Η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής επιδρά περιοριστικά στην πιστωτική επέκταση. Το διάστημα Ιουλίου 2022-Μαρτίου 2023 η σωρευτική αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ ήταν 350 μονάδες βάσης.

Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), στην Ελλάδα παρατηρήθηκε άνοδος των επιτοκίων στα δάνεια προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (ΜΧΕ) κατά 256 μονάδες βάσης και προς τα νοικοκυριά κατά 87 μονάδες βάσης (μέχρι τον Απρίλιο του 2023). Οι αυξήσεις των επιτοκίων των δανείων προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά υπολείπονται των αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ, καθώς κατά τη διαδικασία μετακύλισης της ανόδου των επιτοκίων πολιτικής στα τραπεζικά επιτόκια είναι εύλογο να υπάρχουν υστερήσεις.

Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο οι τράπεζες αναπροσαρμόζουν μόνο μετά από ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα τα επιτόκιά τους (π.χ. μετά από ένα μήνα για τα στεγαστικά δάνεια ή κάθε Δεκέμβριο και Ιούνιο για τα επιχειρηματικά δάνεια). Επίσης, η πολιτική τιμολόγησης την οποία ακολουθεί μία τράπεζα μπορεί να προβλέπει μόνο μερική ή σταδιακή μετακύλιση του επιτοκιακού κόστους στους δανειολήπτες, ενώ υπάρχουν διαφορές μεταξύ των τραπεζών ως προς την έκταση και την ταχύτητα ενσωμάτωσης των αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ. Επιπλέον, μέσω του δανειακού σκέλους του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) προβλέπεται η διάθεση προς τις επιχειρήσεις (με τη διαμεσολάβηση των τραπεζών) σημαντικών δημόσιων δανειακών πόρων με πολύ χαμηλά επιτόκια. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι η τραπεζική πιστωτική επέκταση προς τις ΜΧΕ δεν περιλαμβάνει τα εν λόγω χαμηλότοκα δάνεια (καθώς δεν είναι κατ’ ουσίαν τραπεζικά), περιλαμβάνει όμως τα δάνεια συγχρηματοδότησης εκ μέρους των τραπεζών (με δικούς τους πόρους) των επενδύσεων που υπάγονται στο δανειακό σκέλος του RRF, τα οποία παρέχονται με τα τρέχοντα επιτόκια της αγοράς.

Επομένως, είτε μέσω των αμιγώς τραπεζικών δανείων που υπάγονται στον RRF είτε μέσω εκείνων τα οποία δεν υπάγονται σε αυτόν, η αύξηση των επιτοκίων συγκρατεί τον ετήσιο ρυθμό ανόδου της τραπεζικής χρηματοδότησης των ΜΧΕ. Το παρόν πλαίσιο εξετάζει την επίδραση που άσκησε στον ετήσιο ρυθμό της πιστωτικής επέκτασης η αύξηση των επιτοκίων τους τελευταίους μήνες, καθώς και τις ενδεχόμενες μετέπειτα επιδράσεις.

Ανάλυση αποτελεσμάτων από ασκήσεις προσομοίωσης

Η συμβολή της αύξησης των επιτοκίων στο ρυθμό μεταβολής της τραπεζικής χρηματοδότησης διερευνάται με τη χρήση δύο οικονομετρικών υποδειγμάτων για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, που έχουν εκτιμηθεί με δείγματα ιστορικών παρατηρήσεων για την περίοδο από το α΄ τρίμηνο του 1995 μέχρι και το δ΄ τρίμηνο του 2022. Στα υποδείγματα της ΤτΕ ενσωματώνονται μεταβλητές προσφοράς και ζήτησης τραπεζικών δανείων. Τα εν λόγω υποδείγματα πολλών εξισώσεων είναι αυτοπαλίνδρομα με διόρθωση σφάλματος και ενσωματώνουν χρονικά μεταβαλλόμενους συντελεστές.

Στη συνέχεια διεξάγονται ασκήσεις προσομοίωσης, οι οποίες καταγράφουν τη συνάρτηση απόκρισης της μεταβλητής των δανείων σε διαταραχές στη μεταβλητή των επιτοκίων. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης, μία θετική διαταραχή από την αύξηση του βασικού επιτοκίου πολιτικής της ΕΚΤ μετακυλίεται στα επιτόκια των τραπεζικών δανείων, προκαλώντας μείωση του υπολοίπου των πιστώσεων.

Η δυναμική των δανείων στο υπόδειγμα επηρεάζεται από την προσαρμογή προς μια μακροχρόνια σχέση ζήτησης δανείων, σύμφωνα με την οποία τα επιτόκια, μεταξύ άλλων παραγόντων, επιδρούν με αρνητικό συντελεστή στα δάνεια, όπως αναμένεται και από τη θεωρία. Ο συντελεστής αυτός στο υπόδειγμα επιτρέπεται να μεταβάλλεται διαχρονικά και, ειδικότερα στο διάστημα της πανδημίας μέχρι το τέλος του 2022, οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι μειώνεται για τις ΜΧΕ σε απόλυτο μέγεθος.

Αυτό το αποτέλεσμα είναι εύλογο, αν ληφθεί υπόψη ότι η εξωγενής (θετική) επίδραση στα δάνεια από τα προγράμματα ενίσχυσης πιστώσεων της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ) και του Ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) ήταν αξιοσημείωτη το 2020-2022 και αποδυνάμωσε την επίδραση των μακροοικονομικών παραγόντων όπως τα επιτόκια (και το ΑΕΠ). 1 Σημειώνεται ότι στην άσκηση προσομοίωσης το υπόλοιπο των πιστώσεων επηρεάζεται και από τις επιπτώσεις της ανόδου των επιτοκίων σε μεταβλητές από την πλευρά της προσφοράς δανείων, όπως η μείωση της ρευστότητας των τραπεζών και η αύξηση του πιστωτικού κινδύνου.

Η ΤτΕ εκτιμά την απόκριση (της μεταβολής) του υπολοίπου των τραπεζικών πιστώσεων σε μία διαταραχή που προσδιορίζεται ως αύξηση του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ κατά 50 μονάδες βάσης και η οποία ενσωματώνεται στην εξίσωση προσδιορισμού των επιτοκίων. Η επίδραση αυτής της αύξησης μεγιστοποιείται μετά από 4 και 5 τρίμηνα (για τα νοικοκυριά και για τις επιχειρήσεις αντιστοίχως), κατά τα οποία ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των δανείων προς τις ΜΧΕ μειώνεται κατά περίπου 0,3 της ποσοστιαίας μονάδας (νοικοκυριά: 0,2), και τείνει να μηδενιστεί μετά από 2-3 έτη.

Επίσης, προχωρά στην εκτίμηση της συνολικής επίδρασης των αυξήσεων (κατά 375 μονάδες βάσης) των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ από τον Ιούλιο του 2022 έως σήμερα (τελευταία αύξηση στις 10 Μαΐου 2023) στον ετήσιο ρυθμό ανόδου των πιστώσεων (σε ονομαστικούς όρους) προς τις ΜΧΕ και τα νοικοκυριά. Η επίδραση αυτή, για τις ΜΧΕ και τα νοικοκυριά, εκτιμάται ότι μέχρι το Δεκέμβριο του 2022 ήταν αρχικά ελάχιστη, ενώ το α΄ τρίμηνο του 2023 ήταν περίπου -0,2 ποσ. μον. και αργότερα αυξάνεται σε -0,4 ποσ. μον. το β΄ τρίμηνο του 2023 και σε -0,7 ποσ. μον. (νοικοκυριά: -0,6) το γ΄ τρίμηνο του 2023.

Μετά το γ΄ τρίμηνο του 2023 η επίδραση αυξάνεται μέχρι το β΄ τρίμηνο του 2024 σε -1,60 ποσ. μον. για τις ΜΧΕ (ο καταγεγραμμένος ετήσιος ρυθμός ανόδου των δανείων προς ΜΧΕ ήταν 8,7% τον Απρίλιο του 2023) και σε -1,00 ποσ. μον. για τα νοικοκυριά (ετήσιος ρυθμός ανόδου των δανείων προς νοικοκυριά τον Απρίλιο του 2023: 2,7%) και στη συνέχεια μειώνεται. Συνοπτικά, τα αποτελέσματα καταδεικνύουν ότι οι επιπτώσεις των αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ στο ρυθμό πιστωτικής επέκτασης δεν έχουν ακόμη φανεί πλήρως και αναμένεται να ενταθούν στο υπόλοιπο του έτους και το 2024- 2025, χωρίς όμως το μέγεθός τους να είναι ιδιαίτερα μεγάλο.

Σημειώνεται ότι οι εκτιμήσεις των υποδειγμάτων με δείγμα παρατηρήσεων μέχρι πριν από την αρχή της πανδημίας δείχνουν υψηλότερο βαθμό απόκρισης των πιστώσεων σε μεταβολές των επιτοκίων. 3 Τέλος, σε διαφορετική άσκηση προσομοίωσης καταγράφηκε η συμβολή της διεύρυνσης του επιτοκιακού περιθωρίου (δηλ. της διαφοράς μεταξύ του επιτοκίου των τραπεζικών χορηγήσεων και του επιτοκίου καταθέσεων) στο υπόλοιπο της τραπεζικής χρηματοδότησης. Το επιτοκιακό περιθώριο, ή περιθώριο κέρδους των τραπεζών, επηρεάζει με θετικό συντελεστή την προσφορά δανείων.

Εκτιμάται ότι το διάστημα Ιουλίου 2022-Μαρτίου 2023 το περιθώριο αυτό αυξήθηκε κατά 267 μονάδες βάσης για τα επιχειρηματικά δάνεια, ενισχύοντας ελαφρά το μέσο ετήσιο ρυθμό ανόδου των πιστώσεων προς ΜΧΕ το α΄ τρίμηνο του 2023 κατά 0,2 ποσ. μον., ενώ η αντίστοιχη επίδραση στα δάνεια προς τα νοικοκυριά ήταν σχεδόν μηδενική. Επομένως, εφόσον περιληφθεί και η συμβολή του περιθωρίου κέρδους στην προσφορά δανείων, η συνολική επίδραση στο ρυθμό αύξησης της χρηματοδότησης από την άνοδο των επιτοκίων ήταν οριακά θετική το α΄ τρίμηνο του 2023, ενώ στη συνέχεια εκτιμάται ότι γίνεται αρνητική.

Συμπεράσματα

Η αρνητική συμβολή της μέχρι σήμερα ανόδου των επιτοκίων στον ετήσιο ρυθμό ανόδου της χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά εκτιμάται ότι ήταν περιορισμένη μέχρι το α΄ τρίμηνο του 2023, ενώ αναμένεται να αυξηθεί κατά το τρέχον και το επόμενο έτος σε ήπια ετήσια ποσοστά. Η συμβολή αυτή είναι πιο περιορισμένη στην περίπτωση των πιστώσεων προς νοικοκυριά από ό,τι για τις πιστώσεις προς τις επιχειρήσεις.

Οι χρονικά μεταβαλλόμενοι συντελεστές του υποδείγματος, καθώς και η σύγκριση με την προ της πανδημίας εκτίμηση της συνάρτησης απόκρισης, δείχνουν μείωση της ελαστικότητας των δανείων προς ΜΧΕ ως προς τα επιτόκια μετά την έναρξη της πανδημίας, πιθανόν λόγω των δημοσιονομικών προγραμμάτων στήριξης των πιστώσεων που εφαρμόστηκαν κατά την πανδημία. Τούτο σημαίνει ότι, καθώς τη χρονική περίοδο 2023-2025 αναμένεται σημαντική ενίσχυση της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων από το δανειακό σκέλος του RRF, οι αρνητικές επιδράσεις από τις μέχρι σήμερα αλλά και τις πιθανές προσεχείς αυξήσεις των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ μάλλον θα συνεχίσουν να είναι ήπιες.

Διαβάστε ακόμη: