Η Ευρώπη μπαίνει σε φάση μεγάλης στρατηγικής και οικονομικής μετάβασης, με την άμυνα να παύει να αντιμετωπίζεται ως παθητική δημοσιονομική δαπάνη και να αναδεικνύεται σε ενεργό μοχλό ανάπτυξης. Ο νέος οδικός χάρτης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που παρουσιάστηκε στα μέσα Οκτωβρίου, προβλέπει ότι έως το 2035 μπορούν να κατευθυνθούν στην άμυνα έως και 6,8 τρισ. ευρώ – η μεγαλύτερη επενδυτική κινητοποίηση που έχει αναλάβει ποτέ η ΕΕ σε καιρό ειρήνης, με προφανείς επιπτώσεις σε βιομηχανία, τεχνολογία και αγορά εργασίας.
«Η Ευρώπη παραγωγός, όχι εισαγωγέας ασφάλειας»
Παρουσιάζοντας το σχέδιο, ο Επίτροπος Άμυνας Άντριους Κουμπίλιους έστειλε ένα σαφές μήνυμα: η Ένωση δεν μπορεί πλέον να βασίζεται σε αλυσίδες προμηθειών τρίτων χωρών για κρίσιμα στοιχεία της ασφάλειάς της. Όπως τόνισε, η επόμενη δεκαετία απαιτεί επενδύσεις τρισεκατομμυρίων ευρώ, όχι ως «πολυτέλεια», αλλά ως αναγκαία συνθήκη σταθερότητας για την ΕΕ.
Ο ίδιος βλέπει τις αμυντικές δαπάνες ως εργαλείο οικονομικής ανάκαμψης, υπό την προϋπόθεση ότι κατευθύνονται σε ευρωπαϊκές αλυσίδες παραγωγής, ενισχύοντας την τεχνολογική αυτονομία και θωρακίζοντας την ευρωπαϊκή βιομηχανική βάση. Η Ευρώπη καλείται πλέον να γίνει «παραγωγός ασφάλειας» και όχι απλώς πελάτης άλλων.
Πενταπλασιασμός χρηματοδότησης και η άμυνα ως οικονομική πολιτική
Στο ίδιο πνεύμα, η Αντιπρόεδρος της Κομισιόν Χένα Βίρκουνεν μίλησε για την πιο φιλόδοξη δημοσιονομική περίοδο στην ιστορία της Ένωσης στον τομέα της άμυνας. Όπως είπε, η ΕΕ πενταπλασιάζει τη χρηματοδότηση, απλοποιεί τους κανόνες και επιταχύνει τις διαδικασίες παραγωγής, ώστε η ευρωπαϊκή άμυνα να αποκτήσει ουσιαστικό βιομηχανικό αποτύπωμα.
Η ίδια υπογράμμισε ότι η άμυνα δεν είναι μόνο στρατιωτικό ζήτημα, αλλά «υπόθεση οικονομίας, βιομηχανίας και τεχνολογίας», επισημαίνοντας ότι η νέα στρατηγική αγγίζει ταυτόχρονα τον χρηματοπιστωτικό τομέα, τα πανεπιστήμια, τα ερευνητικά κέντρα και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Ενιαία αγορά αμυντικού εξοπλισμού και αξιοποίηση αδρανών πόρων
Ο σχεδιασμός της Επιτροπής δεν περιορίζεται σε μια οριζόντια αύξηση δαπανών. Στο επίκεντρο βρίσκονται:
- η δημιουργία ενιαίας αγοράς αμυντικού εξοπλισμού,
- η ενίσχυση της παραγωγικής βάσης στην Ευρώπη,
- η ενεργοποίηση ανενεργών πόρων, όπως τα περίπου 400 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης που παραμένουν αδιάθετα και μπορούν να κατευθυνθούν σε αμυντικά έργα.
Ο στόχος για αύξηση των κοινών ευρωπαϊκών προμηθειών από 20% σε 40% έως το 2027 σηματοδοτεί μια βαθιά αλλαγή φιλοσοφίας: λιγότερες εθνικές «μονοκατευθύνσεις», περισσότερη κοινή ευρωπαϊκή ζήτηση, ώστε να επιτευχθούν οικονομίες κλίμακας και να μειωθεί το κόστος ανά μονάδα εξοπλισμού.
Παράλληλα, η στροφή ώστε 55% των προμηθειών να προέρχεται από ευρωπαϊκές εταιρείες θεωρείται ότι μπορεί να λειτουργήσει ως πολλαπλασιαστής θέσεων εργασίας, σε κλάδους που εκτείνονται από τη χαλυβουργία και τα σύνθετα υλικά έως τη νανοτεχνολογία, την κυβερνοάμυνα και την τεχνητή νοημοσύνη.
Ευρωπαίος αξιωματούχος της αμυντικής βιομηχανίας το συνοψίζει ως εξής: «Η ΕΕ δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της με το σημερινό επίπεδο παραγωγής. Χρειαζόμαστε ένα πλήρες αμυντικό οικοσύστημα, ικανό να στηρίξει την τεχνολογική αυτονομία και την οικονομική ανθεκτικότητα της Ευρώπης».
Ευκαιρία για την Ελλάδα στην ευρωπαϊκή αμυντική σκακιέρα
Η μετατόπιση αυτή της πολιτικής δημιουργεί νέο τοπίο και για την ελληνική αμυντική βιομηχανία. Ανάλυση της Alpha Bank επισημαίνει ότι η αύξηση των αμυντικών επενδύσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο μπορεί να ανοίξει νέες ροές κεφαλαίων για:
- τεχνολογικό εκσυγχρονισμό,
- μηχανολογικό εξοπλισμό,
- ένταξη ελληνικών επιχειρήσεων σε ευρωπαϊκές αλυσίδες αξίας.
Το πλεονέκτημα δεν αφορά μόνο τις μεγάλες εταιρείες του χώρου, αλλά και μικρότερες καινοτόμες επιχειρήσεις, που μπορούν να γίνουν υπεργολάβοι, να συμμετάσχουν σε κοινοπρακτικά σχήματα, να αναλάβουν τμήματα έργων σε ηλεκτρονικά συστήματα, λογισμικό, αισθητήρες, υλικά.
Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της EINS, Πάρις Κοκορότσικος, σημειώνει ότι η Ελλάδα μπορεί να ωφεληθεί ουσιαστικά «αν κινηθεί έγκαιρα και στοχευμένα». Όπως λέει, «πολλές ελληνικές εταιρείες είναι ήδη ανταγωνιστικές, με ισχυρό εξαγωγικό προφίλ. Η αύξηση των προμηθειών εντός Ευρώπης μπορεί να ενισχύσει τις ελληνικές εξαγωγές και να δώσει διέξοδο στην εγχώρια βιομηχανία την επόμενη μέρα».
Παράλληλα, βάζει το δάχτυλο επί τον τύπον των ήλων: «Στο εξωτερικό, όλοι ρωτούν πρώτα τι έχει πουλήσει μια εταιρεία στη δική της χώρα. Το proof of sale στην Ελλάδα είναι προϋπόθεση για να ανοίξουν οι πόρτες υπουργείων Άμυνας και μεγάλων ευρωπαϊκών ομίλων».
Ο κ. Κοκορότσικος περιγράφει την EINS ως φορέα μεταφοράς τεχνολογίας και διαμεσολαβητή μεταξύ ελληνικών επιχειρήσεων και μεγάλων ευρωπαϊκών προμηθευτών: συμβάλλει στην ένταξή τους σε αλυσίδες αξίας, στη συμμετοχή σε διαγωνισμούς του ΝΑΤΟ, αλλά και στην πρόσβασή τους σε προμηθευτική αλυσίδα πολυεθνικών, μια διαδικασία που απαιτεί εξειδικευμένη τεχνογνωσία και μακροχρόνιες σχέσεις εμπιστοσύνης.
Η ευρωπαϊκή άμυνα ως νέα μηχανή ανάπτυξης
Πίσω από τα νούμερα κρύβεται ένα μεγαλύτερο στρατηγικό ερώτημα: μπορεί η ευρωπαϊκή άμυνα να εξελιχθεί στον νέο κινητήρα ανάπτυξης για την ήπειρο; Σε μια συγκυρία όπου η ευρωπαϊκή οικονομία επιβραδύνεται και αναζητά σταθερές πηγές επένδυσης, η διοχέτευση τρισεκατομμυρίων ευρώ σε:
- παραγωγή,
- έρευνα και καινοτομία,
- νέες τεχνολογίες διπλής χρήσης (πολιτικής και στρατιωτικής),
μπορεί να αποτελέσει τον πιο συγκροτημένο αναπτυξιακό σχεδιασμό των τελευταίων δεκαετιών.
Το διακύβευμα είναι αν τα κράτη μέλη θα μετατρέψουν τις πολιτικές φιλοδοξίες σε πραγματικά εργοστάσια, νέες γραμμές παραγωγής, συμβόλαια, θέσεις εργασίας και αυτάρκη, ανταγωνιστική ευρωπαϊκή βιομηχανία. Αν το στοίχημα κερδηθεί, η άμυνα θα πάψει να αντιμετωπίζεται ως «αναγκαίο κακό» στα δημόσια οικονομικά και θα αποδειχθεί ο νέος πυλώνας της ευρωπαϊκής ανάπτυξης για την επόμενη δεκαετία.