Μισό δις ευρώ και ίσως λίγο παραπάνω θα κοστίσει ο «Κάθετος Διάδρομος Φυσικού Αερίου» από την Ελλάδα ως την Ουκρανία με φορά τροφοδοσίας από τη χώρα μας έως το Κίεβο.

Το θέμα της χρηματοδότησης ετέθη στο περιθώριο της Υπουργικής Συνδιάσκεψης του CESEC στην Αθήνα, το διήμερο 18-19 Ιανουαρίου, στην οποία παρέστη η Επίτροπος Ενέργειας Κάντρι Σίμσον.

Οι κρούσεις προς την Κομισιόν που δεν έχει πάρει ακόμη οριστική απόφαση, πρόκειται να εντατικοποιηθούν το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα από κράτη-μέλη της ΕΕ αλλά κυρίως από τους Αμερικανούς.

Εν τω μεταξύ, μετά τον περυσινό πανικό ζήτησης στη Ρεβυθούσα, φέτος σημειώνονται ακυρώσεις φορτίων φυσικού αερίου λόγω μείωση της κατανάλωσης αερίου.

Την ίδια στιγμή έχουμε το παράδοξο, οι τιμές φυσικού αερίου στην Ευρώπη να υποχωρούν, παρά το δριμύ ψύχος και την κρίση σε Μέση Ανατολή και Ερυθρά Θάλασσα.

Οι τιμές του φυσικού αερίου μειώθηκαν σχεδόν κατά 60% το 2023 και κατά ένα επιπλέον 12% από την αρχή του έτους φέτος, γεγονός που θα συμβάλει στη μείωση των λογαριασμών ενέργειας των καταναλωτών.

Πόσο κοστίζουν τα έργα αναβάθμισης σε επτά χώρες

Τα έργα αναβάθμισης των εθνικών συστημάτων των 7 χωρών που πλέον συμμετέχουν στην πρωτοβουλία κοστίζουν μισό δις ευρώ και με πολιτική δέσμευση από τις Βρυξέλλες, τα κράτη που συμμετέχουν στην πρωτοβουλία, και είναι μέλη της Ε.Ε., θα μπορούσαν να εντάξουν τα έργα αναβάθμισης στα κεφάλαια του REPowerEU των Εθνικών Σχεδίων Ανάκαμψης.

Μέσω του REPowerEU μπορούν να χρηματοδοτηθούν επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα, υπό την προϋπόθεση ότι ενισχύουν την ενεργειακή ασφάλεια, με εναλλακτική λύση είναι Modernisation Fund.

Ο ρόλος του ΔΕΣΦΑ σε αυτές τις επενδύσεις είναι οικονομικά μειωμένος, καθώς η μόνη παρέμβαση που θα χρειαστεί είναι η ενίσχυση του Σταθμού Συμπίεσης στην Κομοτηνή.

Οι υπόλοιπες απαιτούμενες αναβαθμίσεις στο εθνικό σύστημα μεταφοράς, ώστε η Ελλάδα να αποτελέσει «πύλη εισόδου» του Vertical Corridor, βρίσκονται ήδη υπό ανάπτυξη.

Τα υπόλοιπα 6 κράτη που συμμετέχουν στην πρωτοβουλία, μέσω των Διαχειριστών των εθνικών τους συστημάτων, θεωρούν ότι προϋπόθεση για να λάβει «σάρκα και οστά» ο Κάθετος Διάδρομος, είναι να καλυφθεί το 50% του συνολικού προϋπολογισμού με ευρωπαϊκά κονδύλια.

Μάλιστα, πρόθεση είναι να εξασφαλίσουν τη σχετική πολιτική δέσμευση της Κομισιόν μέχρι τον Μάρτιο, με δεδομένο ότι επίκεινται ευρωεκλογές και η αλλαγή πολιτικής ηγεσίας στην Ευρώπη θα παραπέμψει την έκβαση του θέματος σε πολύ μεταγενέστερο χρόνο.

Η ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας, σε συνδυασμό με την απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο, αποτελούν λόγους που θα μπορούσαν να κάμψουν τις αντιρρήσεις της Κομισιόν, στη στήριξη έργων ορυκτών καυσίμων.

Σημαντική είναι επίσης η προοπτική χρήσης του Κάθετου Διαδρόμου στο μέλλον, με την αξιοποίηση των εν λόγω υποδομών για ανανεώσιμα αέρια και υδρογόνο.

Στο περιθώριο της Υπουργικής Συνδιάσκεψης του CESEC στην Αθήνα επισφραγίσθηκε η είσοδος στην πρωτοβουλία της Σλοβακίας, της Μολδαβίας και της Ουκρανίας, με την υπογραφή Μνημονίου Κατανόησης (MoU). Έτσι, πλέον στο πρότζεκτ συμμετέχουν 7 διαχειριστές εθνικών συστημάτων (Ελλάδας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Ουγγαρίας, Σλοβακίας, Μολδαβίας, Ουκρανίας) και δύο Διαχειριστές ΑΣΦΑ – η Gasrtade για το FSRU Αλεξανδρούπολης και η ICGB για τον αγωγό IGB.

Η εξέλιξη αυτή έχει ως συνέπεια μετά τον βασικό άξονα Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία, να υπάρχουν πλέον δύο κλάδοι του Vertical Corridor. Ο ανατολικός είναι Ρουμανία, Μολδαβία, Ουκρανία και ο δυτικός Ρουμανία, Ουγγαρία, Σλοβακία.

Από τις απαιτούμενες επενδύσεις τα 300 εκατ. απαιτούνται για έργα αναβάθμισης στην όδευση Βουλγαρία, Ρουμανία Μολδαβία, Ουκρανία. Τα υπόλοιπα 200 εκατ. είναι απαραίτητα για να υλοποιηθεί ο δυτικός κλάδος, καθώς σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να κατασκευαστεί ένας νέος διασυνδετήριος αγωγός Ρουμανίας, Ουγγαρίας.

Η υλοποίηση της πρώτης όδευσης θα σήμαινε ότι θα μπορούν να μεταφερθούν στην Ουκρανία σε ετήσια βάση 10 bcm αερίου, το οποίο θα κατέφθανε στην Ελλάδα. Αυτή τη στιγμή, η μεταφορική ικανότητα του συγκεκριμένου άξονα ανέρχεται σε 2 bcm, η οποία ωστόσο δεν αξιοποιείται καθώς λόγω του συνεχιζόμενου ρωσο-ουκρανικού πολέμου, είναι περιορισμένες (και ήδη καλυμμένες) οι ανάγκες του Κιέβου σε καύσιμο.

Φυσικό αέριο: Ράλι έως 18% στην Ευρώπη, μετά το τελεσίγραφο των εργαζομένων LNG στην Αυστραλία

Οι αντοχές της αγοράς και τα market test

Οι Διαχειριστές συμφώνησαν να πραγματοποιήσουν συγχρονισμένα τον Ιούλιο του 2024, έναν χρόνο νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα που προβλέπεται τυπικά, δεσμευτικό market test για την κατανομή δυναμικότητας στα μεταξύ τους σημεία διασύνδεσης σύμφωνα με τον Κανονισμό CAM (ΕΕ) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Στη συνέχεια, βάσει του ενδιαφέροντος των χρηστών, θα προσδιορίσουν και θα μετρήσουν τα πλέον κατάλληλα έργα επαύξησης δυναμικότητας που απαιτούνται για την ικανοποίηση της ζήτησης κατά μήκος της διαδρομής του Κάθετου Διαδρόμου.

Ωστόσο, οι χώρες που επιδιώκουν τη χρηματοδοτική στήριξη της Ε.Ε. εκτιμούν ότι τα market test δεν πρόκειται να αποτυπώσουν επαρκές επενδυτικό ενδιαφέρον της αγοράς, το οποίο να αναλογεί στο σύνολο των απαιτούμενων επενδύσεων.

Ο κύριος λόγος είναι πως η γεωπολιτική αβεβαιότητα είναι τόσο μεγάλη, που δύσκολα «παίκτες» της αγοράς θα δεσμεύονταν για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως μία δεκαετία, για την αξιοποίηση των συγκεκριμένων «δρόμων» μεταφοράς αερίου.

Φυσικό Αέριο: Φθηνότερο κατά 23% για τους οικιακούς καταναλωτές τον Φεβρουάριο

Ρεβυθούσα: ακυρώσεις φορτίων φέτος μετά τον περσινό «πανικό»

Μετά την περσινή συμφόρηση στη Ρεβυθούσα φέτος σημειώνονται ακυρώσεις φορτίων λόγω μείωση της κατανάλωσης αερίου.

«Μεγάλη μείωση στην έλευση φορτίων στο τερματικό σταθμό της Ρεβυθούσας προκαλεί η σοβαρή πτώση στην κατανάλωση φυσικού αερίου, με μια σειρά εταιρείες να προβαίνουν σε ακυρώσεις φορτίων γιατί δεν μπορούν να τα απορροφήσουν» μας λέει πηγή του ΔΕΣΦΑ και συνεχίζει: «η μείωση της κατανάλωσης σε συνδυασμό με την καλοκαιρία μέχρι στιγμής και τις γεμάτες αποθήκες της Ευρώπης ακυρώνουν πολλά από τα φορτία που είχαν κλειστεί σε προηγούμενο χρόνο».

Οι εκτιμήσεις ομιλούν για κατανάλωση φυσικού αερίου να συνεχίζει σε πτωτική τροχιά και το πρώτο τρίμηνο του νέου έτους, όταν το 2023 είχε ετήσια μείωση της τάξης του 21,6% με ανάλογη μείωση στις εισαγωγές μέσω του τερματικού σταθμού. Η κατανάλωση του καυσίμου έδειξε σημάδια ανάκαμψης το τελευταίο τρίμηνο του 2023, αλλά όχι εντυπωσιακή.

«Ο Διαχειριστής, παρακολουθεί την πορεία των πραγμάτων, ιδιαίτερα στην περίπτωση που οι ακυρώσεις φτάσουν στο σημείο να επηρεάσουν στο ένα ή τον άλλο βαθμό την ομαλή λειτουργία του τερματικού σταθμού. Αξίζει να σημειωθεί ότι η τρέχουσα εικόνα της αγοράς βρίσκεται σε εκ διαμέτρου αντίθετη κατάσταση σε σχέση με ένα χρόνο πριν και πολύ περισσότερο κατά το φθινόπωρο του 2022, όταν η κόντρα του slot περιλάμβανε και προσφορές ως και 4 εκατ. ευρώ για ένα slot στις τότε δημοπρασίες» μας λένε από το ΔΕΣΦΑ.

Την περίοδο της ενεργειακής κρίσης, στα πλαίσια της ευρύτερης ευρωπαϊκής στρατηγικής για την απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, η Ρεβυθούσα αναβάθμισε τον ρόλο της ως μια κύρια «πύλη εισόδου», συμβάλλοντας στην συνολικότερη προσπάθεια διαφοροποίησης πηγών και οδεύσεων. Τα αιτήματα για δυναμικότητα αεριοποίησης στο τερματικό σταθμό ήταν διπλάσια του προσφερόμενου capacity κατά την δεύτερη φάση της ετήσιας δημοπρασίας του ΔΕΣΦΑ για το 2023.

«Η Ρεβυθούσα έχει πλέον κατοχυρωθεί ως πύλη εισόδου για την χώρα μας, δεδομένου ότι ο τερματικός σταθμός ηγήθηκε των εισαγωγών το 2023 σε σχέση με τα υπόλοιπα σημεία εισόδου της χώρας» λένε επίσημα από το ΔΕΣΦΑ και προσθέτουν πως «ο τερματικός σταθμός της Ρεβυθούσας αποτέλεσε την κύρια πύλη εισαγωγής φυσικού αερίου στη χώρα κατά την περσινή χρονιά, ακολουθούμενος από το σημείο εισόδου του Σιδηρόκαστρου, του οποίου οι ροές μειώθηκαν κατά 20,82% συγκριτικά με το 2022».

Ζήτηση και προσφορά αερίου

Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία του ΔΕΣΦΑ για το 2023, η συνολική ζήτηση (εγχώρια κατανάλωση & εξαγωγές) φυσικού αερίου μειώθηκε κατά 21,56%, φθάνοντας τις 67,60 Τεραβατώρες (TWh) από 86,18 TWh το 2022. Μείωση σε ποσοστό 10,13% καταγράφηκε στην εγχώρια κατανάλωση από 56,65 Τεραβατώρες (TWh) στις 50,91 TWh, ενώ κατά 43,48% μειώθηκαν οι εξαγωγές φυσικού αερίου από 29,53 Τεραβατώρες (TWh) σε 16,69 TWh.

Οι εισαγωγές φυσικού αερίου ανήλθαν σε 67,71 TWh, καταγράφοντας μείωση κατά 21,41% σε σύγκριση με τις 86,16 TWh το 2022. Οι μεγαλύτερες ποσότητες εισήλθαν στη χώρα από τον Τερματικό Σταθμό LNG της Ρεβυθούσας, που κάλυψε ποσοστό 43,55% των εισαγωγών.

Ειδικότερα, εκφορτώθηκαν περίπου 28,52 TWh LNG από 41 δεξαμενόπλοια από 7 χώρες. Οι ΗΠΑ παρέμειναν ο μεγαλύτερος εισαγωγέας LNG στη χώρα μας (10,75 TWh) με ποσοστό 37,69%. Στη δεύτερη θέση βρέθηκαν οι εισαγωγές από τη Ρωσία (8,38 TWh), ενώ ακολούθησαν η Αίγυπτος (3,5 TWh), η Αλγερία (3,47 TWh), η Νορβηγία (0,97 TWh), η Νιγηρία (0,94 TWh) και η Ισπανία (0,51 TWh).

Οι δημοπρασίες του ΔΕΣΦΑ για δέσμευση χρονοθυρίδων στη Ρεβυθούσα που ως γνωστόν, για πρώτη φέτος εκτείνονταν μέχρι και το 2035, εν τέλει σταμάτησαν στο 2029, χωρίς να υπάρχουν προσφορές και πολύ περισσότερο δεσμεύσεις για τα μετέπειτα χρόνια. Με δεδομένη την αβεβαιότητα για την πορεία του καυσίμου στο ενεργειακό μίγμα της χώρας αλλά και συνολικότερα στην Ευρώπη μετά το 2030, οι εταιρείες, όπως μεταφέρουν αρμόδιες πηγές, απέφυγαν να δεσμευτούν σε μακροπρόθεσμες συμφωνίες που ενδεχόμενα να «γυρίσουν» σε βάρος τους μεσο-μακροπρόθεσμα.

MYTILINEOS: Εκφορτώνεται στη Ρεβυθούσα το πρώτο φορτίο LNG ]

Το παράδοξο με τις τιμές αερίου: υποχωρούν παρα το δυσμενές σκηνικό

Οι τιμές φυσικού αερίου στην Ευρώπη υποχωρούν, παρά το δριμύ ψύχος και την κρίση σε Μέση Ανατολή και Ερυθρά Θάλασσα. Οι τιμές του φυσικού αερίου μειώθηκαν σχεδόν κατά 60% το 2023 και κατά ένα επιπλέον 12% από την αρχή του έτους φέτος, γεγονός που θα συμβάλει στη μείωση των λογαριασμών ενέργειας των καταναλωτών.

Μετά τις γιορτές ένα κύμα ψύχους σάρωσε μεγάλο μέρος της Ευρώπης και γιγάντια δεξαμενόπλοια που μεταφέρουν καύσιμα μέσω της Ερυθράς Θάλασσας επέλεξαν την κατά πολύ μακρύτερη διαδρομή γύρω από ην Αφρική, προκειμένου να αποφύγουν επίθεση των Χούθι.
Αμφότεροι οι παράγοντες σε συνδυασμό με την κλιμακούμενη ένταση στη Μέση Ανατολή θα έπρεπε να είχαν ωθήσει τις τιμές του φυσικού αερίου υψηλότερα. Αντίθετα, αυτές συνέχισαν να πέφτουν.

«Είναι νωρίς ακόμα για να πει κανείς ότι η ενεργειακή απειλή για την Ευρώπη, έχει παρέλθει, εν τούτοις είναι μια ισχυρή ένδειξη ότι τα χειρότερα από τον εφιάλτη, που εκτόξευσε τους λογαριασμούς ενέργειας και ώθησε τον πληθωρισμό σε υψηλά πολλών ετών είναι στο παρελθόν» μας λέει καθηγητής του ΕΜΠ.

Αναφορικά με τους λόγους που αιτιολογούν το παράδοξο με τις τιμές, ο καθηγητής του ΕΜΠ αναλύει: «Η Ευρώπη επωφελείται από τη συγκέντρωση ρεκόρ αποθεμάτων φυσικού αερίου το περασμένο έτος, μαζί με τη βοήθεια των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και έναν αρχικά σχετικά ήπιο χειμώνα. Η υποτονική οικονομική ανάπτυξη παίζει επίσης ρόλο, περιορίζοντας τη ζήτηση ενέργειας σε μεγάλες βιομηχανικές δυνάμεις όπως η Γερμανία».

Όπως γράφει το Bloomberg, «αυτό ήταν αρκετό για να τονώσει την εμπιστοσύνη σε όλα τα γραφεία συναλλαγών ότι η περιοχή βρίσκεται σε αρκετά σταθερή βάση για να περάσει τον υπόλοιπο χειμώνα με αρκετό φυσικό αέριο. Οι ευρωπαϊκές τιμές αναφοράς διαπραγματεύονται επί του παρόντος στα 30 ευρώ ανά μεγαβατώρα, περίπου το ένα δέκατο των επιπέδων αιχμής το 2022. Έχοντας ξεπεράσει την κρίση, η Ευρώπη έχει βρεθεί σε μια νέα πραγματικότητα που έχει τη δική της λίστα προκλήσεων».

Η ΕΕ πλέον βασίζεται περισσότερο στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις διακοπές αυτής της παραγωγής ενέργειας. Με την απώλεια ρωσικού φυσικού αερίου, από το οποίο ήταν υπερβολικά εξαρτημένη πριν από την εισβολή στην Ουκρανία, έπρεπε επίσης να αναζητήσει αλλού για να καλύψει τις ανάγκες της σε καύσιμα. Αυτό σημαίνει ότι θα διεκδικήσει μερίδιο ξένων φορτίων υγροποιημένου φυσικού αερίου από άλλα μέρη του κόσμου.

«Απλώς κοιτάζοντας τις τιμές, φαίνεται ότι η κρίση έχει τελειώσει», δήλωσε ο Balint Koncz, επικεφαλής εμπορίας φυσικού αερίου στη MET International στην Ελβετία. «Ωστόσο, τώρα βασιζόμαστε σε παγκόσμιους παράγοντες, οι οποίοι μπορούν να αλλάξουν γρήγορα. Οι τιμές θα μπορούσαν να αυξηθούν ξανά, ακόμη και σε αυτήν την περίοδο θέρμανσης, εάν υπάρξει ξαφνική διακοπή του εφοδιασμού ή παρατεταμένη περίοδος κρύου καιρού».

Βασικός κίνδυνος πάντως είναι η Μέση Ανατολή εν μέσω επιθέσεων σε πλοία στην Ερυθρά Θάλασσα, μια διαδρομή που χρησιμοποιεί το Κατάρ για να στείλει LNG στην Ευρώπη.

Τα δεξαμενόπλοια πετρελαίου και φυσικού αερίου αποφεύγουν την περιοχή, και επιλέγουν να περιηγηθούν στο νότιο άκρο της Αφρικής. Σύμφωνα με στοιχεία της Kpler, σε μια συνήθης ημέρα περίπου δύο έως τρία πλοία LNG χρησιμοποιούν πλέον το πέρασμα αυτό.

«Αυτός είναι ο δεύτερος χειμώνας που βιώνει η Ευρώπη χωρίς ρωσικό αέριο», δήλωσε ο Kim Fustier, επικεφαλής της ευρωπαϊκής έρευνας πετρελαίου και φυσικού αερίου της HSBC Holdings Plc.

«Το γεγονός ότι υπάρχει τώρα ένα προηγούμενο – ο χειμώνας 2022-2023 που κύλησε χωρίς προβλήματα – βοηθά να ηρεμήσουν τα νεύρα των εμπόρων».

Ο ρόλος των ΑΠΕ

Η ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην Ευρώπη σημαίνει μείωση του μεριδίου φυσικού αερίου στο μείγμα ενέργειας της ηπείρου. Η αύξηση των ανεμογεννητριών και των ηλιακών εγκαταστάσεων συνέβαλε στη μείωση της ανάγκης για καύσιμα, μαζί με την ανάκαμψη της γαλλικής πυρηνικής παραγωγής πέρυσι.

«Υπάρχει πολύς δρόμος μπροστά, με πολλές πιθανές προσκρούσεις. Μια συμφωνία διαμετακόμισης αγωγού φυσικού αερίου μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας λήγει στα τέλη του τρέχοντος έτους – και είναι απίθανο να ανανεωθεί – που σημαίνει ότι η ήπειρος θα μπορούσε να λάβει ακόμη λιγότερο φυσικό αέριο από τη Ρωσία. Ενώ υπάρχει μια τεράστια παγκόσμια επένδυση στο LNG, μεγάλο μέρος της νέας χωρητικότητας δεν θα έρθει στην αγορά πριν από το 2025 και το 2026» λένε οι διεθνείς αναλυτές.

Εξάλλου τα ακραία καιρικά φαινόμενα γίνονται όλο και πιο συχνά, επιβαρύνοντας τα συστήματα ισχύος και μερικές φορές ενισχύοντας τη ζήτηση για φυσικό αέριο.

Τα προβλήματα σε δύο βασικές διόδους LNG – τη Διώρυγα του Σουέζ και τη Διώρυγα του Παναμά που έχει πληγεί από την ξηρασία – επιμηκύνουν τα ταξίδια, αυξάνοντας το κόστος της ναυτιλίας. Αν και οι έμποροι δεν φαίνεται να ανησυχούν ακόμα πολύ, μια παρατεταμένη διακοπή θα μπορούσε να το αλλάξει αυτό.

«Είμαστε ακόμη πολύ προσεκτικοί σχετικά με το τι πρόκειται να συμβεί στη συνέχεια», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Stefan Rolle, επικεφαλής ενεργειακής πολιτικής στο υπουργείο Ενέργειας της Γερμανίας.

Διαβάστε ακόμη: