Έτος μετάβασης που ωστόσο θα επιτευχθεί σημαντική βελτίωση στην καθαρή κερδοφορία χαρακτήρισε το 2021, ο Ευ. Μυτιληναίος, ενώ επαναβεβαίωσε την εκτίμηση του ότι το 2022 η καθαρή κερδοφορία του ομίλου θα είναι διπλάσια του 2020, προσεγγίζοντας τα 260 εκατ. ευρώ.
Στο πλαίσιο της ενημέρωσης των αναλυτών για τα αποτελέσματα του α’ εξαμήνου του 2021, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ομίλου τοποθετήθηκε επίσης τόσο για τις προκλήσεις της «πράσινης» μετάβασης όσο και σε ότι αφορά την άνοδο των τιμών εμπορευμάτων και ειδικότερα του αλουμινίου.
Κατά τον κ. Μυτιληναίο, η ανοδική πορεία των διεθνών τιμών του αλουμινίου και της αλουμίνας θα συνεχιστεί με βραδύτερους ρυθμούς, προσθέτοντας ωστόσο πως θα είναι έκπληξη η διατήρηση αυτού του momentum καθόλη τη διάρκεια του 2022. Υπογράμμισε ωστόσο ότι δεν διαβλέπει δραστική διόρθωση των διεθνών τιμών και εξήγησε πως η όποια επίπτωση για τον όμιλο έρχεται με καθυστέρηση και αναμένεται να εξισορροπηθεί από τις κινήσεις hedging.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση όσον αφορά την πρόσφατη συμφωνία μεταξύ της Αλουμίνιον της Ελλάδος και της ΔΕΗ, ο κ. Μυτιληναίος ξεκαθάρισε πως η εμπορική συμφωνία δεν περιλαμβάνει όρους που συνδέονται με τη διακύμανση τιμών του LME, καθώς και πως δεν προβλέπονται προκαταβολές ή εμπροσθοβαρείς πληρωμές προς τη ΔΕΗ.
Μένοντας στον τομέα της μεταλλουργίας, ανάφερε ότι η διεθνής ζήτηση για προϊόντα αλουμινίου παραμένει ισχυρή με την προσφορά να μειώνεται, εξαιτίας της απόφασης της Κίνας να θέσει περιβαλλοντικούς στόχους (με επιπτώσεις στους παραγωγούς αλουμινίου της χώρας) αλλά και στις εξελίξεις με τον ρωσικό κολοσσό Rusal μετά την επιβολή φόρων εξαγωγών που επέβαλε η Μόσχα στο αλουμίνιο και άλλα μεταλλεύματα προκειμένου να περιορίσει τον πληθωρισμό.
Ο κ. Μυτιληναίος επανέλαβε τις πρωτοβουλίες του ομίλου για την κάλυψη μέρους της παραγωγής αλουμινίου από ανακυκλώσιμο προϊόν. Στο πλαίσιο αυτό εξετάζεται η επέκταση της μονάδας αλουμίνας, με στόχο τον διπλασιασμό παραγωγής ανακυκλώσιμων προϊόντων (από 60.000 τόνους σε 120.000 τόνους), απόφαση που αναμένεται να ληφθεί εντός του έτους.
Ιδιαίτερη ήταν η αναφορά του κ. Μυτιληναίου στην επίπτωση από το αυξημένο κόστος των δικαιωμάτων ρύπων, τόσο στις ενεργοβόρες βιομηχανίες όσο και σε ολόκληρη την οικονομία και κατ’ επέκταση την κοινωνία.
Υπογράμμισε πως η χρήση φυσικού αερίου θα αποτελέσει μια βέβαιη ενεργειακή «γέφυρα» έως ότου υποκατασταθεί από καθαρές μορφές ενέργειας, και στο πλαίσιο αυτό το υψηλό κόστος δικαιωμάτων ρύπων (που υπερβαίνουν τα 50 ευρώ ανά τόνο), μοιραία θα επηρεάσει το κόστος ενέργειας σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. «Αν κάποιος νομίζει πως η πράσινη μετάβαση θα είναι φθηνή κάνει μεγάλο λάθος», ανάφερε χαρακτηριστικά.