Οι συνθήκες στην αγορά είναι ιδανικές: οι τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου έχουν σκαρφαλώσει, ο Μπάιντεν έχει δώσει πράσινο φως για να αυξηθεί η παραγωγή και η Ευρώπη θέλει να απεξαρτηθεί από το ρωσικό πετρέλαιο.
Ωστόσο, οι περισσότερες αμερικανικές πετρελαϊκές δεν έχουν κάποια κίνηση για να ανοιχτούν προς την αγορά της Ευρώπης.
Αντίθετα, η παραγωγή πετρελαίου των ΗΠΑ παραμένει σταθερή και δεν θεωρείται πιθανό ότι θα αυξηθεί τα επόμενα δύο χρόνια.
Έτσι, αν η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφασίσει ένα εμπάργκο στη ρωσική ενέργεια, δεν θα μπορέσει να την αντικαταστήσει με καύσιμα από τις ΗΠΑ σύντομα.
Συγκεκριμένα, η αμερικανική παραγωγή πετρελαίου έχει αυξηθεί λιγότερο από 2% από τον Δεκέμβριο, στα 11,8 εκατ. βαρέλια την ημέρα και παραμένει πολύ πιο χαμηλά από το ρεκόρ των 13,1 εκατ. βαρελιών την ημέρα του Μαρτίου του 2020, λίγο πριν η πανδημία παραλύσει την παγκόσμια οικονομία.
Σύμφωνα με κυβερνητικές προβλέψεις, η αμερικανική παραγωγή πετρελαίου θα κυμανθεί κατά μέσο όρο στα 12 εκατ. βαρέλια την ημέρα για φέτος και θα αυξηθεί κατά ένα εκατομμύριο το 2023.
Στον αντίποδα, η Ευρώπη εισάγει σχεδόν 4 εκατ. βαρέλια από ρωσικό πετρέλαιο την ημέρα.
Ο λόγος που οι ΗΠΑ δεν αυξάνουν την παραγωγή είναι επειδή οι εταιρείες ενέργειας και οι επενδυτές της Wall Street δεν είναι σίγουροι ότι οι τιμές θα παραμείνουν υψηλές για αρκετό χρονικό διάστημα, έτσι ώστε να έχουν κέρδος σε περίπτωση που προχωρήσουν σε νέες γεωτρήσεις.
Παραμένει ακόμα ζωντανή και η πικρή ανάμνηση της πανδημίας όταν οι τιμές πετρελαίου έπεσαν στα τάρταρα, αναγκάζοντας πολλές εταιρείες να απολύσουν εργαζομένους, να κλείσουν γεωτρήσεις και εργοστάσια, ακόμα και να χρεοκοπήσουν.
Ένας άλλος λόγος είναι η έλλειψη σε εργαζομένους και άμμο, η οποία χρησιμοποιείται για την εξαγωγή πετρελαίου από πέτρες σε σχιστολιθικά πεδία.
Ο κύριος λόγος, βέβαια, είναι ότι οι επενδυτες δεν θέλουν οι εταιρείες να παράγουν περισσότερο πετρέλαιο, οδηγώντας έτσι σε μια πτώση της τιμής.
Οι αμερικανικές εταιρείες χρειάζονται η τιμή του πετρελαίου να βρίσκεται στα 56 δολάρια το βαρέλι για να έχουν επιστροφή στα χρήματα που ξόδεψαν για την εξόρυξή του.
Κάποιοι, όμως, φοβούνται ότι η τιμή του βαρελιού μπορεί να πέσει στα 50 δολάρια το βαρέλι στο τέλος του χρόνου.
Ο φόβος από την εμπειρία της πανδημίας είναι ακόμα υπαρκτός.
Οι επενδυτές δηλώνουν ότι αν ήταν σίγουροι ότι οι τιμές θα έμεναν στα 75 δολάρια ανά βαρέλι για πάνω από τρία χρόνια, τότε θα υπήρχε αύξηση στην παραγωγή.
Οι ΗΠΑ δεν είναι μόνες σε αυτό. Οι χώρες του ΟΠΕΚ, επίσης, διατηρούν την ίδια συντηρητική πολιτική για την αύξηση της παραγωγής, παρά τα προβλήματα που έχει προκαλέσει ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Αυτός ο δισταγμός έρχεται σε αντίθεση με τον τρόπο που συνήθως συμπεριφέρεται η βιομηχανία του πετρελαίου όταν ανεβαίνουν οι τιμές.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, οι πετρελαϊκές απαντούσαν με αύξηση επενδύσεων και παραγωγής στις υψηλές τιμές.
Αυτό συνέβη και στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και κατά την οικονομική κρίση του 2008.
Όμως, κάθε φορά που η τιμή έφτανε στα ύψη ακολουθούσε και η «βουτιά» – αυτό έχει συμβεί τρεις φορές τα τελευταία 14 χρόνια, με αποκορύφωμα τον μηδενισμό της τιμής πριν δύο χρόνια.
Οι επενδυτές και οι αξιωματούχοι της βιομηχανίας της ενέργειας αναφέρουν διάφορους παράγοντες χάρη στους οποίους θα μπορούσε να πέσει η τιμή, όπως μια ήττα της Ρωσίας στον πόλεμο, μια νέα πυρηνική συμφωνία με το Ιράν και η κατάσταση με τα lockdowns στην Κίνα.
Υποστηρίζουν, επίσης, ότι ξοδεύουν πολλά χρήματα για νέες παραγωγές φυσικού αερίου και πετρελαίου, αλλά ο πληθωρισμός υπονομεύει την προσπάθεια τους.
Το κόστος της αναζήτησης και παραγωγής αναμένεται να αυξηθεί κατά 20% φέτος, με τα 2/3 αυτής της αύξησης να οφείλονται στις υψηλότερες τιμές για εργασία, υλικά και υπηρεσίες.
Παράλληλα, το ενδιαφέρον των επενδυτών της Wall Street έχει απομακρυνθεί από το πετρέλαιο και τα ορυκτά καύσιμα.
Αυτό δεν οφείλεται σε περιβαλλοντικούς λόγους, απλά πολλοί θεωρούν ότι η αύξηση των τιμών θα είναι βραχύβια.
Τέλος, η κυβέρνηση των ΗΠΑ δίνει και διπλά μηνύματα για το πετρέλαιο, καθώς από τη μια ζητάει τον περιορισμό της χρήσης του και μια μετάβαση στην «πράσινη» ενέργεια, από την άλλη απαιτεί την αύξηση της παραγωγής.
Το σίγουρο είναι ότι η δυνατότητα υπάρχει. Όχι, όμως, και η θέληση.