Εκατοντάδες χιλιάδες πρόβατασφάζονται στην Ελλάδα, λόγω της ευλογιάς των αιγοπροβάτων, κάτι, που όπως σημειώνει και το BBC σε ρεπορτάζ του, ενδέχεται να επηρεάσει την παραγωγή και τις εξαγωγές της φέτας.
Η Αναστασία Σιούρτου περπατά μέσα στην έρημη φάρμα της στα περίχωρα της Καρδίτσας, μίας πόλης στην περιοχή της Θεσσαλίας στην κεντρική Ελλάδα. Μια απόκοσμη σιωπή επικρατεί στον τόπο όπου εκτρέφονταν 650 πρόβατα. Στις 12 Νοεμβρίου, κτηνίατροι σκότωσαν όλα τα ζώα μετά την ανίχνευση κρούσματος ευλογιάς των αιγοπροβάτων.
«Υπάρχει μια άλλη φάρμα δύο χιλιόμετρα μακριά. Είχαν κρούσματα ευλογιάς, αλλά το έκρυψαν», λέει, υπονοώντας τον λόγο που το κοπάδι της προσβλήθηκε από την ασθένεια. Η κ. Σιούρτου είναι η ίδια κτηνίατρος και έχει επεκτείνει τη φάρμα που δημιούργησε ο πατέρας της.
Η απώλεια των ζώων σημαίνειοικονομική καταστροφή –εκτός από τα ζώα που έχασε η φάρμα, το πρόβειο γάλα, το οποίο πωλείται για την παραγωγή φέτας, αναφέρεται συχνά ως το «λευκό χρυσάφι» της Ελλάδας. Περισσότερο από το οικονομικό πλήγμα, όμως, η κ. Σιούρτου μιλά για το συναισθηματικό κόστος. «Ήμουν εδώ την ημέρα που σφαγιάστηκαν τα πρόβατα. Είναι πολύ σκληρό, ένιωσα ότι απέτυχα να τα προστατεύσω», σημειώνει.
Στον ορίζοντα οι ελλείψεις στη φέτα
Η φέτα πρέπει να παρασκευάζεται από τουλάχιστον 70% πρόβειο γάλα, ενώ το υπόλοιπο είναι κατσικίσιο. Οι μικρές γαλακτοκομικές μονάδες αναφέρουν ότι ήδη αντιμετωπίζουν προβλήματα στην προμήθεια πρόβειου γάλακτος, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε πιθανή έλλειψη φέτας στο μέλλον. Αν και οι τιμές δεν έχουν ακόμη αυξηθεί, αυτό είναι πιθανό να συμβεί αν η επιδημία δεν εξαλειφθεί.
«Η περιορισμένη ποσότητα διαθέσιμου γάλακτος αυξάνει το κόστος παραγωγής και καθιστά πιο δύσκολη τη διατήρηση των τρεχουσών ποσοτήτων φέτας στην αγορά», λέει στο BBC ο καθηγητής Δημήτρης Γουγκούλης από τη Σχολή Κτηνιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Ένας άλλος κτηνοτρόφος κοντά στην Καρδίτσα, ο Τάσος Μανάκας, είδε το κοπάδι του, που αριθμούσε 873 ζώα, να θανατώνεται στις 9 Οκτωβρίου. Τώρα περνά τις μέρες του καθισμένος σε ένα μικρό δωμάτιο στον στάβλο του. «Το μαγαζί είναι κλειστό», λέει με πικρία. Ο κ. Μανάκας περπατάει δίπλα από τις άδειες μεταλλικές ταΐστρες και το δωμάτιο αρμέγματος που τώρα καλύπτεται από ιστούς αράχνης. «Συνήθιζα να έρχομαι το πρωί, να ακούω τα ζώα να βελάζουν, να τα χαϊδεύω. Την ημέρα που τα σφάγιασαν, ήμουν εδώ. Αν με έκοβες εκείνη την ημέρα, δεν θα έβγαζα αίμα», σημειώνει. Ξεφυλλίζει προσεκτικά ένα κυβερνητικό έγγραφο γεμάτο αριθμητικούς πίνακες.
Στους πληγέντες κτηνοτρόφους προσφέρεται αποζημίωση μεταξύ 132 και 220 ευρώ ανά πρόβατο, ανάλογα με την ηλικία του. Οι κτηνοτρόφοι απαντούν ότι οι πληρωμές αυτές δεν επαρκούν για να καλύψουν τις απώλειές τους.
Η κυβέρνηση έχει επίσης επικριθεί για την ευρύτερη αντίδρασή της στην επιδημία. Μια Εθνική Επιστημονική Επιτροπή για τη Διαχείριση και τον Έλεγχο της Ευλογιάς των Προβάτων και των Αιγών συστάθηκε μόλις στα τέλη Οκτωβρίου, 14 ολόκληρους μήνες μετά την ανίχνευση της πρώτης περίπτωσης.
Εν τω μεταξύ, δεν δημιουργήθηκαν ζώνες αποκλεισμού στις περιοχές όπου καταγράφηκαν οι πρώτες περιπτώσεις στα τέλη του καλοκαιριού του 2024, και οι επικριτές υποστηρίζουν ότι η κρατική κτηνιατρική υπηρεσία είναι σημαντικά υποστελεχωμένη.
Ταυτόχρονα, αγρότες έχουν συλληφθεί για παράνομη μεταφορά ζώων με φορτηγά σε περιοχές που θεωρούνται απαλλαγμένες από τη νόσο. Και τοπικές αναφορές αναφέρουν ότι μολυσμένα ζώα έχουν θαφτεί σε χωράφια χωρίς να ενημερωθούν οι αρχές.
Ένας εκπρόσωπος του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων δήλωσε στο BBC: «Εφαρμόσαμε το σχέδιο για την εξάλειψη της ευλογιάς των προβάτων από την αρχή, όπως προβλέπεται στα ευρωπαϊκά πρωτόκολλα. Το αποτέλεσμα ήταν να φτάσουμε σχεδόν σε μηδενικά κρούσματα την άνοιξη του 2025. Η απόφαση για τη σύσταση της επιστημονικής επιτροπής τον Οκτώβριο του 2025 ελήφθη υπό την πίεση ενός παράγοντα: πολλοί αγρότες δεν συμμορφώθηκαν με τα μέτρα βιοασφάλειας, με αποτέλεσμα την εκρηκτική αύξηση των κρουσμάτων».