Την αξιολόγηση ΒΒ (high) διατήρησε για το ελληνικό αξιόχρεο η DBRS, με την αξιολόγηση του καναδικού Οίκου να παραμένει μια βαθμίδα κάτω από την επενδυτική, ενώ έθεσε σταθερές προοπτικές στο rating.

Όπως αναφέρει ο οίκος, οι σταθερές προοπτικές αντανακλούν την εκτίμηση ότι η Ελλάδα παραμένει δεσμευμένη στη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους και των δημοσιονομικών, παρά τις μεγάλες παγκόσμιες επιπτώσεις από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.

«Η ισχυρή ανάκαμψη της τουριστικής δραστηριότητας, η οποία αναμένεται να ξεπεράσει τα επίπεδα του 2019 θα βοηθήσει την οικονομία φέτος, ωστόσο, η οικονομική αβεβαιότητα που σχετίζεται με τα γεωπολιτικά γεγονότα έχει εκτιναχθεί», επισημαίνει ο Οίκος αξιολόγησης.

Η εκτιμά ότι οι κύριοι κίνδυνοι για τις προοπτικές της οικονομίας, συνδέονται με τις αυξανόμενες πληθωριστικές πιέσεις, τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής και την πιθανή αποκοπή από το ρωσικό φυσικό αέριο. Παράλληλα, επισημαίνει ότι η εξάρτηση της Ελλάδας από τη ρωσική ενέργεια παραμένει μικρή.

«Η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής προσθέτει επιπλέον πίεση στο κόστος δανεισμού της Ελλάδας, με τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων να αυξάνονται πρόσφατα σε πάνω από 4,0% μετά από ιστορικά χαμηλά επίπεδα» με την DBRS να σημειώνει ότι το ευνοϊκό προφίλ του ελληνικού χρέους, τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα και η στήριξη της ΕΚΤ στα ελληνικά ομόλογα σε περίπτωση αναταραχών στις αγορές συμβάλλουν στην εξισορρόπηση των κινδύνων.

Ο οίκος υπογραμμίζει ότι η ελληνική αξιολόγηση υποστηρίζεται από τη συμμετοχή της στην ευρωζώνη και την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που έχουν βελτιώσει την αξιολόγηση της οικονομίας. Επιπλέον, η χώρα αναμένεται να λάβει κεφάλαια περίπου 70 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης τα επόμενα χρόνια. Το εθνικό σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας περιλαμβάνει μεταρρυθμίσεις που εάν υλοποιηθούν, μπορούν να ενισχύσουν την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, περιορίζοντας το επενδυτικό κενό μεταξύ της Ελλάδας και των υπόλοιπων χωρών της ευρωζώνης.

Στον αντίποδα, η αξιολόγηση περιορίζεται από δυο απότοκα της παρατεταμένης κρίσης, το μεγάλο ύψος του χρέους και των μη εξυπηρετούμενων δανείων στις τράπεζες. Επιπροσθέτως, οι περιορισμένες επενδύσεις επιβαρύνουν τις αναπτυξιακές επιδόσεις της χώρας, με το επενδυτικό κενό να παραμένει υψηλό. Οι επενδυτικές δαπάνες έχουν υποχωρήσει στα χρόνια της κρίσης από το 21% του ΑΕΠ το 2009 στο 12,8% το 2021, τα χαμηλότερα επίπεδα στην ευρωζώνη, απέχοντας πολύ από το μέσο όρο του 22,2%.

Οι αξιολογήσεις της Ελλάδας στηρίζονται στην ιδιότητα μέλους της ευρωζώνης και στην εφαρμογή  των οικονομικών μεταρρυθμίσεων του παρελθόντος που έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας. Ακόμη, σημειώνει ο οίκος, η Ελλάδα αναμένεται να λάβει περίπου 70 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ και το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο τα επόμενα χρόνια. Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ελλάδας (Ελλάδα 2.0) αποτελείται από μεταρρυθμίσεις που, αν εφαρμοστούν, θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, μειώνοντας το επενδυτικό χάσμα μεταξύ της Ελλάδας και των ομολόγων της στην ευρωζώνη.

Αντίθετα, οι αξιολογήσεις συγκρατούνται από τις οικονομικά ζητήματα που κληρονόμησε η Ελλάδα από την παρατεταμένη κρίση, δηλαδή τον πολύ υψηλό δείκτη χρέους προς ΑΕΠ και τα ακόμη υψηλά κόκκινα δάνεια. Οι επενδυτικές δαπάνες μειώθηκαν στα χρόνια της κρίσης από 21% του ΑΕΠ το 2009 σε 12,8% το 2021, στο χαμηλότερο ποσοστό στην ευρωζώνη και πολύ χαμηλότερα από τον μέσο όρο του 22,2%.

Η αξιολόγηση της Ελλάδας, σύμφωνα με τον καναδικό οίκο, θα μπορούσε να αναβαθμιστεί εάν συμβεί ένα από ή συνδυασμός των παρακάτω:
(1) συνεχιζόμενη εφαρμογή μεταρρυθμίσεων οι οποίες να ενισχύουν τις επενδύσεις, βελτιώνοντας έτσι τις μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές. (2) διαρκής δέσμευση για δημοσιονομική εξυγίανση η οποία να διατηρεί τον δείκτη δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ σε πτωτική τροχιά.

Τα κίνητρα για μια υποβάθμιση περιλαμβάνουν: (1) επίμονα αδύναμες οικονομικές επιδόσεις. (2) ανατροπή ή αναστολή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων· (3) ανανεωμένη αστάθεια του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Διαβάστε ακόμη: