Η Αρχή για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες «παγώνει» κάθε δυνατότητα κίνησης της περιουσίας που συνδέεται με το κύκλωμα των «επενδύσεων» σε καζίνο, δεσμεύοντας τραπεζικούς λογαριασμούς, θυρίδες και συγκεκριμένα ακίνητα σε όλη τη χώρα.
Η διάταξη εκδόθηκε στη βάση του νόμου 4557/2018 για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, μετά την αποστολή της δικογραφίας από τη Διεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος για την υπόθεση της «επενδυτικής απάτης» σε μεγάλο καζίνο της Πελοποννήσου.
Σύμφωνα με τα έως τώρα στοιχεία, το συνολικό περιουσιακό όφελος από τη δράση της οργάνωσης εκτιμάται σε 1.332.500 ευρώ, ποσό που αποτελεί και το ανώτατο όριο μέχρι το οποίο δεσμεύονται περιουσιακά στοιχεία.
Η δικογραφία περιγράφει ένα οργανωμένο κύκλωμα που, τουλάχιστον από το 2023, φέρεται να έστηνε ένα σκηνικό ψεύτικης χλιδής γύρω από «σίγουρες επενδύσεις» στα τραπέζια του καζίνο.
Στόχος ήταν οικονομικά εύρωστοι επαγγελματίες, στους οποίους τα μέλη της οργάνωσης εμφανίζονταν ως άνθρωποι με «ειδική πρόσβαση» στα συστήματα παιχνιδιών και δυνατότητα ελεγχόμενου ρίσκου.
Οι συναντήσεις γίνονταν σε πολυτελείς σουίτες, όπου οι δράστες παρουσίαζαν μετρητά, χρυσές λίρες, ράβδους χρυσού και πολύτιμους λίθους, ως δήθεν κέρδη από προηγούμενες «επενδύσεις».
Το σενάριο περιλάμβανε υπόσχεση σταθερής, υψηλής απόδοσης από 10% μέχρι 20% πάνω στο αρχικό κεφάλαιο εφόσον τα χρήματα του θύματος έμεναν «δεσμευμένα» για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους, τα μέλη του κυκλώματος αρχικά επέστρεφαν ένα μικρό μέρος των χρημάτων με το υποσχόμενο κέρδος, δημιουργώντας την εντύπωση ότι το σχήμα λειτουργεί.
Σε επόμενη φάση, τα θύματα κατέβαλλαν ολοένα και μεγαλύτερα ποσά, τα οποία σύμφωνα με τη δικογραφία δεν επέστρεφαν ποτέ.
Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, καταγγέλλεται ότι στήθηκε ακόμη και «εικονική ληστεία» με άσκηση βίας, για να εκφοβιστούν όσοι ζητούσαν πίσω τα χρήματά τους. Το παραπάνω περιστατικό είχε καταγγείλει ο Σπύρος Μαρτικας.
Στο στόχαστρο της Αρχής μπαίνουν τόσο τα φυσικά πρόσωπα, όσο και ολόκληρο το πλέγμα εταιρειών που φέρεται να χρησιμοποιήθηκε για να «αποροφηθούν» τα παράνομα έσοδα.
Ανάμεσα στους εμπλεκόμενους «φωτογραφίζονται» ο φερόμενος ως αρχηγός, ένας επιχειρηματίας με δραστηριότητα σε αλυσίδα χώρων μασάζ – χαμάμ και εστίασης στο κέντρο της Αθήνας, αλλά και ένας επαγγελματίας της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, ο οποίος μαζί με στενούς συγγενείς του εμφανίζεται να ελέγχει εταιρείες επισκευής πλοίων, χονδρικού εμπορίου εξοπλισμού, ναυτιλιακών υπηρεσιών και real estate.
Σύμφωνα με τη διάταξη, η οργάνωση φέρεται να αξιοποίησε τραπεζικούς λογαριασμούς, προσωπικούς και εταιρικούς, παικτική δραστηριότητα σε τυχερά παίγνια, αγοραπωλησίες χρυσών λιρών, ράβδων χρυσού και πολύτιμων λίθων, αλλά και αγορά ακινήτων μέσω εταιρικών σχημάτων.
Στόχος, όπως αναφέρεται, ήταν να αναμειχθούν τα παράνομα έσοδα με νόμιμα κεφάλαια και να εμφανιστούν ως «κανονικά» κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα, ώστε να νομιμοποιηθούν.
Επειδή όμως το άμεσο εγκληματικό προϊόν τα μετρητά που αποσπάστηκαν από τα θύματα δεν έχει εντοπιστεί και δεν είναι δυνατόν να κατασχεθεί, η Αρχή ενεργοποιεί την πρόβλεψη του νόμου για δέσμευση περιουσίας ίσης αξίας.
Διαπιστώνει ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και κρίνει ότι επείγει να απαγορευθεί κάθε εκποίηση ή μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων που θεωρούνται συνδεδεμένα με το κύκλωμα, καθώς αυτά υπόκεινται σε μελλοντική κατάσχεση και δήμευση.
Έτσι, με την απόφαση διατάσσεται καταρχάς η δέσμευση κάθε μορφής περιουσίας των εμπλεκομένων: λογαριασμοί, καταθέσεις, επενδυτικά προϊόντα, τίτλοι, μετοχές, αλλά και θυρίδες σε τράπεζες.
Η δέσμευση καλύπτει τόσο ατομικούς λογαριασμούς όσο και κοινούς με τρίτους, καθώς και κάθε μορφή πρόσβασης (ως δικαιούχοι ή πληρεξούσιοι). Εξαίρεση γίνεται μόνο για τα ποσά που αντιστοιχούν σε μισθούς, συντάξεις ή ανάλογες σταθερές προσόδους, ώστε να διασφαλίζονται στοιχειώδεις βιοτικές ανάγκες.
Το δεύτερο, ιδιαίτερα κρίσιμο σκέλος της διάταξης αφορά συγκεκριμένα ακίνητα σε τρεις διαφορετικές περιοχές της χώρας, τα οποία πλέον δεν μπορούν να πουληθούν ή να μεταβιβαστούν με κανέναν τρόπο.
Στην Περιφερειακή Ενότητα Καβάλας, δεσμεύεται μεγάλης έκτασης αγροτεμάχιο, πρώτης κατηγορίας, σε αγροτική περιοχή κοντά σε οικισμό του Δήμου Νέστου.
Το ακίνητο είχε μεταβιβαστεί τα τελευταία χρόνια από ιδιώτη σε εταιρεία, που συνδέεται με έναν από τους κεντρικούς εμπλεκόμενους, με τίμημα της τάξεως των 10.000 ευρώ, τη στιγμή που η αντικειμενική του αξία εμφανίζεται σημαντικά χαμηλότερη.
Σύμφωνα με τη διάταξη, η αγοραπωλησία αυτή αξιολογείται ως μέρος της διαδρομής των χρημάτων.
Στη ζώνη του Πειραιά, η Αρχή «παγώνει» οικόπεδο εντός σχεδίου στο Πέραμα, σε σημείο με κατοικίες και επαγγελματικές χρήσεις, που φέρεται να ανήκει σε εταιρεία ακινήτων με έδρα στη Δυτική Αττική.
Το οικόπεδο αγοράστηκε με τίμημα περίπου 130.000 ευρώ, ενώ η αντικειμενική του αξία υπερβαίνει τα 150.000 ευρώ.
Στην εταιρεία που εμφανίζεται ως ιδιοκτήτρια συμμετέχει πρόσωπο με κεντρικό ρόλο στο κύκλωμα, το οποίο είναι ταυτόχρονα και διαχειριστής σε σειρά άλλων εταιρικών σχημάτων.
Την ίδια στιγμή, στη Μάνη δεσμεύονται δύο οικόπεδα στην περιοχή της Κοκκάλας, στη Λακωνία, σε σημεία με θέα και πρόσβαση στην επαρχιακή οδό που συνδέει γνωστούς παραθαλάσσιους προορισμούς.
Το ένα ακίνητο είναι περίπου 1.450 τετραγωνικά μέτρα και το άλλο γύρω στα 1.400 τετραγωνικά, και τα δύο άρτια και οικοδομήσιμα κατά παρέκκλιση.
Και τα δύο μεταβιβάστηκαν, μέσα στο 2025, στην ίδια εταιρεία ακινήτων, έναντι χαμηλού τιμήματος – περίπου 15.000 ευρώ για το καθένα ενώ οι αντικειμενικές αξίες που αναφέρονται στη διάταξη είναι πολλαπλάσιες, ξεπερνώντας συνολικά τις 120.000 ευρώ.
Η εταιρεία ανήκει και διοικείται από τον ίδιο πυρήνα προσώπων που εμφανίζονται στη δικογραφία ως «κρίκοι» του κυκλώματος.
Η Αρχή θεωρεί ότι η συγκέντρωση ακινήτων σε συγκεκριμένες εταιρείες, ο χρονισμός των αγοραπωλησιών, η σχέση ανάμεσα στο τίμημα και την αντικειμενική αξία, αλλά και η εμπλοκή των ίδιων προσώπων ως διαχειριστών και εταίρων, συνθέτουν εικόνα αξιοποίησης του real estate για να «πάρκάρουν» και να νομιμοποιηθούν τα έσοδα της απάτης.
Πρακτικά, η δέσμευση σημαίνει ότι οι εμπλεκόμενοι δεν μπορούν να πουλήσουν, να υποθηκεύσουν ή να μεταβιβάσουν τα συγκεκριμένα ακίνητα και ότι κάθε συναλλαγή που θα επιχειρηθεί θα είναι άκυρη.
Σε ό,τι αφορά μετοχές και επενδυτικά προϊόντα, η διάταξη αφήνει ένα στενό «παράθυρο»: επιτρέπει, κατ’ εξαίρεση, την πώλησή τους, μόνο όμως υπό τον όρο ότι το σύνολο του τιμήματος θα κατατεθεί σε ειδικό, δεσμευμένο λογαριασμό, ώστε τα χρήματα να παραμείνουν υπό έλεγχο μέχρι την οριστική κρίση της Δικαιοσύνης.
Διαβάστε ακόμη:
- Γερμανικοί ύμνοι για Πιερρακάκη: Περιζήτητος σύμβουλος για μεταρρυθμίσεις
- Σε κόκκινο συναγερμό κηρύσσεται η Αθήνα την Παρασκευή για τη λειψυδρία
- Η Apple επιστρέφει στην κορυφή – Νο.1 στην αγορά smartphones μετά από 13 χρόνια
- 10 + 1 κρίσιμα ερωτήματα για τον Λ. Αντωνόπουλο που «καίνε» τον Ν. Ανδρουλάκη