Στον παγκόσμιο ανταγωνισμό για τις κρίσιμες πρώτες ύλες, το γάλλιο έχει αναδειχθεί σε δοκιμασία βιομηχανικής κυριαρχίας. Το ελαφρύ μέταλλο, απαραίτητο για ημιαγωγούς, LED φωτισμό και αμυντικές τεχνολογίες, βρίσκεται σε ελάχιστες ποσότητες σε κοιτάσματα βωξίτη και ψευδαργύρου – όμως σχεδόν όλη η παγκόσμια παραγωγή του ελέγχεται από την Κίνα, σημειώνει το Euractiv.
Για χρόνια, η Ευρώπη στηριζόταν στις ανοιχτές αγορές και στις εισαγωγές, για να τροφοδοτήσει τη βιομηχανία της. Όμως, όταν το Πεκίνο επέβαλε περιορισμούς στις εξαγωγές το 2023, οι τιμές εκτοξεύθηκαν και η Ευρωπαϊκή Ένωση συνειδητοποίησε ξαφνικά, ότι κινδυνεύει να χάσει την πρόσβαση σε ένα μέταλλο που σχεδόν δεν παράγει – αλλά χρειάζεται ζωτικά.
Σήμερα, καθώς η Κίνα χαλαρώνει προσωρινά την απαγόρευση των εξαγωγών προς τις Ηνωμένες Πολιτείες – διατηρώντας όμως τα καθεστώτα αδειοδότησης – η Ευρώπη παραμένει εκτεθειμένη. Το Πεκίνο εξακολουθεί να λειτουργεί ως «φύλακας» των κρίσιμων υλικών, ρυθμίζοντας την πρόσβαση ως εργαλείο οικονομικής διπλωματίας. Για τις Βρυξέλλες, η κίνηση θεωρείται περισσότερο προειδοποίηση παρά ένδειξη σταθερότητας.
Η στρατηγική κίνηση της Metlen στην Ελλάδα
Η καμπή για την Ευρώπη ίσως ξεκίνησε από τη Βοιωτία. Στις αρχές του έτους, η Metlen ανακοίνωσε ένα από τα σημαντικότερα βιομηχανικά έργα της Ευρώπης τα τελευταία χρόνια: επένδυση ύψους 295,5 εκατ. ευρώ στο εργοστάσιο «Αλουμίνιο της Ελλάδος», με στόχο την αύξηση παραγωγής αλουμίνας και την ενσωμάτωση παραγωγής γαλλίου.
Το έργο προβλέπει ετήσια παραγωγική δυναμικότητα 1,265 εκατ. τόνων αλουμίνας και περίπου 50 τόνων γαλλίου – ποσότητα που μπορεί να καλύψει ολόκληρη τη ζήτηση της Ευρώπης. Περιλαμβάνει επίσης νέα ορυχεία βωξίτη, εκσυγχρονισμό των διυλιστηρίων και αναβάθμιση των λιμενικών και ενεργειακών υποδομών.
Σε δήλωσή του στο S&P Global, ο Δημήτρης Στεφανίδης, γενικός διευθυντής Μεταλλουργίας της Metlen, χαρακτήρισε το έργο «προληπτικό βήμα για τη μείωση των κινδύνων στην εφοδιαστική αλυσίδα και την ενίσχυση της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης». Όπως επισήμανε, η ΕΕ εισάγει σήμερα περίπου το 90% του γαλλίου που χρειάζεται, ενώ η ελληνική παραγωγή «μπορεί να επιτρέψει την πλήρη υποκατάσταση αυτών των εισαγωγών, προσφέροντας σταθερή και ασφαλή τροφοδοσία στη βιομηχανία».
Το έργο έχει ήδη αναγνωριστεί ως Στρατηγικό υπό τον Κανονισμό για τις Κρίσιμες Πρώτες Ύλες (CRMA) και έχει λάβει το Ευρωπαϊκό Sovereignty Seal της Κομισιόν — δείχνοντας πώς η βιομηχανική κυριαρχία μπορεί να πάρει υλική μορφή. Η δημιουργία παραγωγής γαλλίου σε ευρωπαϊκό έδαφος μπορεί να αποτελέσει υπόδειγμα για το πώς η «στρατηγική αυτονομία» μετατρέπεται από σύνθημα σε παραγωγή. Παράλληλα, αναβαθμίζει την Ελλάδα — επί δεκαετίες περιφερειακό παίκτη — σε κρίσιμο κόμβο της ευρωπαϊκής βιομηχανικής αναγέννησης.
Ο παγκόσμιος αγώνας επιταχύνεται
Σε άλλες περιοχές του κόσμου, η κούρσα εντείνεται. Στην Αυστραλία, η Alcoa προχωρά σε μονάδα παραγωγής γαλλίου, με συγχρηματοδότηση από τις κυβερνήσεις ΗΠΑ και Αυστραλίας. Σύμφωνα με τα σχέδια, θα καλύψει έως και το 10% της παγκόσμιας ζήτησης. Η αμερικανική Export-Import Bank έχει ήδη διαθέσει δισεκατομμύρια για έργα κρίσιμων πρώτων υλών, αντιμετωπίζοντάς τες ως ζητήματα εθνικής ασφάλειας.
Την ίδια στιγμή, η Κίνα παγιώνει την πρωτοκαθεδρία της. Ανάλυση του CSIS έδειξε ότι δεν ελέγχει μόνο την παραγωγή γαλλίου, αλλά και την τεχνολογία που το εξορύσσει φθηνότερα και αποδοτικότερα. Οι ιδιόκτητες μέθοδοι ραφιναρίσματος με ρητίνη παραμένουν απρόσιτες στη Δύση, επιτρέποντας στο Πεκίνο να διαμορφώνει τις συνθήκες της αγοράς. Το CSIS προειδοποιεί ότι «οι αγορές από μόνες τους δεν μπορούν να σπάσουν την κινεζική κυριαρχία», καλώντας τις συμμαχικές οικονομίες να επενδύσουν σε βιομηχανική παραγωγή, ανακύκλωση και στρατηγικά αποθέματα.
Το στενό παράθυρο της Ευρώπης
Η ευρωπαϊκή αντίδραση παραμένει συγκρατημένη. Παρά τις φιλοδοξίες του CRMA, τα περισσότερα εγκεκριμένα έργα βρίσκονται ακόμα σε αρχικά στάδια, ενώ η χρηματοδότηση υστερεί σε σχέση με τον πολιτικό στόχο. Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Κοινοβουλευτικής Έρευνας επισημαίνει ότι ο CRMA «δεν δημιουργεί νέα χρηματοδότηση» και βασίζεται σε υπάρχοντα προγράμματα που δεν καλύπτουν τον υψηλό κίνδυνο εξόρυξης και επεξεργασίας.
Το Jacques Delors Centre προειδοποιεί ότι τα σημερινά εργαλεία «υστερούν σε ταχύτητα και κλίμακα», ενώ οι βιομηχανικές εκτιμήσεις αναφέρουν ήδη καθυστερήσεις στην εξόρυξη και ανεπαρκείς μονάδες επεξεργασίας, υπονομεύοντας την ενεργειακή και βιομηχανική αυτονομία της ΕΕ. Ο επικεφαλής του EIT RawMaterials εκτιμά ότι μόνο για την εξερεύνηση απαιτούνται άνω των 10 δισ. ευρώ – ποσό πολλαπλάσιο από τα διαθέσιμα σήμερα.
Η προσωρινή χαλάρωση της κινεζικής απαγόρευσης για τις ΗΠΑ δεν πρέπει να καθησυχάσει την Ευρώπη. Η πρόσβαση μπορεί να περιοριστεί ξανά από τη μια μέρα στην άλλη, ενώ η μεταβλητότητα των τιμών παραμένει υψηλή. Για να επιτύχει τους στόχους αυτάρκειας έως το 2030, η ΕΕ θα χρειαστεί δεκάδες έργα σε εξόρυξη, επεξεργασία και ανακύκλωση. Όπως επισημαίνει ο Στεφανίδης, οι βιομηχανίες αλουμινίου και κρίσιμων μετάλλων πρέπει να «παραμείνουν ανθεκτικές απέναντι στις πιέσεις της αγοράς».
Καθώς οι ΗΠΑ επιταχύνουν και η Κίνα ρυθμίζει μεθοδικά την ισχύ της, το πρώτο εργοστάσιο γαλλίου στην Ευρώπη αποτελεί ταυτόχρονα ορόσημο και προειδοποίηση. Η ικανότητα της ΕΕ – και της Ελλάδας – να μετατρέψουν τη στρατηγική αυτονομία σε πραγματική παραγωγική ισχύ θα κρίνει αν η ήπειρος θα ηγηθεί της επόμενης βιομηχανικής εποχής ή αν θα παρακολουθεί να συμβαίνει αλλού.