Στο πνεύμα της εισήγηση που έχει κάνει η ΡΑΑΕΥ, όσον αφορά στη μεθοδολογία υπολογισμού τους θα βρίσκεται η ΚΥΑ που προωθεί ο ΥΠΕΝ Θόδωρος Σκυλακάκης για τον τρόπο που θα ανακτηθούν τα υπερέσοδα που θα προκύψουν για τις εταιρείες προμήθειας ρεύματος.
Στην εισήγησή της η ΡΑΑΕΥ καθορίζει στα 25 ευρώ ανά Μεγαβατώρα το εύλογο περιθώριο δραστηριότητας, «οριζόντια» για όλες τις εταιρείες.
Στην εισήγηση περιλαμβάνονται τα λειτουργικά κόστη, οι επισφάλειες λόγω των ληξιπρόθεσμων λογαριασμών και το εύλογο περιθώριο κέρδους των εταιρειών.
Για τον προσδιορισμό των τελικών ποσών, λαμβάνεται μεταξύ άλλων υπόψη και το κόστος για hedging (για όσες εταιρείες προχωρούν σε αντιστάθμιση κινδύνου).
Εξάλλου, κυμαινόμενο με προαναγγελία χρέωσης θα είναι υποχρεωτικά το τιμολόγιο που θα ξεκινήσουν το 2024 όλοι οι καταναλωτές.
Στόχος του ΥΠΕΝ είναι να εφαρμοστεί το τιμολόγιο με προαναγγελία τιμής (ex-ante), που θα καταστήσει υποχρεωτικό για κάθε προμηθευτή από τις αρχές του 2024, με νομοθετική ρύθμιση.
Όμως οι ιδιώτες προμηθευτές προβάλλουν έντονες αντιρρήσεις και σημειώνουν πως οι όποιες αποφάσεις λαμβάνονται ερήμην της αγοράς, η οποία δεν έχει καμία επίσημη ενημέρωση για τι πρόκειται να νομοθετήσει το υπουργείο.
Ο χρονικός προσδιορισμός ανάκτησης των υπερεσόδων
Ακόμη δεν είναι ξεκάθαρο ποιο θα είναι το χρονικό όριο με το οποίο θα διενεργηθούν οι υπολογισμοί.
Η πιθανή εκδοχή είναι να ακολουθηθεί όσα προβλέπει η υφιστάμενη νομοθετική διάταξη για τα υπερκέρδη, δηλαδή αυτά να προσδιοριστούν σε πρώτη φάση για το 5μηνο του 2022 (Αύγουστος 2022 – Δεκέμβριος 2023) και στη συνέχεια ανά τρίμηνο, δηλαδή για τα διαστήματα Ιανουάριος – Μάρτιος 2023 και Απρίλιος – Ιούνιος 2023.
Η Κοινή Υπουργική Απόφαση είναι απαραίτητη για να εξειδικευτεί η μεθοδολογία και έτσι να «ενεργοποιηθεί» η διαδικασία προσδιορισμού των υπερεσόδων για το χρονικό διάστημα Αύγουστος 2022 – Ιούνιος 2023. Μάλιστα, τα σχέδια του υπουργείου δεν αποκλείουν η ΚΥΑ να εκδοθεί μέσα στον Οκτώβριο, ώστε στη συνέχεια η Ρυθμιστική Αρχή να ξεκινήσει και επίσημα τον υπολογισμό των εσόδων των εταιρειών, για την επίμαχη περίοδο.
Ίσως οι υπολογισμοί να γίνουν ενιαία για όλο το 11μηνο. Το σενάριο αυτό ωστόσο συγκεντρώνει λιγότερες πιθανότητες να επελέγη τελικά από το ΥΠΕΝ, με δεδομένο ότι θα πρέπει να υπάρξει καινούρια (τρίτη κατά σειρά) νομοθετική ρύθμιση.
Οι αρχικοί υπολογισμοί της Ρυθμιστικής Αρχής, σύμφωνα με τους οποίους αν οι υπολογισμοί γίνουν ενιαία για όλο το 11μηνο, τότε το προς ανάκτηση ποσό θα κινηθεί περί τα 250 εκατομμύρια συνολικά για όλες τις εταιρείες. Στην περίπτωση που ακολουθηθεί η υφιστάμενη διάταξη, και οι υπολογισμοί γίνουν για 5 + 3 + 3 μήνες, τότε η εισφορά για το σύνολο των εταιρειών κινείται στα επίπεδα των 275 εκατ. ευρώ.
Υποχρεωτικά κυμαινόμενα τα τιμολόγια απο Ιανουάριο
Κυμαινόμενο με προαναγγελία χρέωσης θα είναι υποχρεωτικά το τιμολόγιο που θα επιλέξουν το 2024 όλοι οι καταναλωτές.
Στόχος του ΥΠΕΝ είναι να εφαρμοστεί το τιμολόγιο με προαναγγελία τιμής (ex-ante), που θα καταστήσει υποχρεωτικό για κάθε προμηθευτή από τις αρχές του 2024, με νομοθετική ρύθμιση.
«Στο ΥΠΕΝ αποφασίσαμε, η ίδια ρύθμιση να προβλέπει πως το εν προϊόν θα είναι το default για όλους τους καταναλωτές με κυμαινόμενα τιμολόγια. Άλλωστε εκτός από υποχρεωτικό, το προϊόν με προαναγγελία τιμής θα έχει ενιαία δομή για όλες τις εταιρείες, καθώς στη διάταξη που θα περάσουμε, θα δίνεται συγκεκριμένη μαθηματική φόρμουλα με την οποία η όποια επιπλέον επιβάρυνση θα οριστικοποιείται την 1η του μήνα και θα ισχύει για όλο τον υπόλοιπο» μας λέει στέλεχος του Υπουργείου.
Πάντως αυτό που εξετάζεται είναι το τιμολόγιο να μην αφορά μόνο τους καταναλωτές των οποίων έχει λήξει η σύμβαση.
Αν περάσει ο σχεδιασμός του ΥΠΕΝ ως έχει, τότε όλοι οι καταναλωτές, κάπου 7 εκατομμύρια λογαριασμοί στη λιανική, θα έχουν ex-ante τιμολόγιο από τον Ιανουάριο.
Άρα από την 1η Ιανουαρίου θα μεταβούν σε αυτό, εκτός και αν διαλέξουν νωρίτερα κάποια άλλου είδους σύμβαση, από αυτές που θα προσφέρει ο πάροχός τους.
Τι θα (μπορούν να) επιλέξουν τα νοικοκυριά
Οι καταναλωτές θα μπορούν να μείνουν στο ενιαίο τιμολόγιο για έως και 12 μήνες, με τη δυνατότητα να αποχωρήσουν οποιαδήποτε στιγμή νωρίτερα.
Με την αβεβαιότητα που δημιουργεί στους καταναλωτές το «ξεπάγωμα» των ρητρών αναπροσαρμογής, αναλυτές του κλάδου εκτιμούν πως θα είναι ελάχιστοι οι καταναλωτές που θα επιλέξουν κάποιο προϊόν άλλης κατηγορίας. Επομένως, εκτιμάται πως οι εταιρείες θα «μεταφέρουν» όλο το πελατολόγιό τους σε αυτό το ενιαίο προϊόν.
Όσον αφορά το ανταγωνιστικό σκέλος του default τιμολογίου, αυτό θα επιμερίζεται σε μία βασική χρέωση και μία ex-ante ρήτρα – με τον μαθηματικό τύπο της ρήτρας να περιγράφεται στη ρύθμιση, όπως προαναφέρθηκε. Καθώς θα είναι προϊόν με προαναγγελία τιμής, η ρήτρα θα περιλαμβάνει μεγέθη τα οποία θα οριστικοποιούνται πριν από την 1η ημέρα του μήνα εφαρμογής της τελικής χρέωσης.
Ο πάροχος θα προσμετρά την ανταγωνιστικότητα του προϊόντος της, με το ρίσκο που είναι διατεθειμένη να αναλάβει και θα κάνει τις επιλογές της αναφορικά με το ύψος της βασικής χρέωσης, τις παραμέτρους για τη ρήτρα, καθώς και για το όριο για την ενεργοποίησή της.
«Η πιο πιθανή εκδοχή που μελετά το ΥΠΕΝ είναι τόσο η βασική χρέωση όσο και η ρήτρα να είναι παραμένουν σταθερές για όλο το 12μηνο» μας λένε από το Υπουργείο.
Επίσης, όσον αφορά στη βασική χρέωση φαίνεται πως θα πρέπει να διατηρείται σταθερή τουλάχιστον για ένα 6μηνο. Για τη ρήτρα μελετώνται εκδοχές για ακόμη μεγαλύτερη συχνότητα τροποποίησης – ακόμη και κάθε μήνα.
«Τα ex-ante τιμολόγια θα επιτρέψουν στους καταναλωτές να αντιπαραβάλουν με όμοιους όρους τις χρεώσεις των παρόχων και να εντοπίζουν τα φθηνότερα, αφού κάθε 1η του μήνα θα οριστικοποιούνται οι τελικές τιμές τους. Αντίθετα, οι μαθηματικές φόρμουλες των ex-post τιμολογίων είναι δυσνόητες για τους καταναλωτές. Κατά συνέπεια, μπορούν να συγκρίνουν τα προϊόντα αυτά μόνο αναδρομικά, δηλαδή αφότου αυτά «τρέξουν» για αρκετούς μήνες» μας λένε τα έμπειρα στελέχη του ΥΠΕΝ.
Αντιρρήσεις και καμπανάκια απο τους προμηθευτές
Οι ιδιώτες προμηθευτές σημειώνουν πως οι όποιες αποφάσεις λαμβάνονται ερήμην της αγοράς, η οποία δεν έχει καμία επίσημη ενημέρωση για τι πρόκειται να νομοθετήσει το υπουργείο.
«Όσο επικρατεί ασάφεια σχετικά με το τι θα ισχύσει από την 1η Ιανουαρίου, πρακτικά δεν έχουμε κανένα δεδομένο για να διαμορφώσουμε την εμπορική πολιτική μας, για την επιστροφή στην κανονικότητα» μας λένε.
Κριτικάρουν επίσης το σχέδιο του ΥΠΕΝ, λέγοντας πως εκκινεί από αφετηρία περιορισμού της οικονομικής ελευθερίας των εταιρειών, η οποία δεν το διαφοροποιεί και πολύ από τα μέτρα που εφαρμόστηκαν τον Αύγουστο του 2021 – και τα οποία τότε, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, δικαιολογούνταν από την ενεργειακή κρίση.
«Για την επιστροφή στην κανονικότητα από τις αρχές του 2024, μπορεί μεν τυπικά το υπουργείο να μην επιβάλει αποκλειστικά ένα τιμολόγιο όπως είχε κάνει πριν, στην πράξη ωστόσο θα στρέψει όλη την αγορά σε ένα ενιαίο τύπο προϊόντος» λένε με βεβαιότητα.
Ισχυρίζονται επίσης πως το πνεύμα μίας τέτοιας ρύθμισης κινείται σε εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος από την απόφαση της ΡΑΑΕΥ, η οποία έθετε τους λιγότερους δυνατούς περιορισμούς.
Άρα με βάση την απόφαση, οι πάροχοι αφήνονταν να διαμορφώσουν ελεύθερα την εμπορική πολιτική τους, κρίνοντας στην πορεία αν θα πρέπει ή όχι να την αναθεωρήσουν, με βάση τις επιλογές της ίδιας της αγοράς, δηλαδή των καταναλωτών.
«Η δομή του ex-ante τιμολογίου ανοίγει την πόρτα για εμπορικές (και διαφημιστικές) πρακτικές, οι οποίες έπαιξαν ρόλο στη δαιμονοποίηση της ρήτρας. Κι αυτό γιατί καθιστά και πάλι την ονομαστική χρέωση μονόδρομο για προσέλκυση πελατών, αφού έτσι και αλλιώς θα είναι το μόνο τμήμα του ανταγωνιστικού σκέλους το οποίο θα παραμένει σταθερό από μήνα σε μήνα. Επομένως, δεν είναι απίθανο μία εταιρεία να μπει στον πειρασμό να καθορίσει χαμηλά την ονομαστική της χρέωση και να διαφημίσει έτσι το προϊόν της, φροντίζοντας ώστε η ρήτρα να αναπληρώνει τη διαφορά στην τελική χρέωση» λένε οι προμηθευτές.
Επίσης, παρατηρούν «ότι η δομή του ex-ante τιμολογίου εισάγει δύο ειδών ρίσκα, τα οποία ευνοούν τον δεσπόζοντα προμηθευτή.
Το πρώτο είναι το ρίσκο όγκου, το οποίο είναι μικρότερο όσο μεγαλύτερη είναι η πελατειακή βάση μιας εταιρείας. Έτσι, για παράδειγμα, η «φυγή» 10.000 πελατών σε έναν μήνα θα οδηγήσει σε μεγαλύτερες αποκλίσεις φορτίου εκπροσώπησης στην περίπτωση ενός παρόχου που η πελατειακή του βάση είναι 200.000 παροχές, από ό,τι μίας εταιρείας με χαρτοφυλάκιο 5 εκατομμύρια λογαριασμούς».
Ο κίνδυνος αναφορικά με την πρόβλεψη της τιμής είναι ότι οι μικρότερες εταιρείες θα βρεθούν σε δυσχερέστερη θέση τους μήνες που αναπόφευκτα θα κλείσουν με αρνητικά περιθώρια κέρδους, από ότι οι μεγαλύτερες.
Ελλάδα: ακριβό μου ρεύμα – Τι θα γίνει όταν κοπούν οι επιδοτήσεις;
Στην πεντάδα των πλέον ακριβών αγορών της Ευρώπης στο ρεύμα συγκαταλέγεται η Ελλάδα στο 9μηνο του 2023. Τα νοικοκυριά πλήρωσαν πολλά λεφτά στο διάστημα αυτό το ρεύμα που καταναλώνουν, παρά το γεγονός της αθρόας διείσδυσης ΑΠΕ στο σύστημα, αλλά και της σχετικής ομαλοποίησης της τιμής του φυσικού αερίου.
Το τελευταίο διάστημα, η μέση χονδρεμπορική τιμή στην Αγορά Επόμενης Ημέρας του Χρηματιστηρίου Ενέργειας κάνει άλμα κατά 35,6%.
Σύμφωνα με στοιχεία η Ελλάδα έρχεται τρίτη στην Ευρώπη στο 9μηνο, με μέση χονδρεμπορική τιμή τα 123,43 ευρώ ανά μεγαβατώρα και το τελευταίο 18μηνο είναι σταθερά στην ακριβότερη πεντάδα.
Πρώτη είναι η Ιταλία με 128,38 ευρώ τη μεγαβατώρα και ακολουθεί η Ιρλανδία με 125,14 ευρώ τη μεγαβατώρα.
Η αμφισβήτηση στη σημερινή λειτουργία και δομή της αγοράς (target model) ήρθε από τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θόδωρο Σκυλακάκη, που αναγνώρισε δύο πράγματα: πρώτον, ότι το ευρωπαϊκό μοντέλο δεν τα πήγε καλά στη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης και δεύτερον, ότι ισχύουν διαφορετικά συστήματα μέσα στην Ευρώπη, με άλλες δομές ανά περιοχή.
Από τις δηλώσεις του ΥΠΕΝ προκύπτουν δύο συμπεράσματα: α) το target model, έτσι όπως είναι σχεδιασμένο, άφησε ανοχύρωτους τους καταναλωτές σε μία δύσκολη περίοδο, όταν το χρειάζονταν γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο β) η κατά χώρες διαφοροποιημένη λειτουργία του μοντέλου μπορεί να συνεπάγεται στρεβλώσεις και τυχόν ανεπάρκειες.
Αυτά τα διαφορετικά, υπαρκτά, ηλεκτρικά συστήματα καθιστούν, όπως είπε ο κ. Σκυλακάκης, δύσκολη την ομοφωνία μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. για τυχόν αλλαγές εις βάθος. «Δεν βλέπω μεγάλες αλλαγές και θα πρέπει να προσαρμοστούμε», είπε ο ΥΠΕΝ.
«Το θέμα είναι αν θα προσαρμοστούμε αποδεχόμενοι τα προβλήματα της δομής αγοράς ή θα προσαρμοστούμε διορθώνοντας σε τοπικό επίπεδο τυχόν στρεβλώσεις του» σχολίασε καθηγητής του ΕΜΠ.
Επίσης ο ΥΠΕΝ θεωρεί τη διπλάσια τιμή του φυσικού αερίου σήμερα μη φυσιολογική. Όπως και την «τετραπλάσια τιμή του CO2, που αλλάζει την εξίσωση για αρκετές τεχνολογίες, όπως ο λιγνίτης» και σχολίασε: «Δεν ξέρουμε τι θα γίνει στις επόμενες δεκαετίες και καλούμαστε να καταρτίσουμε μια ενεργειακή πολιτική. Έπεσαν έξω παλαιότερες προβλέψεις διεθνών οργανισμών».
Σε αυτό το πλαίσιο, η νέα ηγεσία του ΥΠΕΝ, σχεδιάζει νέο μοντέλο επιδοτήσεων που πιθανόν να ισχύσει από τις αρχές του νέου έτους, με εστίαση στους ευάλωτους καταναλωτές και όχι πλέον οριζόντιας λογικής, την αντιμετώπιση του φαινομένου του «ενεργειακού τουρισμού», τις ρευματοκλοπές που επιβαρύνουν, όπως είπε ο κ. Σκυλακάκης κατά 4% όλους τους λογαριασμούς ρεύματος, καθώς και παρεμβάσεις για την Καθολική Υπηρεσία.