα και με τους διάσημους φίλους του.

Κορόιδευε τον Μπρους Σπρίνγκστιν

Με τον Μπρους Σπρίνγκστιν γνωρίστηκαν σε μια συναυλία. «Έγιναν φίλοι, αντάλλασσαν μάλιστα και σημειώματα. Όταν πέθανε ο Prince, ένα από τα αφιερώματα με τις πιο πολλές προβολές ήταν αυτό του Σπρίνγκστιν, που ξεκίνησε τη συναυλία του με το Purple Rain. Και πάλι όμως, ακόμα και με τον Σπρίνγκστιν, έναν πιθανό καλό φίλο, ο Prince τα σκάτωσε. Σύμφωνα με τη Γουέντι Μελβόιν, πρώην αρραβωνιαστικιά του Prince, που μίλησε στη Star Tribune της Μινεάπολης: “Δυστυχώς ο Prince πλήγωνε κάπως τους ανθρώπους, ειδικά αν ήταν μεγάλοι, γνωστοί καλλιτέχνες που έρχονταν να τον χαιρετήσουν. Αν τους ένιωθε λίγο αμήχανους, προσπαθούσε να τους ξεμπροστιάσει: Άρπαζε μια κιθάρα και έπαιζε ένα άγριο σολάρισμα έτσι, μπροστά στα μούτρα τους. Ως έναν βαθμό ήταν κάτι σαν καταπρόσωπο, ανταγωνιστική επίθεση. Το χαιρόταν όμως αυτό, ήταν του τύπου: “Το ξέρω ότι είμαι σπουδαίος”. Η Λίζα Κόλμαν, συμφώνησε, ειδικά σε ό,τι είχε να κάνει με τον Σπρίνγκστιν: “Με τον Μπρους”, δήλωσε στην Star Tribune, “θυμάμαι τον Prince να είναι διαβολάκι και να προσπαθεί να τον αποσυντονίσει. Μας έκανε διάφορα κρυφά νοήματα με τα χέρια του την ώρα που ο Μπρους προσπαθούσε να παίξει ένα σόλο στην κιθάρα. Εμείς κάναμε νοήματα στον Prince, έλα, όχι, μην το κάνεις αυτό, είναι πολύ κακό!”. Ο Prince το γλένταγε. Το είχε βάλει σκοπό να ταπώνει τους πάντες, με πολλούς τρόπους».

Οι αποκαλύψεις του σωματοφύλακά του 

Οι άνθρωποι ξεσπούσαν εναντίον του πολλές φορές. Άλλες γιατί τους είχε πληγώσει και ήθελαν να τον τιμωρήσουν, άλλες πάλι γιατί ήθελαν απλώς να βγάλουν μερικά λεφτά εις βάρος του, διασύροντάς τον στα μίντια. Μια τέτοια περίπτωση ήταν ένας κοκαϊνομανής μπράβος που είχε, ο Τσικ Χάντσμπερι, ο οποίος τον εγκατέλειψε και τον πρόδωσε, πουλώντας πληροφορίες στον Τύπο, έναντι αμοιβής. Στη μέση μιας περιοδείας προς τη Νέα Υόρκη, ο Τσικ εξαφανίστηκε και το πούλμαν του Prince συνέχισε χωρίς αυτόν. Ο τραγουδιστής τον αναζήτησε, ανησύχησε γιατί είχε τα μπλεξίματα με τα ναρκωτικά και χωρίς να τον βγάλει από το μισθολόγιο τον περίμενε να επιστρέψει. Θα τον δεχόταν πίσω, γιατί του άρεσε η παρέα του, τον εμπιστευόταν. Ο Τσικ μίλησε στο National Enquirer λέγοντας μια ιστορία που ψιλά χοντρά «παρουσίαζε τον εαυτό του ως τον μεγαλύτερο μπέιμπι σίτερ του κόσμου για το, προφανώς, μεγαλύτερο μωρό του κόσμου». Ο σωματοφύλακας σκιαγράφησε το προφίλ ενός μεγαλομανούς κοντού άνδρα -το ύψος του οποίου δεν ξεπερνούσε το 1,57- που φορούσε γυναικεία τακούνια για να δείχνει πιο ψηλός. Όπως αποκάλυψε ο Τσικ, ο Prince ήταν κοινωνιοπαθής, είχε εμμονή σε σημείο τρέλας με τη Μέριλιν Μονρόε. Κολλούσε αφίσες με φωτογραφίες της σε κάθε γωνιά του μοβ εκκεντρικού σπιτιού του (το μοβ ήταν το σήμα κατατεθέν του γιατί στη μοναρχία είναι χρώμα πριγκιπικό). Δεν τη λάτρευε απλώς, είχε ψύχωση μαζί της. Ο Prince τον συγχώρησε. Έριξε την ευθύνη στο περιοδικό και κράτησε τον παραστρατημένο σωματοφύλακα στο μισθολόγιο. «Νομίζω ότι πήραν όλα όσα είπε ο Τσικ και τα φούσκωσαν. Για να κάνουν καλύτερη την ιστορία. Αυτοί τη δουλειά τους κάνουν. Και καλά κάνουν. Το μόνο που με ενοχλεί είναι να μην θεωρούν οι θαυμαστές μου ότι ζω σε φυλακή. Δεν είναι φυλακή» είπε στον Κάρλεν ο Prince σε μια συνέντευξη που του παραχώρησε για το Rolling Stone.