Η Ελλάδα συνεχίζει να απέχει τρία «σκαλοπάτια» μακριά από την επενδυτική βαθμίδα ως προς την αξιολόγηση της Moody’s, η οποία προέβη σε αναβάθμιση της Ελλάδας τον Νοέμβριο του 2020, ενώ είχε ακυρώσει στη συνέχεια και δύο προγραμματισμένες αξιολογήσεις.

Αυτή τη φορά ο ξένος οίκος προχώρησε σε απλή επιβεβαίωση της αξιολόγησης της Ελλάδας στη βαθμίδα «Ba3» με σταθερό outlook

Η Moody’s παρά το ότι αναμένει μια ισχυρή ανάπτυξη και ένα μειούμενο πρωτογενές έλλειμμα, με το δημόσιο χρέος να μειώνεται κάτω από το 180% του ΑΕΠ έως το τέλος του 2022, αναφέρει ότι η Ελλάδα θα εξακολουθήσει να έχει ένα από τα υψηλότερα χρέη στον κόσμο.

Προβλέπει δε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 5,3% για φέτος, λόγω της πολύ ισχυρής δυναμικής του τουρισμού, της εγχώριας κατανάλωσης και των επενδύσεων, αλλά και της βελτίωσης των εξαγωγών.

Για το 2023, προβλέπει απότομη επιβράδυνση της ανάπτυξης στο 1,8%, καθώς ο υψηλός πληθωρισμός θα αποδυναμώσει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, ενώ η αύξηση των επιτοκίων θα μπορούσε να επηρεάσει τις επενδύσεις.

Ηπιότερη και πιο… προχωρημένη η DBRS

Από την άλλη, η DBRS διατηρεί την αξιολόγηση ΒΒ για την Ελλάδα, με την αξιολόγηση να παραμένει μια βαθμίδα κάτω από την επενδυτική, ενώ έθεσε σταθερές προοπτικές στο rating. Αναφέρει ότι η χώρα είναι ανθεκτική στις επιπτώσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία, τονίζει όμως ότι αυξάνονται τα ρίσκα, λόγω πληθωρισμού και αυξήσεων επιτοκίων.

Η ισχυρή ανάκαμψη του τουρισμού, που αναμένεται να ξεπεράσει τα μεγέθη του 2019 στηρίζουν την οικονομία εφέτος, ωστόσο η γεωπολιτική αβεβαιότητα έχει εκτιναχθεί.

Τα βασικά ρίσκα για τις προοπτικές της χώρας συνδέονται με τις εντεινόμενες πληθωριστικές πιέσεις, τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής και την πιθανή διακοπή των ροών ρωσικού αερίου, καθώς είναι σχετικά εξαρτημένη από τις ενεργειακές εισαγωγές από τη Ρωσία.

Ωστόσο, οι προσπάθειες διαφοροποίησης έχουν ενταθεί με την επέκταση υφιστάμενων και τη δημιουργία νέων υποδομών LNG, και την δημιουργία ενός νέου αγωγού αερίου.

Όπως αναφέρει η DBRS, το ευνοϊκό προφίλ του ελληνικού χρέους, τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα και η στήριξη της ΕΚΤ στα ελληνικά ομόλογα σε περίπτωση αναταραχών στις αγορές, βοηθούν στην εξισορρόπηση του ρίσκου.

Δεν τα βλέπει όλα…ρόδινα βέβαια ο ξένος οίκος. Η αξιολόγηση επηρεάζεται από το μεγάλο ύψος του χρέους και των μη εξυπηρετούμενων δανείων στις τράπεζες.

Αλλά και οι περιορισμένες επενδύσεις επιβαρύνουν τις αναπτυξιακές επιδόσεις της χώρας, με το επενδυτικό κενό να παραμένει υψηλό.

Οι επενδυτικές δαπάνες έχουν υποχωρήσει στα χρόνια της κρίσης από το 21% του ΑΕΠ το 2009 στο 12,8% το 2021, τα χαμηλότερα επίπεδα στην ευρωζώνη, απέχοντας πολύ από το μέσο όρο του 22,2%…

Διαβάστε ακόμη: