Μοναδική ευκαιρία για την ανάπτυξη της χώρας είναι η δημιουργία αμυντικής βιομηχανίας που θα της επιτρέψει να μετέχει σε σχήματα συμπαραγωγής, να αποκτήσει αυτάρκεια και να ενισχύσει τις εξαγωγές σημείωσε ο διοικητής της ΤτΕ κ. Γιάννης Σουρνάρας κατά την ομιλία του στην 92η ετήσια τακτική γενική συνέλευση της Τράπεζας της Ελλάδος . Ο ίδιος τόνισε την ανάγκη για περαιτερω διεύρυνση της φορολογικής βάσης και την επανεξέταση των φοροαπαλλαγών ώστε να καταστεί πιο αποτελεσματική η φορολογική δικαιοσύνη στη χώρα. Τόνισε δε την ανάγκη βελτίωσης θεμάτων Δικαιοσύνης, στοιχείο το οποίο δυσκολεύει την προσέλκυση διεθνών επενδύσεων.

Για τους δασμούς Τραμπ

Στον απόηχο των δασμών Τραμπ, όπως τόνισε η Ελλάδα, αν και έχει μικρή εξάρτηση από τις ΗΠΑ και επομένως αναμένεται να έχει περιορισμένες άμεσες επιπτώσεις από την αύξηση δασμών, ενδέχεται να επηρεαστεί έμμεσα, καθώς μια συνολική επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου μπορεί να μειώσει τη ζήτηση για ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες και να περιορίσει τις προοπτικές ανάπτυξης. Τέλος, η αυξημένη αβεβαιότητα στις αγορές λειτουργεί αποτρεπτικά για τις επενδύσεις, καθώς οι επιχειρήσεις αποφεύγουν να αναλάβουν κινδύνους σε ένα ασταθές περιβάλλον.

Οι εξελίξεις αυτές απαιτούν από τις κυβερνήσεις προσαρμογή των στρατηγικών τους, ώστε να ενισχύσουν την ανθεκτικότητα των οικονομιών τους απέναντι στις νέες συνθήκες. Για την Ελλάδα, η απάντηση σε αυτές τις προκλήσεις βρίσκεται στη συνέχιση της αξιόπιστης δημοσιονομικής πολιτικής, την προσέλκυση επενδύσεων και την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων με στόχο την ενίσχυση της παραγωγικότητας, την προώθηση της καινοτομίας και τη στροφή προς ένα περισσότερο βιώσιμο αναπτυξιακό υπόδειγμα, το οποίο θα βασίζεται στη διαφοροποίηση της παραγωγικής βάσης και στην ανάπτυξη νέων τομέων με υψηλή προστιθέμενη αξία.

Η ποσοτικοποίηση των επιπτώσεων ενός εμπορικού πολέμου είναι μια εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία, καθώς εξαρτάται από παράγοντες όπως η διάρκεια και η ένταση των μέτρων και αντίμετρων, οι χώρες που εμπλέκονται και η ικανότητα των οικονομιών να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες.

Για την ελληνική οικονομία

Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να επιδεικνύει ισχυρή ανθεκτικότητα και να καταγράφει θετικές επιδόσεις. Το 2024 ο ρυθμός ανάπτυξης διαμορφώθηκε στο 2,3%, παραμένοντας στα ίδια επίπεδα σε σχέση με το προηγούμενο έτος και αισθητά υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στην ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας συνέβαλαν κυρίως η ιδιωτική κατανάλωση, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές υπηρεσιών.

Ειδική αναφορά αξίζει να γίνει στον τομέα των επενδύσεων, ο οποίος παρουσιάζει ισχυρή δυναμική τα τελευταία χρόνια. Από το 2019 και μετά, οι επενδύσεις σημειώνουν σταθερή άνοδο, καλύπτοντας μέρος του σημαντικού επενδυτικού κενού που είχε δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους. Η συμβολή τους στον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης υπερβαίνει σημαντικά το μέσο όρο της ευρωζώνης, φθάνοντας μεταπανδημικά κατά μέσο όρο τις 1,6 ποσοστιαίες μονάδες (ποσ. μον.), έναντι μόλις 0,3 ποσ. μον. στην ευρωζώνη. Ιδιαίτερη σημασία δεν έχει μόνο ο όγκος, αλλά και η ποιοτική αναβάθμιση της σύνθεσης των επενδύσεων. Πριν από την κρίση χρέους, σχεδόν οι μισές ιδιωτικές επενδύσεις αφορούσαν την κατασκευή κατοικιών, ενώ οι παραγωγικές επενδύσεις παρέμεναν ανεπαρκείς, περιορίζοντας τις προοπτικές μακροπρόθεσμης ανάπτυξης. Σήμερα όμως η εικόνα έχει αντιστραφεί: περίπου τα 4/5 των ιδιωτικών επενδύσεων κατευθύνονται σε παραγωγικό κεφάλαιο και το υπόλοιπο 1/5 σε κατοικίες. Εφόσον αυτή η τάση διατηρηθεί και συνοδευθεί από περαιτέρω αύξηση του όγκου των συνολικών επενδύσεων, μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά στην αναδιάρθρωση του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας.

Ο γενικός πληθωρισμός υποχώρησε περαιτέρω το 2024, φθάνοντας στο 3%. Παρ’ όλα αυτά, παρέμεινε υψηλότερος από το μέσο όρο της ευρωζώνης, κυρίως λόγω του επίμονου πληθωρισμού στις υπηρεσίες, που εμπόδισε την ταχύτερη αποκλιμάκωσή του. Ο πυρήνας του πληθωρισμού άρχισε να αποκλιμακώνεται, για πρώτη φορά μετά από δύο χρόνια, καθώς ο ρυθμός αύξησης των τιμών στα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά επιβραδύνθηκε αισθητά.

Η αγορά εργασίας συνέχισε τη θετική της δυναμική και το 2024, με την ανεργία να υποχωρεί περαιτέρω στο 10,1% και τη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό να ενισχύεται. Παρά τη βελτίωση αυτή, η αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από εντεινόμενη πλέον στενότητα σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν. Πολλές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν αυξανόμενες δυσκολίες στην κάλυψη των αναγκών τους σε προσωπικό – ακόμη και μετά τη σημαντική αύξηση των μισθών που καταγράφηκε το 2024.

Η αύξηση μάλιστα των αποδοχών των εργαζομένων το 2024 ήταν σημαντικά υψηλότερη σε σχέση με το 2023, ενισχύοντας ουσιαστικά το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Πιο συγκεκριμένα, οι συνολικές αμοιβές από εξαρτημένη εργασία αυξήθηκαν με ρυθμό 7,4%, ενώ οι αμοιβές ανά μισθωτό κατέγραψαν άνοδο της τάξεως του 6%. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν τρεις βασικοί παράγοντες: (1) η αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, (2) η επαναφορά των επιδομάτων προϋπηρεσίας (τριετιών) για τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα και (3) η περαιτέρω αύξηση του κατώτατου μισθού.

Μετά την πρόοδο των τελευταίων ετών, η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας εμφάνισε μικρή επιδείνωση το 2024. Η επιδείνωση αυτή σχετίζεται με την ανατίμηση του ευρώ, η οποία επέδρασε αρνητικά στην ανταγωνιστικότητα ως προς τις σχετικές τιμές. Παράλληλα όμως, η ανταγωνιστικότητα ως προς το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος επηρεάστηκε αρνητικά από δύο παράγοντες: αφενός τη χαμηλότερη αύξηση των μισθών στην υπόλοιπη ευρωζώνη και αφετέρου τη μεγαλύτερη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στις περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες σε σύγκριση με την Ελλάδα. Όσον αφορά τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, η θέση της χώρας παρέμεινε ουσιαστικά στάσιμη στους συναφείς σύνθετους δείκτες. Η υστέρηση σε κρίσιμους τομείς – όπως ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η καινοτομία και οι παραγωγικές επενδύσεις – συνεχίζει να αποτελεί τροχοπέδη για τη βελτίωση της κατάταξης της Ελλάδος στους διεθνείς δείκτες ανταγωνιστικότητας.

Επιδείνωση κατέγραψε και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, με το έλλειμμα να διευρύνεται στο 6,4% του ΑΕΠ.

Αντίθετα, οι ξένες άμεσες επενδύσεις σημείωσαν σημαντική άνοδο το 2024, αγγίζοντας τα €6 δισεκ. (ή περίπου 2,5% του ΑΕΠ). Πρόκειται για το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας εικοσαετίας. Συνολικά, η ενίσχυση των ξένων άμεσων επενδύσεων αντανακλά τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος μετά τις πρόσφατες αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας, αλλά και την ολοκλήρωση έργων αποκρατικοποιήσεων.
Προβλέψεις

Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να διατηρηθεί στο 2,3% και το 2025 – επίπεδο πολύ υψηλότερο από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να αποτελούν τις κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης, ενώ η συμβολή του εξωτερικού τομέα εκτιμάται ότι θα είναι ουδέτερη. Η συνεχιζόμενη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας θα συνοδευθεί από μια μικρή περαιτέρω αποκλιμάκωση της ανεργίας στο 9,9%.

Ο γενικός πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει ελαφρώς το 2025 στο 2,9%, ενώ ο δομικός πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα παραμείνει σταθερός. Ανοδική πίεση στις τιμές θα προέλθει κυρίως από την επιστροφή του ενεργειακού πληθωρισμού σε θετικά επίπεδα, καθώς και από την αναμενόμενη αύξηση του πληθωρισμού των υπηρεσιών. Αντίθετα, αποκλιμάκωση προβλέπεται στον πληθωρισμό των ειδών διατροφής και των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών.

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών προβλέπεται να βελτιωθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ, παραμένοντας ωστόσο σε υψηλό επίπεδο.

Τα δημοσιονομικά μεγέθη εκτιμάται ότι θα παραμείνουν σε υγιή επίπεδα και το 2025. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί στο 2,6% του ΑΕΠ. Παράλληλα, το δημόσιο χρέος προβλέπεται να συνεχίσει την πτωτική του πορεία, φθάνοντας στο 144,4% του ΑΕΠ.

Η νομισματική πολιτική το 2025 αναμένεται να γίνει σταδιακά λιγότερο περιοριστική, καθώς τα επιτόκια πολιτικής θα συνεχίσουν να μειώνονται. Ο πληθωρισμός σε επίπεδο ευρωζώνης έχει πλέον προσεγγίσει σημαντικά το στόχο του 2% και οι προβλέψεις της ΕΚΤ δείχνουν ότι η τάση αυτή είναι διατηρήσιμη και συμβατή με τη σταθερότητα των τιμών. Σε κάθε περίπτωση, η ΕΚΤ παραμένει επιφυλακτική, επισημαίνοντας ότι οι αποφάσεις της θα εξακολουθήσουν να βασίζονται στα εκάστοτε διαθέσιμα δεδομένα και στην πορεία του πληθωρισμού, διασφαλίζοντας την ομαλή προσαρμογή της οικονομίας της ευρωζώνης στη νέα νομισματική πραγματικότητα.

Προειδοποιήσεις στην έκθεση ΤτΕ

Πιθανές διαταράξεις στην αντιπληθωριστική προσπάθεια των κεντρικών τραπεζών ενδέχεται να επιβραδύνουν ή και να αναστείλουν τον κύκλο μείωσης των επιτοκίων, επιδεινώνοντας τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές συνθήκες και την αναπτυξιακή δυναμική και επιτείνοντας την αβεβαιότητα αναφέρει η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για το 2024.

Το 2024 ξεκίνησε η διαδικασία ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής, με τη σταδιακή μείωση των βασικών επιτοκίων από πολλές κεντρικές τράπεζες. Ωστόσο, η χάραξη νομισματικής πολιτικής το 2025 έχει να αντιμετωπίσει ένα περιβάλλον αυξημένης πολυπλοκότητας, λόγω των διαφοροποιημένων εξελίξεων στον πληθωρισμό και την ανάπτυξη μεταξύ των χωρών.

Οι κεντρικές τράπεζες καλούνται να διαχειριστούν τις επιπτώσεις των εμπορικών εντάσεων και των δασμών στις τιμές της ενέργειας και των αγαθών.

Τυχόν αυξανόμενη διαφοροποίηση της νομισματικής πολιτικής μεταξύ των μεγάλων οικονομιών μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές προσαρμογές στις συναλλαγματικές ισοτιμίες και τη διεθνή ροή κεφαλαίων. Ταυτόχρονα, μια παρατεταμένη περιοριστική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής θα μπορούσε να πλήξει ευάλωτους τομείς της οικονομίας αναφέρει η έκθεση του διοικητή της ΤτΕ, Γιάννη Στουρνάρα.

Σε αυτό το σύνθετο περιβάλλον, καθίσταται κρίσιμη η διασφάλιση της αξιοπιστίας της νομισματικής πολιτικής, διατηρώντας παράλληλα την απαραίτητη ευελιξία και ετοιμότητα για έγκαιρη προσαρμογή της κατεύθυνσής της, με στόχο τη μείωση της αβεβαιότητας και την ενίσχυση της οικονομικής σταθερότητας. Σε ένα περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να επιδεικνύει ισχυρή ανθεκτικότητα και θετικές επιδόσεις.

Η παγκόσμια οικονομία κατέγραψε το 2024 ήπια επιβράδυνση της ανάπτυξης και αποκλιμάκωση του πληθωρισμού.

Η παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα παρέμεινε ανθεκτική, παρά την περιοριστική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής και τις γεωπολιτικές εντάσεις, ενώ οι αγορές εργασίας στις περισσότερες οικονομίες διατηρήθηκαν ισχυρές, στηρίζοντας την εγχώρια ζήτηση αναφέρει η έκθεση Νομισματικής Πολιτικής της ΤτΕ .

Συνολικά, η πορεία της παγκόσμιας οικονομίας το 2024 ήταν καλύτερη από τις αρχικές εκτιμήσεις και αποφεύχθηκαν έντονες υφέσεις στις μεγαλύτερες οικονομίες. Παρ’ όλα αυτά, η παγκόσμια οικονομία φαίνεται ότι εισέρχεται σε μια περίοδο εντεινόμενης αβεβαιότητας, με βασικούς συντελεστές τις γεωπολιτικές εντάσεις και την άνοδο του εμπορικού προστατευτισμού.

Η νομισματική πολιτική αποδείχθηκε αποτελεσματική στον περιορισμό των πληθωριστικών πιέσεων, ωστόσο το 2025 οι κεντρικές τράπεζες αντιμετωπίζουν αυξημένες προκλήσεις. Η περιοριστική νομισματική πολιτική των τελευταίων ετών συνέβαλε καθοριστικά στη σταθεροποίηση των πληθωριστικών προσδοκιών και στη σταδιακή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, χωρίς σημαντική άνοδο της ανεργίας, ενώ τα αρνητικά σενάρια ύφεσης δεν επαληθεύθηκαν.

Η ανάπτυξη του ΑΕΠ

Ο ρυθμός ανάπτυξης παραμένει σταθερά υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενισχύοντας τη διαδικασία πραγματικής σύγκλισης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ με το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο, μια δυναμική που έχει ξεκινήσει από το 2019. Η αγορά εργασίας καταγράφει βελτίωση, με την απασχόληση να αυξάνεται και την ανεργία να έχει υποχωρήσει σε μονοψήφιο ποσοστό από τα μέσα του 2024.

Παράλληλα, η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, κυρίως στα είδη διατροφής, στηρίζει την αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, συμβάλλοντας σε μείωση του ποσοστού του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού.

Από το 2019 και μετά οι επενδύσεις στην Ελλάδα έχουν σημειώσει ισχυρή άνοδο, καλύπτοντας μέρος του σημαντικού επενδυτικού κενού που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους. Ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου σε πραγματικούς όρους αυξήθηκε συνολικά κατά περίπου 60% το 2024 έναντι του 2019, ενώ αντίθετα στη ζώνη του ευρώ κατέγραψε οριακή μείωση (-0,4%).

Επενδύσεις

Ως αποτέλεσμα, η συμβολή των επενδύσεων στον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης υπερβαίνει σημαντικά το μέσο όρο της ευρωζώνης, φθάνοντας μεταπανδημικά κατά μέσο όρο τις 1,6 ποσοστιαίες μονάδες (ποσ. μον.), έναντι μόλις 0,3 ποσ. μον. στην ευρωζώνη. Ιδιαίτερη σημασία έχει και η ποιοτική βελτίωση της σύνθεσης των επενδύσεων. Ειδικότερα, πριν από την κρίση χρέους σχεδόν οι μισές ιδιωτικές επενδύσεις αφορούσαν την κατασκευή κατοικιών, ενώ οι παραγωγικές επενδύσεις παρέμεναν ανεπαρκείς, περιορίζοντας τις προοπτικές της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης. Σήμερα όμως η εικόνα έχει αντιστραφεί: τα 4/5 των ιδιωτικών επενδύσεων κατευθύνονται σε παραγωγικό κεφάλαιο και το υπόλοιπο 1/5 σε κατοικίες.

Η τάση αυτή, εφόσον διατηρηθεί και συνοδευθεί από περαιτέρω αύξηση του όγκου των συνολικών επενδύσεων, θα συμβάλει καθοριστικά στην αναδιάρθρωση του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα και την αναπτυξιακή δυναμική. Τα επιτεύγματα στο δημοσιονομικό τομέα υπήρξαν εντυπωσιακά, διαδραματίζοντας κομβικό ρόλο στις συνεχείς αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής διαβάθμισης της οικονομίας, εν μέσω πρωτοφανών εξωτερικών διαταραχών και υψηλής διεθνούς αβεβαιότητας.

Η συνετή δημοσιονομική πολιτική που ακολουθείται τα τελευταία χρόνια και οι προσπάθειες καταπολέμησης της φοροδιαφυγής αποδίδουν απτά αποτελέσματα, καθώς επιτυγχάνονται σταθερά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα χωρίς την ανάγκη επιβολής περιοριστικών μέτρων.

Δημόσιο χρέος

Tο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αποκλιμακώνεται με γρήγορο ρυθμό. Η Ελλάδα μάλιστα σημειώνει την ταχύτερη μείωση δημόσιου χρέους τα τελευταία χρόνια μεταξύ των προηγμένων οικονομιών, καταγράφοντας σωρευτική μείωση άνω των 50 ποσ. μον. του ΑΕΠ μέσα σε μόλις τέσσερα έτη. Παράλληλα, με εξαίρεση την περίοδο της πανδημίας (2020-21), η χώρα διατηρεί πρωτογενή πλεονάσματα επί επτά έτη, για τα έξι εκ των οποίων υψηλότερα από το 2% του ΑΕΠ, ενώ σταθερά υπερβαίνει τους δημοσιονομικούς στόχους για εννέα συνεχόμενα έτη.

Οι επιδόσεις αυτές αποτελούν ισχυρή ένδειξη της υπεύθυνης άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής και της αποκατάστασης της αξιοπιστίας της χώρας και αντανακλούν τα θετικά αποτελέσματα τόσο της διαρθρωτικής προσαρμογής που πραγματοποιήθηκε την προηγούμενη δεκαετία όσο και των μεταρρυθμίσεων στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, διαψεύδοντας τις αρχικές εκτιμήσεις περί ενδεχόμενης δημοσιονομικής κόπωσης.

Με την εφαρμογή των νέων δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ, όπως αυτή αποτυπώνεται στα εθνικά Μεσοπρόθεσμα Δημοσιονομικά-Διαρθρωτικά Σχέδια (ΜΔΣ) των κρατών-μελών, η Ελλάδα διακρίνεται ως παράδειγμα δημοσιονομικής ανθεκτικότητας. Η χώρα εμφανίζει χαμηλότερες ανάγκες προσαρμογής σε σύγκριση με άλλες χώρες υψηλού κινδύνου. Το δημόσιο χρέος αναμένεται να μειωθεί ταχύτερα από ό,τι στις περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες τα επόμενα χρόνια, διατηρώντας σταθερή πτωτική πορεία ακόμη και σε περίπτωση αρνητικών σεναρίων.

Αυτή η δυναμική υπογραμμίζει την ικανότητα της ελληνικής οικονομίας να αντέχει σε δημοσιονομικούς κλυδωνισμούς, ενισχύοντας τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους ακόμη και υπό δυσμενείς συνθήκες. Παράλληλα, η διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων χωρίς νέα μέτρα επιβεβαιώνει την ευνοϊκή διαρθρωτική θέση των δημόσιων οικονομικών και την αποτελεσματική δημοσιονομική διαχείριση όλα αυτά τα χρόνια.

Βελτίωση όλων των τραπεζικών δεικτών

Η αναδιάρθρωση του ελληνικού τραπεζικού τομέα επίσης συνέβαλε ουσιαστικά στις διαδοχικές αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας, ενισχύοντας σημαντικά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και αποκαθιστώντας την εμπιστοσύνη των αγορών. Καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισαν:

(α) η δραστική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων,

(β) η αποκατάσταση της κερδοφορίας και η εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών,

(γ) η ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας και η βελτίωση της ποιότητας των εποπτικών κεφαλαίων,

(δ) η επίτευξη υψηλών επιπέδων ρευστότητας και η ανάκτηση πλήρους πρόσβασης στις αγορές κεφαλαίων, (ε) η αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από το μετοχικό κεφάλαιο των συστημικών τραπεζών, που σηματοδότησε την πλήρη επιστροφή τους στην κανονικότητα και προσέλκυσε θεσμικούς επενδυτές, και (στ) η εξυγίανση των λιγότερο σημαντικών τραπεζών, μέσω αυξήσεων κεφαλαίου, απορροφήσεων και συγχωνεύσεων, η οποία ενισχύει τον ανταγωνισμό και τη σταθερότητα όλου του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι ένα ένας υγιής, αξιόπιστος και ανθεκτικός τραπεζικός τομέας, ο οποίος μπορεί να στηρίξει πλέον ενεργά τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και να συμβάλει στην ενίσχυση της ανθεκτικότητάς της.

Αναβάθμιση θεσμών

Παράλληλα με τις ισχυρές οικονομικές επιδόσεις των τελευταίων ετών, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται και η αξιόλογη πρόοδος που έχει συντελεστεί σε θεσμικό επίπεδο σε σχέση με την περίοδο της κρίσης. Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει σημειώσει βελτίωση στην ποιότητα των θεσμών διακυβέρνησης, όπως αντανακλάται σε δείκτες που παρακολουθούνται στενά από τους οίκους αξιολόγησης, αποτελώντας πρόσθετο παράγοντα για την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας. Η ενίσχυση της πολιτικής σταθερότητας και της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης, η βελτίωση της ποιότητας του ρυθμιστικού περιβάλλοντος, των δημοκρατικών θεσμών και του κράτους δικαίου και η πρόοδος στην καταπολέμηση της διαφθοράς στήριξαν την εμπιστοσύνη των αγορών στην ικανότητα της χώρας να υλοποιεί αξιόπιστες πολιτικές και να προσελκύει επενδύσεις.

Η αποτελεσματικότητα των θεσμών αξιολογείται ως κρίσιμος παράγοντας για τη βιωσιμότητα της ανάπτυξης και τη σταθερότητα της ελληνικής οικονομίας. Παρά τη βελτίωση, η κατάταξη της χώρας σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο παραμένει χαμηλή, υπογραμμίζοντας την ανάγκη περαιτέρω θεσμικών μεταρρυθμίσεων για τη θωράκιση της οικονομικής σταθερότητας.

Περιθώρια βελτίωσης στο κράτος δικαίου

Η χώρα εξακολουθεί να υπολείπεται σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ιδίως όσον αφορά το κράτος δικαίου, την ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης και την προβλεψιμότητα της εφαρμογής των νόμων, καθώς και την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη για περαιτέρω μεταρρυθμίσεις ώστε να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο η εμπιστοσύνη στους θεσμούς και, κατ’ επέκταση, η οικονομική ευημερία.

Ένα ισχυρό κράτος δικαίου αποτελεί θεμέλιο για την οικονομική ανάπτυξη, καθώς η ύπαρξη ενός σταθερού και αξιόπιστου νομικού συστήματος διασφαλίζει την ισονομία, την προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, την αποτελεσματική εκτέλεση των συμβάσεων και την ασφάλεια των επενδύσεων. Με αυτό τον τρόπο ενισχύεται η εμπιστοσύνη τόσο των πολιτών όσο και των επενδυτών στην εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας, δημιουργώντας συνθήκες σταθερότητας και προβλεψιμότητας που είναι απαραίτητες για την προσέλκυση νέων επενδύσεων. Εξάλλου, η εμπιστοσύνη στους θεσμούς είναι κρίσιμη.

Μεταρρυθμίσεις

Η υιοθέτηση ψηφιακών εργαλείων, η αναδιοργάνωση των πρωτοδικείων μέσω του Νέου Δικαστικού Χάρτη, καθώς και η αναβάθμιση της εκπαίδευσης των δικαστικών λειτουργών, είναι μεταρρυθμίσεις προς αυτή την κατεύθυνση για τη θωράκιση της οικονομίας έναντι μελλοντικών κρίσεων, καθώς προάγει τη διαφάνεια, τη λογοδοσία και τη συνέπεια των πολιτικών αποφάσεων. Η ισχυροποίηση του θεσμικού πλαισίου είναι απαραίτητη όχι μόνο για την προάσπιση της δημοκρατίας και του θεσμού της δικαιοσύνης, αλλά και για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και τη διασφάλιση ενός σταθερού περιβάλλοντος που θα στηρίζει την οικονομική ευημερία της χώρας.

Σε ένα περιβάλλον διαδοχικών κρίσεων και υψηλής αβεβαιότητας, η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων αποτελεί βασικό πυλώνα για τη διατήρηση της οικονομικής σταθερότητας. Η υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μέσω αύξησης της παραγωγικότητας, σε συνδυασμό με τη συνέχιση της υπεύθυνης δημοσιονομικής πολιτικής και ενός σταθερού μεσοπρόθεσμου σχεδιασμού, αποτελούν κρίσιμες προϋποθέσεις για τη διασφάλιση της ανθεκτικότητας, την περαιτέρω αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της οικονομίας και την επιτάχυνση της πραγματικής σύγκλισης προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Διαβάστε ακόμη: