Σύμφωνα με τα στοιχεία των ετήσιων εθνικών λογαριασμών, οι συνολικές ώρες εργασίας στην ελληνική οικονομία το 2023 διαμορφώθηκαν σε 9,7 δισεκ., εκ των οποίων το 68,7% προήλθε από τη συνιστώσα της εξαρτημένης εργασίας (employees) και το υπόλοιπο 31,3% από τους αυτοαπασχολούμενους (self-employed), σημειώνει η Eurobank, στο εβδομαδιαίο newsletter «7 μέρες Οικονομία».
Στην Ευρωζώνη οι αντίστοιχες ώρες εργασίας ανήλθαν σε 261,1 δισεκ., με το μερίδιο των απασχολούμενων εξαρτημένης εργασίας να διαμορφώνεται στο 82,1% -αρκετά υψηλότερα σε σύγκριση με την Ελλάδα- και το αντίστοιχο των αυτοαπασχολούμενων στο 17,9%. Σε σύγκριση με το 2022 οι συνολικές ώρες εργασίας στην ελληνική οικονομία αυξήθηκαν κατά 1,7% (1,3% στην Ευρωζώνη), συνεισφέροντας, 1,7 ποσοστιαίες μονάδες στον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης το 2023. Αυτό το αποτέλεσμα αντανακλά: πρώτον, την ενίσχυση των απασχολούμενων κατά 1% και δεύτερον, την αύξηση των ωρών εργασίας ανά απασχολούμενο κατά 0,7%.
Συνεπώς, όχι μόνο αυξήθηκαν οι απασχολούμενοι στην Ελλάδα το 2023, αλλά κατά μέσο όρο ο καθένας εργάστηκε και περισσότερες ώρες συμβάλλοντας στην ενίσχυση του παραγόμενου προϊόντος της οικονομίας. Οι ώρες εργασίας ανά απασχολούμενο στην Ελλάδα ανήλθαν στις 2.000, το 2023, κατατάσσοντας την ελληνική οικονομία στη δεύτερη θέση ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 κρατών μελών.
Στην πρώτη θέση ήταν η Πολωνία με 2.019,5 ώρες ανά απασχολούμενο και ακολούθησαν: Ελλάδα (2.000,1), Λετονία (1.862,0), Λιθουανία (1.858,4), Μάλτα (1.835,9), Κύπρος (1.830,7), Εσθονία (1.829,6), Ρουμανία (1.825,9), Πορτογαλία (1.814,9), Τσεχία (1.765,8), Ιταλία (1.734,4), Ουγγαρία (1.679,2), Ιρλανδία (1.632,8), Ισπανία (1.632,3), Σλοβακία (1.630,9), Βουλγαρία (1.617,7), Σλοβενία (1.616,1), ΕΕ-27 (1.604,1), Σουηδία (1.591,5), Φινλανδία (1.548,3), Ευρωζώνη (1.547,5), Αυστρία (1.540,5), Γαλλία (1.500,2), Λουξεμβούργο (1.462,2), Ολλανδία (1.396,0), Δανία (1.380,2) και Γερμανία (1.342,4).
Στους επί μέρους τομείς οικονομικής δραστηριότητας, οι απασχολούμενοι που εργάστηκαν τις περισσότερες ώρες το 2023 ήταν αυτοί στον τομέα της γεωργίας, δασοκομίας και αλιείας (2.229,0 έναντι 2.093,9 στην Ευρωζώνη, βλέπε Σχήμα 3) και ακολούθησαν: χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες (2.107,2 έναντι 1.608,6 στην Ευρωζώνη), εμπόριο, επισκευές οχημάτων και μοτοσικλετών, μεταφορά και αποθήκευση, υπηρεσίες παροχής καταλύματος και εστίασης (2.089,6 έναντι 1.598,6 στην Ευρωζώνη), κατασκευές (2.086,8 έναντι 1.759,4 στην Ευρωζώνη), βιομηχανία (2.038,7 έναντι 1.587,4 στην Ευρωζώνη), σύνολο κλάδων (2.000,1 έναντι 1.547,5 στην Ευρωζώνη), ενημέρωση και επικοινωνία (1.966,7 έναντι 1.653,3 στην Ευρωζώνη), τέχνες, διασκέδαση και ψυχαγωγία, επισκευές ειδών νοικοκυριού και άλλες υπηρεσίες (1.964,0 έναντι 1.404,2 στην Ευρωζώνη), επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες, διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες (1.949,1 έναντι 1.544,3 στην Ευρωζώνη), διαχείριση ακίνητης περιουσίας (1.897,9 έναντι 1.612,7 στην Ευρωζώνη) και δημόσια διοίκηση και άμυνα, υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, εκπαίδευση, δραστηριότητες σχετικές με την ανθρώπινη υγεία και την κοινωνική μέριμνα (1.738,6 έναντι 1.374,4 στην Ευρωζώνη).
Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας -μεταβλητή που υπολογίζεται ως ο λόγος του πραγματικού ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας- επιβραδύνθηκε από 1,6% το 2022 στο 0,3% το 2023. Η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα ναι μεν παρουσιάζει ανάκαμψη τα 5 τελευταία χρόνια (2019-2023 μέση ετήσια αύξηση 1,3%), ωστόσο παραμένει σε ένα επίπεδο χαμηλότερο κατά 15,4% σε σύγκριση με το 2007. Αντιθέτως, η απασχόληση το 2023 ξεπέρασε τα προ κρίσης χρέους επίπεδα κατά 1,2%, ενώ οι ώρες εργασίας ανά απασχολούμενο υπολείπονταν κατά 5,3%.
Ως εκ τούτου, βάσει των στοιχείων των εθνικών λογαριασμών, η μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας, δηλαδή η μείωση του βαθμού αποτελεσματικότητας στη χρήση του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας, αποτελεί τον βασικό παράγοντα για την απόκλιση του πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα κατά -18,9% σε σύγκριση με τα προ κρίσης χρέους επίπεδα. Η μεγάλη συρρίκνωση των επενδύσεων παγίων στην ελληνική οικονομία από το 2008 μέχρι σήμερα και η συνεπακόλουθη σταδιακή συρρίκνωση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού ερμηνεύουν σε έναν βαθμό το παραπάνω αποτέλεσμα. Η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία παράλληλα με την ενίσχυση του ανθρώπινου κεφαλαίου δύνανται να συμβάλλουν αποφασιστικά στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας τα επόμενα χρόνια.