Το Γουέιτζερ «σκαρφάλωσε» στο Νο1 των «New York Times» όπου παρέμεινε πάνω από έναν χρόνο, ρεκόρ σχεδόν ακατόρθωτο για βιβλίο, σαν το σφηνωμένο ανάμεσα στα βράχια σκαρί του πλοίου που πρωταγωνιστεί στο πολύκροτο βιβλίο του Ντέιβιντ Γκραν.
Το αξιοθαύμαστο που κατάφερε ο συγγραφέας και ερευνητής δημοσιογράφος του «New Yorker» είναι ότι δεν μπόρεσε απλώς να αφηγηθεί με μυθιστορηματική δεινότητα την πραγματική ιστορία του θρυλικότερου ίσως ναυαγίου στον κόσμο, που ενέπνευσε, μεταξύ άλλων, τον Χέρμαν Μέλβιλ, τον Κάρολο Δαρβίνο αλλά και τους φιλοσόφους Ρουσό, Βολτέρο και Μοντεσκιέ –και αποτελεί, όχι τυχαία, το θέμα της επόμενης ταινίας του Μαρτιν Σκορσέζε με πρωταγωνιστή τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο– αλλά και να εντρυφήσει στα υπάρχοντα ντοκουμέντα, ανιχνεύοντας μέσα από δικαστικά αρχεία, ναυτικά ημερολόγια, άρθρα στον Τύπο, ιστορικά βιβλία και δηλώσεις ναυαγών τι πραγματικά συνέβη με το ιστορικό πλοίο της Αυτού Μεγαλειότητας και τους ναυαγούς του.
Το ενδιαφέρον του ερευνητή και συγγραφέα είναι παραπάνω από εύλογο, αφού η πραγματική ιστορία των ανδρών που ξεβράστηκαν το 1743, με κάποιους μήνες διαφορά και με αυτοσχέδια πλοιάρια, στις ακτές της Βραζιλίας, ισχυριζόμενοι ότι ήταν επιζήσαντες ενός παλιότερου ναυαγίου, όχι μόνο απασχόλησε τον παγκόσμιο Τύπο αλλά επηρέασε και όλους τους φιλοσόφους του Διαφωτισμού και τους κατοπινούς συγγραφείς.
Όλα ξεκίνησαν όταν το μικρό «μπασταρδάκι» του στολίσκου, όπως χαρακτηριστικά αποκαλούνταν το Γουέιτζερ, άνοιξε πανιά, μαζί με τα υπόλοιπα πλοία, πολεμικά, φορτηγά και ένα ανιχνευτικό, τον Σεπτέμβρη του 1740 για μια μυστική αποστολή που σκοπό είχε ουσιαστικά να υφαρπάξει τους θησαυρούς των θαλασσοκρατόρων Ισπανών, εφόσον βέβαια οι άντρες του πληρώματος κατάφερναν να ξεπεράσουν τα ανυπέρβλητα εμπόδια που έθετε το νοτιότερο άκρο της αμερικανικής ηπείρου, το ακρωτήριο Χορν, διασχίζοντας τον Πορθμό του Ντρέικ, που φαίνεται ότι είχε καταπιεί απειράριθμα εμπορικά.
Τα επιπλέον προβλήματα που διαφαίνονταν εξαρχής δεν είχαν να κάνουν μόνο με τις δύσκολες συνθήκες υπό τις οποίες έτσι κι αλλιώς διαβιούσαν τότε οι ναυτικοί αλλά με την πραγματική δυστοκία και αδυναμία των κυβερνώντων να επανδρώσουν τα πλοία τους: όσοι τελικά επιβιβάζονταν, πολλές φορές με επίταξη, σε καράβια για τέτοιου είδους δύσκολες αποστολές ήταν αν όχι ανάπηροι πολέμου και υπέργηροι, στην καλύτερη περίπτωση δοκιμασμένοι στη στεριά τυχοδιώκτες, ξεπεσμένοι απόγονοι της αριστοκρατικής τάξης, όπως ο καπετάνιος Ντέιβιντ Τσηπ, ή ρομαντικοί θαλασσοπόροι που πίστευαν ότι διαμορφώνουν μια άλλη γενιά ηρώων και εξερευνητών της θάλασσας, όπως ο πρόγονος του Λόρδου Μπάιρον, ο δεκαεξάχρονος δόκιμος Τζων Μπάιρον που βρέθηκε κι αυτός ανάμεσα στα μέλη του πολύπαθου Γουέιτζερ.
Αφού το πλοίο κατάφερε, ξεπερνώντας μυριάδες δυσκολίες, με τους ναύτες να πεθαίνουν από τύφο και αμέτρητες αρρώστιες όπως το σκορβούτο –είναι συγκλονιστικές οι σκηνές όπου ο Γκραν περιγράφει ανάγλυφα τι προκαλούσε στο δέρμα η έλλειψη βιταμίνης C, μετατρέποντάς τους κυριολεκτικά σε ζόμπι–, να φτάσει τελικά στα μακρινά νερά της Γης του Πυρός, δυστυχώς παγιδεύτηκε για έναν μήνα σε μια τεράστια κακοκαιρία στον όχι άδικα τρομακτικό για τους ναυτικούς Πορθμό του Ντρέικ. Μετρώντας σημαντικές απώλειες, ο καπετάνιος Τσηπ, μαζί με κάποια μέλη του πληρώματος, οδήγησε για λίγο το πλοίο μακριά από τη δίνη του κυκλώνα, για να προσαράξει τελικά στα βράχια και να καταλήξουν οι περισσότεροι στην ακτή ενός ερημικού νησιού.
Το φαινομενικό τέλος του δράματος ήταν, όμως, απλώς η αρχή του, αφού το νησί δεν είχε να προσφέρει τίποτε άλλο από κακές συνθήκες, καθιστώντας τους ναυτικούς όχι απλώς απελπισμένους ναυαγούς αλλά κυνηγούς του ίδιου τους του εαυτού. Σε μια σχεδόν αναμενόμενη εξέλιξη, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο αρχικά χαρακτηριζόμενος ως ηρωικός καπετάνιος Τσηπ μετατράπηκε σε τιμωρό-δυνάστη, δημιουργώντας δύο αντικρουόμενες ομάδες: αυτή που συνασπίστηκε γύρω από το αξίωμά του και την αντίπαλη, που επέλεξε τον ικανό αρχιπυροβολητή Μπάλκλεϊ για να χαράξει όχι μόνο το σχέδιο επιβίωσης αλλά και πιθανής απόδρασης από το νησί.
Σε αυτή την ακραία συνθήκη η μόνη σωτήρια παρέμβαση ήταν αυτή της φυλής των Καουέσκαρ, των ιθαγενών της περιοχής που είχαν μάθει να ζουν σε ακραίες συνθήκες, περνώντας το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους σε κανό και τρεφόμενοι αποκλειστικά από τη θάλασσα, αφού οι γυναίκες τους βουτούσαν σε μεγάλα βάθη. Αυτοί συνέδραμαν, όπως μπορούσαν, με τη τροφή που συνέλεγαν τους ναυαγούς, βοηθώντας τους και μαθαίνοντάς τους πώς να προφυλάσσονται από τα ακραία στοιχεία.
Δείχνοντας, δηλαδή, ότι ήταν ουσιαστικά οι ιθαγενείς αυτοί που βοήθησαν τους Δυτικούς και όχι το αντίθετο, ο Ντέιβιντ Γκραν επιβεβαιώνει για μία ακόμα φορά τη διαπίστωση που άφησε να διαφανεί και στο προηγούμενο βιβλίο του, τους Δολοφόνους του Ανθισμένου Φεγγαριού, που έγινε ταινία από τον Σκορσέζε, αντιστρέφοντας όμως τους όρους. Μετά την πρωτοφανή ασέβεια που έδειξαν προς τους σωτήρες τους οι άνδρες του Γουέιτζερ, παρενοχλώντας σεξουαλικά τις γυναίκες τους, τους ανάγκασαν να φύγουν και να βυθιστούν και πάλι σε συνθήκες πείνας και διχόνοιας· δύσκολα μπορούσες, άλλωστε, να διακρίνεις ποιος πραγματικά είχε σώας τας φρένας από τους 145 αρχικά –τελικά επιβίωσαν οι 92– ναυαγούς.