Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (ΜΧΕ), αφού κατέγραψε διψήφια ποσοστά στις αρχές του 2021, στη συνέχεια επιβραδύνθηκε και κατά το γ΄ τρίμηνο του έτους επανήλθε σχεδόν, και έκτοτε παρέμεινε, στα χαμηλότερα επίπεδα που είχε αμέσως πριν το ξέσπασμα της πανδημίας.
Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης
Οι τραπεζικές πιστώσεις προς τα νοικοκυριά συνέχισαν να συρρικνώνονται με σχεδόν σταθερό ετήσιο ρυθμό τους πρώτους δέκα μήνες του 2021. Ο ετήσιος ρυθμός πιστωτικής επέκτασης προς τη γενική κυβέρνηση παρέμεινε σε πολύ υψηλά επίπεδα, ως αποτέλεσμα των σημαντικών αγορών κρατικών ομολόγων τις οποίες πραγματοποίησαν οι ελληνικές εμπορικές τράπεζες. Πιο αναλυτικά, τo δεκάμηνο του 2021 η μέση μηνιαία καθαρή ροή τραπεζικής χρηματοδότησης προς ΜΧΕ ήταν μόλις 53 εκατ. ευρώ, έναντι 558 εκατ. ευρώ το 2020 (Ιαν.- Δεκ.).
Η ροή τραπεζικών δανείων
Ειδικότερα, η μέση μηνιαία ακαθάριστη ροή τραπεζικών δανείων τακτής λήξης προς τις ΜΧΕ το διάστημα αυτό ανήλθε σε 0,8 δισ. ευρώ, περίπου τα 3/5 εκείνης του 2020 (1,35 δισ. ευρώ, Ιαν.-Δεκ.) − αλλά πάντως υψηλότερη έναντι της ροής του 2019. Επίσης, το μέσο μηνιαίο υπόλοιπο της τραπεζικής χρηματοδότησης χωρίς καθορισμένη διάρκεια (δηλ. των πιστωτικών γραμμών και άλλων διευκολύνσεων) προς τις ΜΧΕ μειώθηκε το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2021 έναντι του 2020 (Ιαν.-Δεκ.) κατά 16,1%.
Τέλος, ο ετήσιος ρυθμός μείωσης των τραπεζικών πιστώσεων προς τα νοικοκυριά διατηρήθηκε ουσιαστικά αμετάβλητος τους πρώτους δέκα μήνες του 2021. Υπενθυμίζεται ότι ο εν λόγω ρυθμός υπολογίζεται με βάση την καθαρή ροή τραπεζικής χρηματοδότησης των τελευταίων δώδεκα μηνών. Πάντως, οι ακαθάριστες ροές δανείων καθορισμένης διάρκειας προς νοικοκυριά (όπως καταγράφονται στα δανειακά ποσά των νέων δανειακών συμβάσεων), σε μέση μηνιαία βάση, υποδηλώνουν αύξηση των νέων δανείων προς τα νοικοκυριά κατά μέσο όρο το 2021 σε σχέση με το μηνιαίο μέσο όρο του 2020.
Γιατί “φρέναρε” η χρηματοδότηση
Σύμφωνα με την ΤτΕ, η ακαθάριστη ροή τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις (εκτός των χρηματοπιστωτικών) περιορίστηκε σημαντικά σε μέση μηνιαία βάση το 2021 σε σύγκριση με το 2020. Σημειώνεται ότι η ακαθάριστη ροή νέων τραπεζικών δανείων αντιπροσωπεύει τα ποσά που συνομολογούνται στις νέες συμβάσεις τραπεζικών δανείων σε ευρώ σε μηνιαία βάση.
Αυτό αντανακλά εξομάλυνση της ζήτησης για τραπεζική πίστη, επειδή οι επιχειρήσεις αφενός είχαν αντλήσει ικανά δανειακά κεφάλαια και είχαν σχηματίσει αποθέματα ρευστότητας ήδη το 2020 και αφετέρου δεν αναγκάστηκαν κατά το 2021 να περιορίσουν στην ίδια έκταση ή και να διακόψουν εντελώς τις δραστηριότητές τους λόγω της πανδημίας, όπως είχε συμβεί αρχικά το 2020. Αυτό είχε ως συνέπεια τα έξοδά τους να μπορούν πλέον να καλυφθούν σε μεγαλύτερο βαθμό από τα έσοδά τους, που έχουν ανακάμψει.
Η ΤτΕ σημειώνει εξάλλου, ότι πολλοί από τους παράγοντες που στήριξαν τη σημαντική άνοδο της προσφοράς τραπεζικών πιστώσεων κατά το 2020, όπως τα νομισματικά και εποπτικά μέτρα που θέσπισε η ΕΚΤ και η αυξημένη συγκέντρωση καταθέσεων από τις τράπεζες, εξακολούθησαν να ασκούν ευνοϊκή επίδραση στην πιστοδοτική δραστηριότητα των τραπεζών και κατά το 2021. Ωστόσο, τα προπου χρηματοδοτούνται με δημόσιους πόρους και στοχεύουν, επιμερίζοντας τον πιστωτικό κίνδυνο, στην απευθείας παροχή κινήτρων προς τις τράπεζες προκειμένου να χορηγήσουν πιστώσεις προς επιχειρήσεις είχαν κατά το 2021 μικρότερο μέγεθος από ό,τι το 2020.
Αυτό είναι εύλογο, δεδομένου ότι τα περισσότερα από τα εν λόγω προγράμματα προορίζονταν για την αντιμετώπιση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης που δημιουργήθηκε όταν ενέσκηψε η πανδημία και επιβλήθηκαν σε ευρεία κλίμακα περιοριστικά για την κινητικότητα υγειονομικά μέτρα. Και πάλι πάντως, κατά το εννεάμηνο του 2021 τα δάνεια που έλαβαν στήριξη μέσω των προγραμμάτων αντιστοιχούσαν σε άνω του 1/3 της συνολικής επιχειρηματικής πίστης.
Προγράμματα στις επιχειρήσεις μικρού και μεσαίου μεγέθους
Είναι αξιοσημείωτο ότι κατά το 2021 η στήριξη που παρέχουν τα κυριότερα προγράμματα επικεντρώνεται στις επιχειρήσεις μικρού και μεσαίου μεγέθους. Παράλληλα με αυτή την εξέλιξη, τα επιτόκια των τραπεζικών δανείων με προκαθορισμένη λήξη μειώθηκαν για τις επιχειρήσεις μικρού και μεσαίου μεγέθους, ενώ για τις μεγάλες επιχειρήσεις παρέμειναν αμετάβλητα.
Οι προοπτικές για την πιστωτική επέκταση είναι θετικές, δεδομένης της αναμενόμενης επιτάχυνσης του ΑΕΠ, των καθοδηγητικών ενδείξεων (forwardguidance) που έχουν ανακοινωθεί όσον αφορά την πιθανή μελλοντική εξέλιξη της κατεύθυνσης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής, αλλά και της στήριξης με δημόσιους πόρους μέσω του NextGenerationEU. Ανασταλτικός παράγοντας σε σχέση με τη δυνατότητα στήριξης της οικονομικής ανάπτυξης με τραπεζική χρηματοδότηση παραμένει η επίδραση των υφιστάμενων μη εξυπηρετούμενων δανείων στην πιστοδοτική συμπεριφορά των τραπεζών.
Τα βαθύτερα αίτια της υποχρηματοδότησης της οικονομίας
Από κει και πέρα, σε πρόσφατη έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ύστερα από έλεγχο που διενήργησε στον τραπεζικό κλάδο, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, σημειώνεται ότι, παρά τη σοβαρή δημοσιονομική εμπλοκή του Κράτους υπέρ των τραπεζών, εξακολουθούν να υφίστανται χαρακτηριστικές αποκλίσεις από τη χρηματοπιστωτική κανονικότητα. Τα ποσά χορηγηθέντων δανείων μέσα στο 2021,τελούν σε δυσαρμονία με τα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας, στα οποία πρέπει να συμπεριληφθούν και οι επενδυτικές ανάγκες της Χώρας.
Το γεγονός αυτό δικαιολογεί κατ’ αρχήν την περαιτέρω επέμβαση του Κράτους ως δημόσιας εξουσίας που επιδιώκει τον σκοπό δημοσίου συμφέροντος της πλήρους αποκατάστασης της χρηματοπιστωτικής κανονικότητας.
Υφίστανται τουλάχιστον τρία εξαιρετικού χαρακτήρα αίτια που εξηγούν τη μειωμένη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας από τις τράπεζες:
(i) τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια,
(ii) η λεγόμενη αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση, και
(iii) η ηθική χαλάρωση λόγω καθυστερήσεων στη ρευστοποίηση των εξασφαλίσεων των κόκκινων δανείων.
Πρώτον: Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια
Σύμφωνα με το Ελεγκτικό Συνέδριο, η φερεγγυότητα των τραπεζών, που ιδίως σημαίνει την ικανότητά τους να διασφαλίσουν στο ακέραιο τις καταθέσεις των πελατών τους – δηλαδή κατά βάση την αποταμίευση ιδιωτών – συνδέεται άμεσα με την κεφαλαιακή τους επάρκεια, που κι αυτή είναι η εγγύηση ότι ο καταθέτης χρημάτων στην τράπεζα θα έχει να λάβει το ποσό των καταθέσεών του σύμφωνα με τα συμφωνηθέντα, και κατά κανόνα όποτε το επιθυμήσει.
Τα δάνεια που συνάπτει μια τράπεζα είναι στοιχείο του ενεργητικού της, γιατί καταγράφονται ως δικαίωμα της τράπεζας να τα εισπράξει, σε αντίθεση με τις καταθέσεις που είναι στοιχείο του παθητικού της, γιατί στοιχειοθετούν υποχρέωση της τράπεζας να καταβάλει.
Όταν τα δάνεια που έχει συνάψει η τράπεζα παύουν να εξυπηρετούνται από τους οφειλέτες τους, τότε δεν είναι δυνατόν τα δάνεια αυτά να θεωρηθούν με την ίδια βεβαιότητα, όπως όταν εξυπηρετούνταν, ως στοιχείο του ενεργητικού τής τράπεζας, τουλάχιστον στο σύνολο του ποσού της οφειλής εκ του δανείου. Αν δεν πληρωθούν καθόλου κι αυτό είναι οριστικό πρόκειται περί ζημίας, γιατί η τράπεζα απώλεσε το ποσό που διέθεσε για το υπόλοιπο του δανείου αυτού.
Συνεπώς, πρέπει να συμπεριλάβει τη ζημία αυτή στον ισολογισμό της, μειώνοντας αντίστοιχα το ενεργητικό της. Αν τα δάνεια περιβάλλονται από αβεβαιότητα ως προς την πλήρη, τακτική αποπληρωμή τους, η τράπεζα πρέπει να υπολογίσει την πιθανότητα απωλειών στο συνολικό ποσό που αναμένει να εισπράξει. Οφείλει δε τότε να δεσμεύσει από τα κεφάλαιά της ως ασφάλεια για κάλυψη μελλοντικής ενδεχόμενης ζημίας ένα ποσό αντίστοιχο του κινδύνου μη εξυπηρέτησης του δανείου, με αναγκαία συνέπεια τα ίδια αυτής κεφάλαια, λόγω της δέσμευσης αυτής, να μην της είναι εξ ολοκλήρου διαθέσιμα.
Η συναρτώμενη με τα ανωτέρω ανωμαλία στην αποπληρωμή των δανείων δεν μπορεί να μην έχει επίδραση στην κεφαλαιακή επάρκεια της τράπεζας, δηλαδή, σε τελευταία ανάλυση, στη φερεγγυότητά της ως προς τους καταθέτες της. Η επισφάλεια του ενεργητικού της επηρεάζει τη σχέση αυτού με το παθητικό της, με βάση την οποία προκύπτει η κεφαλαιακή της επάρκεια. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια σημαίνουν ενδεχόμενο ζημιών, που αυτό πρέπει να υπολογισθεί και καταγραφεί στον ισολογισμό. Και αν αυτό συμβεί, ανατρέπεται η ισορροπία που αρχικά υπήρχε μεταξύ ενεργητικού και παθητικού της τράπεζας οπότε πρέπει εκ νέου να υπολογισθεί, με βάση τη νέα ισορροπία, η κεφαλαιακή της επάρκεια.
Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των μη εξυπηρετούμενων δανείων και των ποσών οφειλών προς την τράπεζα που συνδέονται με αυτά, τόσο ισχυρότερο είναι το βάρος της τράπεζας από προβλέψεις στον ισολογισμό της λόγω απώλειας εσόδων εκ τόκων ή εκ της μη αποπληρωμής του κεφαλαίου δανείων. Και επειδή υφίσταται μια αναγκαία αβεβαιότητα ως προς την πιθανότητα εξέλιξης της αποπληρωμής ενός μη εξυπηρετούμενου δανείου, ακόμη και αν έχουν προβλεφθεί ζημίες στον ισολογισμό εκ του λόγου αυτού, η αβεβαιότητα παραμένει ως προς το αν το ποσό των ζημιών που προβλέφθηκε στηρίζεται σε ρεαλιστικές προβλέψεις ή αν θα έπρεπε να είναι υψηλότερο.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στην Ελλάδα, αποκαλούμενα κόκκινα, ξεπέρασαν το ποσό των 100 δισ. ευρώ το 2016 για να περιοριστούν στη συνέχεια παραμένοντας πάντα σε πολύ υψηλό σημείο ως ποσοστό του ενεργητικού τους. Συγκριτικά με τις άλλες χώρες της ευρωζώνης, η Ελλάδα κινείται, παρά τις προσπάθειες, σε υψηλά ποσοστά, δοθέντος ότι, με μέσο όρο περί το 2,3% σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ελλάδα βρίσκεται ακόμη στο 18,4% του συνολικού χαρτοφυλακίου των δανείων.
Η κατάσταση αυτή είναι εύλογο να δημιουργεί στις τράπεζες επιφυλακτικότητα στη χορήγηση νέων δανείων. Ακόμη και αν διαθέτουν κεφάλαια προς μόχλευση, όμως, καθώς δεν μπορεί να είναι βέβαιες για τις ζημίες που θα υποστούν λόγω των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που παραμένουν σε υψηλό ποσοστό, δεν έχουν πλήρη εικόνα της οικονομικής τους κατάστασης, οπότε δεν είναι σε θέση να υπολογίσουν με ακρίβεια την κεφαλαιακή τους επάρκεια.
Δεύτερον: Η “αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση” των τραπεζών έναντι του Κράτους
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα (PSI) στην απομείωση του δημόσιου χρέους που συντελέστηκε το 2012 είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του ποσού που όφειλε το Δημόσιο στις τράπεζες ως κατόχους κρατικών ομολόγων κατά ένα ποσοστό της τάξεως του 75%. Αυτό, καταγραφόμενο ως ζημία, προκάλεσε τη μείωση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών με αποτέλεσμα να απαιτηθεί, προκειμένου να αποφευχθεί η συμμετοχή των καταθετών στις ζημίες (το λεγόμενο “κούρεμα” των καταθέσεων που θα συντελούνταν με μεταβολή των καταθέσεων σε άνευ αξίας μετοχές των τραπεζών), η ανακεφαλαιοποίηση με κρατική εμπλοκή των τραπεζών.
Για να αποφευχθεί η ανακεφαλαιοποίηση με άμεση διάθεση δημόσιου χρήματος, που θα επαύξανε το ήδη τότε εξαιρετικά υψηλό δημόσιο χρέος, συμφωνήθηκε με τους δανειστές της Ελλάδος να διατεθεί αντί χρήματος υπόσχεση του Κράτους προς τις τράπεζες, αποκαλούμενη αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση, να καλύψει σε βάθος χρόνου, και μέχρι 25 δισ. ευρώ, τις ζημίες τους από το PSI στη βάση του εξής πλέγματος εναλλακτικής ενίσχυσης: αν είχαν ζημίες αυτές θα μεταβάλλονταν σε μετοχές που θα αγόραζε το Κράτος διαθέτοντας έτσι κεφάλαιο στις τράπεζες, ενώ αν οι τράπεζες είχαν κέρδη δεν θα όφειλαν για τα κέρδη τους τον αναλογούντα φόρο.
Η υπόσχεση συμψηφισμού φόρου επί των κερδών ή κάλυψης ζημίας με συμμετοχή στο κεφάλαιο υλοποιείται σε δόσεις, που είναι ετήσιες και ισόποσες για χρονικό διάστημα 30 ετών. Επειδή όμως οι ζημίες των Τραπεζών δεν προήλθαν μόνον από τη μείωση της αξίας των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου που κατείχαν αλλά και από τα λεγόμενα “κόκκινα δάνεια” για την ύπαρξη των οποίων ανέλαβε μέρος της ευθύνης το Δημόσιο, προβλέφθηκε παραλλήλως έτερη αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση. Αυτή θα προέκυπτε είτε από διαγραφή ή συμφωνία ρύθμισης χρεών είτε από πώληση ή τιτλοποίηση δανείων ή μεταβίβασή τους σε άλλη νομική οντότητα.
Στην περίπτωση αυτή η προκύπτουσα διαφορά εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα της Τράπεζας σε 20 ετήσιες, ισόποσες δόσεις αρχής γενομένης από τη χρήση στην οποία διενεργήθηκε η διαγραφή ή η μεταβίβαση.
Οι ανωτέρω υποσχέσεις του Δημοσίου είναι ικανές να οδηγήσουν τις τράπεζες ενώπιον ενός διλήμματος. Αν επιθυμούν να αποφύγουν τις ζημίες που θα συνεπήγοντο αλλοίωση στην κατανομή του μετοχικού τους κεφαλαίου, καθώς θα εκδίδονταν νέες μετοχές με δικαιούχο το Δημόσιο οπότε θα υποβαθμιζόταν η συμμετοχή των παλαιών μετόχων ,τότε πρέπει να ακολουθούν μια πολιτική που θα περιορίζει στο ελάχιστο το ενδεχόμενο ζημιών, άρα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές στην ανάληψη δανειοδοτικών κινδύνων.
Πρέπει επομένως να επιδιώκουν κέρδη από βέβαιες πηγές κερδοφορίας, γι’ αυτό την όποια ρευστότητα διαθέτουν, οδηγούνται να την επενδύουν έτσι ώστε να επωφελούνται με βεβαιότητα από την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση. Καθώς τα κέρδη των τραπεζών μέχρι του ποσού της ετήσιας, ισόποσης δόσης δεν φορολογούνται, λόγω ακριβώς της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης, το ποσό που θα κατεβάλλετο ως φόρος παραμένει στην τράπεζα αυξάνοντας έτσι τα κεφάλαια αυτής.
Τρίτον: Η ηθική χαλάρωση λόγω καθυστερήσεων στη ρευστοποίηση των εξασφαλίσεων δανείων
Σύμφωνα με το Ελεγκτικό Συνέδριο, η μεγάλη δημοσιονομική κρίση προκάλεσε την πτώχευση επιχειρήσεων και την απώλεια εισοδημάτων των ιδιωτών οφειλετών λόγω της αύξησης της ανεργίας ή των περικοπών των μισθών.
Η πολιτεία φρόντισε να προστατευθεί από τον πλειστηριασμό η κυρία κατοικία των οφειλετών όταν αυτή είχε υποθηκευθεί λόγω δανειοδότησης που δεν εξυπηρετούνταν. Όμως, μαζί με όσους είχαν πράγματι ανάγκη προστασίας, καθώς λόγω μείωσης των εισοδημάτων τους οφειλόμενης στην κρίση αδυνατούσαν πράγματι να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους, βρέθηκε να επωφελείται και μια άλλη κατηγορία οφειλετών, οι αποκληθέντες “στρατηγικοί κακοπληρωτές”, που, αν και μπορούσαν, εντούτοις, αξιοποιώντας ιδίως τις δικονομικές δυνατότητες και τις συναφείς καθυστερήσεις, δεν πλήρωναν τις δόσεις των δανείων τους.
Η αδυναμία έγκαιρης διάκρισης των “στρατηγικών κακοπληρωτών” από τους πράγματι αδυνατούντες να εξυπηρετούν το δάνειό τους σε συνδυασμό με την ανάγκη προστασίας της κατοικίας είναι ικανή να επιτείνει την επιφυλακτικότητα των τραπεζών να χορηγήσουν νέα δάνεια. Στην εκτίμηση των κινδύνων που εγκυμονεί εξ ορισμού η χορήγηση νέων δανείων εισήλθε πλέον ο κίνδυνος της αδυναμίας ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων μη αποπληρωμής των δανείων. Έτσι, οι τράπεζες βρίσκονται σε κατάσταση όπου μια επιπλέον δυσχέρεια τις εμποδίζει να χορηγήσουν δάνεια χωρίς συνεκτίμηση και του ιδιαίτερου αυτού κινδύνου.