Η HSBC στο τελευταίο της report (29 Σεπτεμβρίου 2025) υποβαθμίζει την Ελλάδα σε «ουδέτερη» (neutral) σύσταση από «υπεραπόδοση» (overweight), μετά από ένα εξαιρετικό ράλι +68% από την αρχή της χρονιάς. Όπως αναφέρει, οι βασικοί καταλύτες που οδήγησαν την αγορά – οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η δημοσιονομική προσαρμογή και οι αυξανόμενες διανομές μερισμάτων – είναι πλέον πλήρως γνωστοί και έχουν εν πολλοίς ενσωματωθεί στις αποτιμήσεις. Επιπλέον, η τράπεζα εκφράζει ανησυχίες για την υπερσυγκέντρωση τοποθετήσεων: σήμερα το 60% των GEMs funds (Global Emerging Markets funds) έχει έκθεση στην Ελλάδα, έναντι μόλις 40% το 2022.

Στο μέτωπο της οικονομίας, η ανάπτυξη παραμένει θετική αλλά με επιβράδυνση. Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,7% στο β’ τρίμηνο του 2025 έναντι 2,5% στο δ’ τρίμηνο του 2024, ενώ οι επενδύσεις – αν και έχουν ενισχυθεί περισσότερο από 50% από την πανδημία – κινήθηκαν φέτος χαμηλότερα λόγω καθυστερήσεων στα δημόσια έργα. Η εικόνα αναμένεται να βελτιωθεί, καθώς η χώρα υπέβαλε τον Ιούλιο το έκτο αίτημα για εκταμίευση 2,1 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης, ανεβάζοντας το σύνολο των εκταμιεύσεων στα 23,4 δισ. ευρώ ή 65% του συνόλου που της αναλογεί. Στον τουρισμό, μετά το ιστορικό ρεκόρ των 40,7 εκατ. αφίξεων το 2024 (+13% ετήσια άνοδος), το 2025 η αύξηση περιορίζεται σε περίπου 3%, ενώ η δυναμική στηρίζεται κυρίως από τις διεθνείς αφίξεις. Παράλληλα, οι αυξήσεις μισθών – με τον κατώτατο να έχει ενισχυθεί άνω του 50% από το 2018 – ενισχύουν την κατανάλωση αλλά πιέζουν την ανταγωνιστικότητα και τα περιθώρια κερδοφορίας.

Σε επίπεδο αποτιμήσεων, η ελληνική αγορά εμφανίζει δείκτη P/E 12μήνου στις 9 φορές, καταγράφοντας re-rating 35% σε ετήσια βάση. Παρά την εξακολούθηση της έκπτωσης 35% έναντι των ευρωπαϊκών αγορών, η HSBC σημειώνει ότι η Ελλάδα δεν αποτελεί πλέον το bargain που ήταν πριν από έναν χρόνο. Στις τράπεζες ειδικότερα, το μερισματικό yield, που πέρυσι έφθανε στο 9% και ήταν σχεδόν διπλάσιο των αναδυόμενων τραπεζών, έχει μειωθεί στο 5,2%, δηλαδή μόλις 70 μονάδες βάσης υψηλότερα από τον μέσο όρο EM banks.

Τι μπορεί να σημαίνει η αναβάθμιση της αγοράς

Η τράπεζα αναφέρεται και στο ενδεχόμενο αναβάθμισης της Ελλάδας σε αγορά ανεπτυγμένων από τη FTSE Russell, με πιθανή απόφαση στις 7 Οκτωβρίου. Αν και μια τέτοια εξέλιξη θα ενίσχυε το κύρος και θα μπορούσε να προκαλέσει περαιτέρω re-rating, ενέχει κινδύνους: η βαρύτητα της χώρας στους δείκτες των ανεπτυγμένων θα είναι πολύ μικρότερη, ενδεχομένως περιορίζοντας τη ρευστότητα, ενώ τα GEMs funds θα μειώσουν σταδιακά την έκθεσή τους. Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του προβλήματος, σήμερα μόλις το 7% των global funds επενδύει στην Ελλάδα, έναντι 60% των GEMs funds.

Στο επίπεδο κλάδων, οι τράπεζες παραμένουν στο επίκεντρο, έχοντας στηρίξει την άνοδο μέσω ισχυρής κερδοφορίας, βελτίωσης ποιότητας ενεργητικού και επανέναρξης γενναιόδωρων διανομών. Η HSBC ωστόσο προειδοποιεί ότι η υπερσυγκέντρωση τοποθετήσεων στις ελληνικές τράπεζες (29% των GEMs funds κατέχει σήμερα τίτλους των «Big 4», έναντι 15% το 2023) αυξάνει τον κίνδυνο βραχυπρόθεσμων πιέσεων. Θετικά διακρίνει ο οίκος και στον τουρισμό, με το αεροδρόμιο της Αθήνας να καταγράφει 3,9 εκατ. επιβάτες τον Αύγουστο (+7% ετήσια αύξηση), γεγονός που ενισχύει εταιρείες όπως η Aegean Airlines, ενώ στηρίζει και τη ζήτηση σε ξενοδοχεία και υπηρεσίες. Επιπλέον, οι κατασκευές και η βιομηχανία επωφελούνται από τη ροή ευρωπαϊκών κονδυλίων και τις ιδιωτικές επενδύσεις.

Συνολικά, η HSBC θεωρεί ότι η Ελλάδα δεν είναι πλέον υποτιμημένη αγορά αλλά μια ώριμη ιστορία επιτυχίας που χρειάζεται χρόνο για εδραίωση. Η υποβάθμιση σε «neutral» δεν αντανακλά αμφιβολία για την πρόοδο της χώρας, αλλά περισσότερο την ανάγκη «παύσης» μετά από μια εκρηκτική χρονιά ανόδου, ενόψει του επόμενου κύκλου καταλυτών.

Διαβάστε ακόμη: