Σε ένα δύσκολο παγκόσμιο περιβάλλον, και παρά τις ευρύτερες αντίξοες οικονομικές συνθήκες, βάσει των στοιχείων του EY European Investment Monitor, το 2022 πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα 47 ΑΞΕ, αυξημένες κατά 57% έναντι του 2021.
Πρόκειται για την ισχυρότερη επίδοση της χώρας από το 2000, τη χρονιά που πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά η έρευνα, που τοποθετεί την Ελλάδα στη 19η θέση πανευρωπαϊκά για το 2022 και επιβεβαιώνει την ανοδική τάση των τελευταίων ετών.
Ωστόσο, με τις επενδύσεις στην Ελλάδα να αντιπροσωπεύουν μόλις το 0,79% των συνολικών επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν στην Ευρώπη, είναι σαφές ότι, για να κατακτήσει η Ελλάδα τη θέση που της αναλογεί στον χάρτη των ευρωπαϊκών επενδύσεων και να καλύψει το επενδυτικό κενό της τελευταίας εικοσαετίας, ο σημερινός ρυθμός αύξησης θα πρέπει να διατηρηθεί, και ακόμα και να ενταθεί, για πολλά χρόνια ακόμη.
Καταγράφεται, επίσης, μία συνεχιζόμενη βελτίωση της ποιοτικής σύνθεσης των επενδύσεων, με μεγαλύτερη διασπορά σε περισσότερες δραστηριότητες, και σημαντικό ποσοστό των επενδύσεων να κατευθύνεται σε δραστηριότητες έντασης γνώσης με σχετικά υψηλή προστιθέμενη αξία και κλάδους, όπως του λογισμικού και υπηρεσιών πληροφορικής, που μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας.
Συνεχίζει να αυξάνεται η διάθεση για επενδύσεις
Σύμφωνα με την έρευνα της ΕΥ, που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 3 και 26 Ιουλίου 2023, με τη συμμετοχή 250 στελεχών ξένων επιχειρήσεων από ολόκληρο τον κόσμο, δύο στις πέντε επιχειρήσεις (40%) σχεδιάζουν να επενδύσουν ή να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στη χώρα μας, στη διάρκεια του επόμενου χρόνου. Το ποσοστό αυτό αυξάνεται σταθερά τα τελευταία τρία χρόνια, από 28% το 2020, σε 34% το 2021 και 37% το 2022.
Όπως και για την υπόλοιπη Ευρώπη, οι σημαντικότεροι οικονομικοί κίνδυνοι που επηρέασαν περισσότερο τα επενδυτικά σχέδια για την Ελλάδα το 2023, σύμφωνα με την έρευνα, ήταν ο πληθωρισμός και ο αντίκτυπός του στην καταναλωτική δαπάνη (50%), καθώς και η αύξηση των επιτοκίων και η περιοριστική νομισματική πολιτική (43%). Σε ερώτηση προς τις επιχειρήσεις που έχουν ήδη παρουσία στη χώρα σχετικά με τους τομείς όπου αναμένουν να αυξήσουν το τρέχον επενδυτικό τους αποτύπωμα, κατά την επόμενη τριετία, στις πρώτες θέσεις βρέθηκαν οι υπηρεσίες προς επιχειρήσεις (61%) και τα logistics (58%). Αντίθετα, μόλις μία στις τρεις επιχειρήσεις σκοπεύει να αυξήσει το αποτύπωμά της στον κρίσιμο τομέα της έρευνας και ανάπτυξης (R&D) στην Ελλάδα (33%), έναντι 64% στο σύνολο της Ευρώπης, ενώ 25% δήλωσαν ότι αναμένουν να το μειώσουν.
Ως προς τους σημαντικότερους κινδύνους που θα μπορούσαν να απειλήσουν τη συνολική ελκυστικότητα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού, οι συμμετέχοντες στην έρευνα ανέφεραν τον εντεινόμενο πληθωρισμό (28%), την ενεργειακή κρίση (23%), την κοινωνική και οικονομική αστάθεια (21%) και το εργατικό κόστος (20%).
Τρεις στους πέντε ερωτηθέντες είδαν βελτίωση της ελκυστικότητας της χώρας
Το 60% των συμμετεχόντων αναφέρουν ότι η άποψή τους για την Ελλάδα, ως μία χώρα όπου η επιχείρησή τους θα μπορούσε να αναπτύξει ή να επεκτείνει τις δραστηριότητές της, έχει βελτιωθεί, με το 8% να εκτιμούν ότι έχει βελτιωθεί σημαντικά. Το συνολικό ποσοστό όσων διαπιστώνουν βελτίωση είναι αυξημένο σε σχέση με το 2022 (58%), και το υψηλότερο από την έναρξη διεξαγωγής της έρευνας, με εξαίρεση το 2021, όταν είχε προσεγγίσει το 62%.
Υψηλή παραμένει η αισιοδοξία για βελτίωση της ελκυστικότητας της χώρας
Δύο στους τρεις ερωτηθέντες (67%) εκτιμούν ότι η ελκυστικότητα της Ελλάδας θα βελτιωθεί στα επόμενα τρία χρόνια, εκ των οποίων 5% προσβλέπουν σε σημαντική βελτίωση, ενώ 9% των ερωτώμενων αναμένουν ελαφρά επιδείνωση και 2% σημαντική επιδείνωση. Η εικόνα αυτή είναι ευθυγραμμισμένη με εκείνη για το σύνολο της Ευρώπης (67% αναμένουν βελτίωση και 8% επιδείνωση) και είναι, μακράν, η καλύτερη μεταξύ των άλλων επιμέρους υπό σύγκριση χωρών όπου διεξήχθη η έρευνα. Ωστόσο, το ποσοστό των θετικών εκτιμήσεων (67%) είναι μειωμένο έναντι του 2022 (75%).
Αποτελεσματική η πολιτική ελκυστικότητας της χώρας
ρεις στους τέσσερις ερωτηθέντες (76%) κρίνουν την πολιτική ελκυστικότητας της χώρας για την προσέλκυση επενδύσεων ως «πολύ» (16%) ή «σχετικά» (60%) αποτελεσματική, υποδηλώνοντας ότι η βελτίωση της ελκυστικότητας της χώρας αποδίδεται από τους επενδυτές στην άσκηση συγκεκριμένων πολιτικών, και όχι μόνο στη χρονική συγκυρία και τη λήξη μιας μακράς περιόδου οικονομικής και πολιτικής αβεβαιότητας. Ωστόσο, η υψηλή αναλογία όσων χαρακτηρίζουν την πολιτική ελκυστικότητας της Ελλάδας «σχετικά» αποτελεσματική υποδηλώνει ότι εξακολουθούν να υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης. Μεταξύ των επιμέρους πολιτικών ελκυστικότητας, οι ερωτηθέντες προκρίνουν τις πολιτικές για την προσέλκυση επιχειρήσεων (76%), καινοτόμων δραστηριοτήτων (68%) και ανθρώπινου ταλέντου (64%) και, λιγότερο, την προσέλκυση κεντρικών γραφείων επιχειρήσεων (58%) και τη δημιουργία κέντρων ανταγωνιστικότητας και κόμβων παγκόσμιας εμβέλειας (54%).
Βιώσιμη ανάπτυξη, τεχνολογία και ανθρώπινο δυναμικό
Οι συμμετέχοντες στην έρευνα αξιολόγησαν, επίσης, την Ελλάδα συγκριτικά με άλλες χώρες, με βάση μια σειρά από κριτήρια που συνδέονται με τρεις κρίσιμους παράγοντες που επηρεάζουν σήμερα τις επενδυτικές αποφάσεις: τη βιώσιμη ανάπτυξη, την τεχνολογία και το ανθρώπινο δυναμικό. Σε όλους τους επιμέρους τομείς, η πλειοψηφία των ερωτώμενων εκτιμά ότι οι επιδόσεις της Ελλάδας κυμαίνονται στα ίδια επίπεδα με αυτές των άλλων χωρών. Η καλύτερη εικόνα για τη χώρα αναδύεται σχετικά με τη βιώσιμη ανάπτυξη, όπου σε πέντε από τα έξι επιμέρους κριτήρια πλειοψηφούν όσοι αξιολογούν τις επιδόσεις της χώρας ως καλύτερες έναντι όσων τις θεωρούν χειρότερες σε σχέση με άλλες χώρες. Αντίθετα, στα κριτήρια που συνδέονται με την τεχνολογία και το ανθρώπινο δυναμικό, η εικόνα είναι λιγότερο ενθαρρυντική, με τα ποσοστά όσων θεωρούν τις επιδόσεις της χώρας καλύτερες στα επιμέρους κριτήρια να βρίσκονται πολύ κοντά σε αυτά που τις κρίνουν χειρότερες, υποδεικνύοντας κάποια σημαντικά σημεία στα οποία θα χρειαστεί να σημειωθεί πρόοδος τα επόμενα χρόνια.
Θετικές απόψεις για τη διαχείριση της ενεργειακής κρίσης
Οι επιχειρήσεις φαίνεται να επικροτούν τον τρόπο με τον οποίο η χώρα διαχειρίστηκε την ενεργειακή κρίση του 2022. Σε σχετική ερώτηση, δύο στους πέντε ερωτώμενους εκφράστηκαν θετικά, με 36% να δηλώνουν ότι η Ελλάδα διαχειρίστηκε την κρίση «ελαφρώς καλύτερα» και 7% «σημαντικά καλύτερα» από τις άλλες χώρες, ενώ 22% θεώρησαν ότι η διαχείριση της κρίσης ήταν συγκριτικά χειρότερη.
Ανθρώπινες δεξιότητες, φορολογία, υψηλή τεχνολογία και καινοτομία παραμένουν βασικές προτεραιότητες
Ως προς τους τομείς όπου θα πρέπει να εστιάσει η χώρα για να διατηρήσει την ανταγωνιστική της θέση στην παγκόσμια οικονομία, οι ερωτώμενοι εξακολουθούν να προκρίνουν τρεις προτεραιότητες: τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος και των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού (31%), τη μείωση της φορολογίας (28%) και την υποστήριξη των κλάδων υψηλής τεχνολογίας και καινοτομίας, όπως οι καθαρές τεχνολογίες, κ.ά. (26%).
Οι πυρκαγιές του Ιουλίου και η διάθεση για επενδύσεις
Η διεξαγωγή της φετινής έρευνας συνέπεσε χρονικά με την εκδήλωση των καταστροφικών πυρκαγιών του Ιουλίου, στη Ρόδο και σε άλλες περιοχές της χώρας, οι οποίες καλύφθηκαν εκτενώς από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης. Τα γεγονότα αυτά φαίνεται να επηρέασαν αρνητικά τις επιχειρήσεις που δεν είναι σήμερα εγκατεστημένες στην Ελλάδα ως προς τη διάθεσή τους να επενδύσουν στη χώρα. Το ποσοστό αυτών των επιχειρήσεων που δήλωσαν ότι σχεδιάζουν να αναπτύξουν δραστηριότητες στη χώρα μας κατά τον επόμενο χρόνο μειώθηκε από 49%, πριν την εκδήλωση των πυρκαγιών, σε 2% μετά. Αντίθετα, η πρόθεση για επενδύσεις μεταξύ των επιχειρήσεων που έχουν ήδη παρουσία στη χώρα δε μεταβλήθηκε σημαντικά. Το εύρημα αυτό αναδεικνύει τη σημασία που αποδίδει, πλέον, η επενδυτική κοινότητα στην ικανότητα της χώρας να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις τεράστιες προκλήσεις που δημιουργεί η κλιματική αλλαγή, και επιβεβαιώνει την ανάγκη δημιουργίας ενός στρατηγικού σχεδίου προς την κατεύθυνση αυτή.