Το σκληρό του πρόσωπο έδειξε το Ελληνικό Δημόσιο, μέσω του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, στους συγγενείς των θυμάτων της πύρινης λαίλαπας του Ιουλίου 2018 που χάθηκαν στην Ανατολική Αττική (Ραφήνα, Νέο Βουτζά, Μάτι) 104 συνάνθρωποι μας, καθώς άσκησε έφεση στην απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε επιδικασθεί χρηματική αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης σε πέντε συγγενείς μιας 77χρονης γυναίκας-θύματος, ύψους 300.000 ευρώ.
Την ίδια στιγμή που το Δημόσιο άσκησε αναίρεση, προκειμένου να μη δοθεί ή να μειωθεί το ύψος της αποζημίωσης που έχει επιδικαστεί από την Διοικητική Δικαιοσύνη, η Ποινική Δικαιοσύνη, πλέον των τεσσάρων ετών από την τραγική εκείνη μέρα, δεν έχει ολοκληρώσει την ακροαματική διαδικασία για την απόδοση ευθυνών για τις εγκληματικές ενέργειες και παραλήψεις των αρμοδίων οργάνων του Δημοσίου.
Δεν έχει τέλος, η ταλαιπωρία των συγγενών των θυμάτων από την φονική πυρκαγιά στο Μάτι, οι οποίοι, τέσσερα και πλέον χρόνια εν αναμονή της κρίσης της Ποινικής Δικαιοσύνης για την τιμωρία των υπευθύνων για την απώλεια 104 ανθρώπων, έχουν να αντιμετωπίσουν και νέο δικαστικό κύκλο, με αντίδικο την ίδια την Πολιτεία, που, εξαιτίας της εγκληματικής απουσίας των οργάνων της, έγινε η αιτία να χαθούν τόσες ζωές.
Όπως είναι γνωστό το Διοικητικό Πρωτοδικείο της Αθήνας με την υπ’ αριθμόν 17030/2022 απόφαση του 29ου Τμήματος (Πρόεδρος: Ελένη Αγγέλη, Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ., Εισηγήτρια: Ευαγγελία Παυλίδου, Πρωτοδίκης Δ.Δ.) αναγνώρισε ευθύνη του Δημοσίου που συνδέεται με τον θάνατο του θύματος και επιδίκασε χρηματική αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης σε πέντε συγγενείς μιας 77χρονης γυναίκας-θύματος ύψους 300.000 ευρώ με τους νόμιμους τόκους.
Η πρώτη αυτή κρίση των διοικητικών δικαστών έκρινε ότι ο θάνατος της γυναίκας συνδέεται αιτιωδώς με την παράλειψη των αρμοδίων οργάνων του Πυροσβεστικού Σώματος, τα οποία όφειλαν να εισηγηθούν την εκκένωση της περιοχής στα αρμόδια όργανα της περιφέρειας και του Δήμου.
Αντίθετα, το Διοικητικό Δικαστήριο τον ισχυρισμό του Δημοσίου, που επιχείρησε να διακόψει τον αιτιώδη σύνδεσμο «λόγω της ενέργειας της ίδιας της θανούσας να αποχωρήσει αυτοβούλως, πεζή, από την οικία της, που, εν τέλει, παρέμεινε αλώβητη, οπότε εάν αυτή είχε παραμείνει εκεί, θα ήταν ασφαλής».
Σύμφωνα με τους δικαστές του Διοικητικού Πρωτοδικείου, ο ισχυρισμός αυτός κρίθηκε «απορριπτέος, καθώς, εν προκειμένω, δεν επέφερε διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου η προσπάθεια του θύματος να αποχωρήσει από την οικία του, εν όψει του κινδύνου της εξελισσόμενης πυρκαγιάς. Και τούτο διότι πρόκειται για ενέργεια αναμενόμενη, ιδίως εφόσον το πρόσωπο δεν είχε επαρκή πληροφόρηση για τον βαθμό του κινδύνου στον οποίον εκτίθεται».
Τώρα, το Δημόσιο, στην έφεσή του, χαρακτηρίζει, μεταξύ άλλων, τη φονική πυρκαγιά, «περιστατικό ανωτέρας βίας».
Το Δημόσιο, στην έφεση του, μεταξύ των άλλων, επικαλείται το γεγονός ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έκανε δεκτό το αίτημα του περί έκδοσης προδικαστικής απόφασης με σκοπό τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης καθώς υποστηρίζει ότι προέκυψαν ζητήματα για τα οποία απαιτούνται ειδικές επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις.
Μερικά από αυτά τα ζητήματα τα οποία κατά πληροφορίες επικαλείται το Δημόσιο είναι η «αιφνίδια μεταβολή του καιρού», η «σπανιότητα και ιδιαιτερότητα της τόσο ραγδαίας αύξησης της έντασης των ανέμων σε τοπικό επίπεδο», η «αντικειμενική αδυναμία πτήσης των εναέριων μέσων κατά τις απογευματινές ώρες του ένδικου δυστυχήματος λόγω καιρικών συνθηκών», η «αντικειμενική αδυναμία κατάσβεσης του πύρινου μετώπου από τις εναέριες και επίγειες δυνάμεις λόγω της έντασης και του μεγέθους (πλάτους, ύψους) της πυρκαγιάς».
Ακόμη, το Δημόσιο αναφέρει ότι «κακώς το Διοικητικό Πρωτοδικείο δέχθηκε τον αναπόδεικτο ισχυρισμό των αντιδίκων ότι η έλλειψη εισήγησης για εκκένωση προκάλεσε το ένδικο τραγικό αποτέλεσμα», αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι τυχόν εισήγηση του ΠΣ για οργανωμένη προληπτική απομάκρυνση των κατοίκων θα μπορούσε χρονικά και τεχνικά να πραγματοποιηθεί και να ολοκληρωθεί πριν την έλευση του θερμικού κύματος που προηγείτο της φωτιάς, δηλαδή με ασφαλή και αίσια κατάληξη για τους κατοίκους».
Σε άλλο σημείο, το Δημόσιο υποστηρίζει ότι έλαβε μέτρα «άκρας επιμέλειας», ισχυριζόμενο πως: «Η πυροσβεστική υπηρεσία δεν αδράνησε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, αλλά αντιθέτως επιστράτευσε άμεσα όλη τη διαθέσιμη δύναμη για την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς. Παρά ταύτα, δεδομένου του τεράστιου πλήθους των ταυτόχρονων εστιών φωτιάς που εκδηλωνόνταν σε διάφορα σημεία στην επίδικη περιοχή και λόγω της ταχύτητας εναέριας και επίγειας μεταφοράς καυτρών, δεν κατέστη δυνατή αντικειμενικά η αντιμετώπιση όλων των περιστατικών…».
Δεν παραλείπει το Δημόσιο να αναφέρει ότι, ακόμα και αν το Πυροσβεστικό Σώμα, εισηγείτο την εκκένωση των πολιτών, δεν είναι βέβαιο ότι θα ολοκληρωνόταν επιτυχώς.
Επίσης, το Δημόσιο αναφέρει: «Είναι βέβαιο ότι και στην περίπτωση αυτή τα κρατικά όργανα Θα κατηγορούνταν για την εκκένωση, όπως σήμερα κατηγορούνται για την μη κένωση. Δεν είχε υλοποιηθεί το σύστημα ειδοποιήσεις το 112, οι οδοί εντός και πέριξ των οικισμών είναι μικρή και δαιδαλώδεις (χωρίς ρυμοτομία και με αδιέξοδα). Η πυρκαγιά εξαπλωνόταν με μεγάλη ταχύτητα κι από μεγάλο ύψος μέσω καυτρών (που δημιουργούσαν εστίες φωτιάς προς όλες τις πιθανές κατευθύνσεις εκκένωσης), η απόσταση από το μέτωπο της πυρκαγιάς έως την ακτογραμμή ήταν μόλις 5 χιλιόμετρα, οι άνεμοι έπνεαν με εντάσεις 10 και 11 μποφόρ, δεν υπήρχε ασφαλές καταφύγιο για τον πληθυσμό εκτός από τις οικίες και τα κτίσματα τα οποία θα εκκενώνονταν (με δεδομένο ότι δεν θα ήταν δυνατόν όλος ο πληθυσμός να χωρέσει στις ακτές)».
Τέλος, το Δημόσιο επικαλείται ότι εκ μέρους του Δημοσίου υπήρξε ενημέρωση προς τους φορείς και τους πολίτες τόσο για τον επικείμενο κίνδυνο (δελτίο τύπου ΓΓΠΠ της 22.07.2018) όσο και για τα μέτρα αντιμετώπισης του (οδηγίες δημοσιευμένες μέσω της ιστοσελίδας civilprotection και των ΜΜΕ) τα οποία σε πολλές περιπτώσεις δεν ακολουθήθηκαν, όπως η οδηγία «μην εγκαταλείπετε το κτίριο εκτός αν η διαφυγή σας είναι πλήρως εξασφαλισμένη».