Μια σφαιρική εικόνα για τη γεωγραφική, επιστημονική και επαγγελματική κινητικότητα των Ελλήνων διδακτόρων αποτυπώνεται στα αποτελέσματα της εκτενούς απογραφικής έρευνας η οποία πραγματοποιήθηκε από το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης & Ηλεκτρονικού Περιεχομένου (ΕΚΤ) σε συνεργασία με την Ερευνητική Μονάδα Περιφερειακής Ανάπτυξης και Πολιτικής (ΕΜΠΑΠ) του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

Μερικά από τα ενδιαφέροντα ευρήματα της έρευνας είναι τα ακόλουθα: Οι Έλληνες διδάκτορες κατέχουν κατά κανόνα περισσότερους από έναν τίτλους σπουδών, εμφανίζουν πολύ υψηλό ποσοστό απασχόλησης (97,5%), κυρίως στον δημόσιο τομέα (66%), ενώ σε σημαντικό ποσοστό (31,3%) διαθέτουν εργασιακή εμπειρία στο εξωτερικό.

Το 14,8% των διδακτόρων εξακολουθούν να εργάζονται στο εξωτερικό, διατηρώντας ισχυρούς δεσμούς με την Ελλάδα, ενώ το 46,3% εξ αυτών σκοπεύουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια

Στόχος της έρευνας, στην οποία συμμετείχαν 10.295 διδάκτορες από τον συνολικό πληθυσμό των ελλήνων διδακτόρων της περιόδου 1985-2018 του Εθνικού Αρχείου Διδακτορικών Διατριβών, ήταν η διεξοδική καταγραφή του συγκεκριμένου τμήματος του πληθυσμού, που χαρακτηρίζεται ως ανθρώπινο δυναμικό υψηλής εξειδίκευσης και συνδέεται άμεσα με δείκτες οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας.

Στην έκδοση «Η γεωγραφική, επιστημονική και επαγγελματική κινητικότητα των ελλήνων διδακτόρων» που δημοσιεύει το ΕΚΤ, παρουσιάζονται αναλυτικά στοιχεία τα οποία αφορούν τη δημογραφία των διδακτόρων, την επιλογή των ιδρυμάτων από τα οποία λαμβάνουν τους τίτλους σπουδών τους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, τις επαγγελματικές επιλογές τους και το πώς αυτές συνδέονται με τον επιστημονικό τους προσανατολισμό, τη γεωγραφική τους κινητικότητα κατά τη διάρκεια των σπουδών και μετά την ολοκλήρωσή τους, τη συσχέτιση της κινητικότητας με την αγορά εργασίας καθώς και οικονομικούς και άλλους παράγοντες που επηρέασαν τις αποφάσεις τους.

Ένας ειδικότερος στόχος της έρευνας είναι η σε βάθος κατανόηση της γεωγραφικής τους κινητικότητας, με έμφαση στη μετανάστευσή τους στο εξωτερικό (διαρροή εγκεφάλων – brain drain). Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, η παρουσίαση των στοιχείων γίνεται κατά ενότητες, με βάση τη γεωγραφική κινητικότητα των ελλήνων διδακτόρων, ως εξής: α. δεν εργάστηκαν ποτέ εκτός Ελλάδας, ζουν στην Ελλάδα, β. εργάστηκαν κάποιο διάστημα στο εξωτερικό αλλά τώρα ζουν στην Ελλάδα, γ. ζουν στο εξωτερικό, δ. εργάστηκαν στο εξωτερικό, γύρισαν στην Ελλάδα, αλλά τώρα ζουν και εργάζονται στο εξωτερικό.

Όπως επισημαίνει η Διευθύντρια του ΕΚΤ Δρ Εύη Σαχίνη «Το ΕΚΤ με τη στατιστική και μελετητική του δραστηριότητα, επιδιώκει να αναδείξει τη συμβολή του ανθρώπινου δυναμικού υψηλής εξειδίκευσης στο σύστημα έρευνας και καινοτομίας και στην οικονομία ευρύτερα. Με την υλοποίηση σειράς δράσεων, ερευνών και μελετών, και με την παροχή πλήθους επεξεργασμένων δεδομένων, το ΕΚΤ δίνει τη δυνατότητα τόσο στους ερευνητές να εμβαθύνουν τις αναλύσεις  τους σε επιμέρους θέματα, όσο και στην Πολιτεία να παράγει δημόσιες πολιτικές βασισμένες σε στοιχεία, για την πιο αποτελεσματική αξιοποίηση του πολύτιμου ανθρώπινου δυναμικού που διαθέτει η χώρα, οπουδήποτε στον κόσμο και αν βρίσκεται».

Τα κυριότερα ευρήματα της έρευνας

Οι Έλληνες διδάκτορες διαθέτουν κατά κανόνα περισσότερους από έναν τίτλους σπουδών: το 10,4% έχουν δεύτερο πτυχίο, το 74,4% μεταπτυχιακό, το 14,9% είναι κάτοχοι δεύτερου μεταπτυχιακού, το 0,8% έχουν αποκτήσει και δεύτερο διδακτορικό, ενώ το 11,2% έχουν διενεργήσει μεταδιδακτορική έρευνα (postdoc). Τα πτυχία τους είναι κυρίως στις Επιστήμες Υγείας, στις Φυσικές Επιστήμες, στα Μαθηματικά και τη Στατιστική. Σε σημαντικό ποσοστό, απέκτησαν τα πτυχία τους στο εξωτερικό: 8% πήραν το πρώτο πτυχίο τους στο εξωτερικό, 22,4% το μεταπτυχιακό τους, 2,8% το διδακτορικό τους και 26,3% το μεταδιδακτορικό τους.

Το 95,7% των διδακτόρων που συμμετείχαν στην έρευνα εργάζονται, κυρίως στον δημόσιο τομέα (66%) και σε μικρότερο ποσοστό στον ιδιωτικό (33,8%). Σημαντικό ποσοστό τους εργάζονται σε πανεπιστήμια (32,4%) ή ερευνητικά κέντρα (7,4%) και το 21,4% σε επιχειρήσεις.


Ως προς τη γεωγραφική τους κινητικότητα, το 31,3% των διδακτόρων εργάστηκαν για κάποιο χρονικό διάστημα στο εξωτερικό (μάλιστα το 14,8% εξακολουθούν να ζουν και να εργάζονται σήμερα στο εξωτερικό). Το 68,7% των διδακτόρων δεν έφυγαν ποτέ από την Ελλάδα, και το 82,2% εξ αυτών δεν έχουν πρόθεση μετακίνησης στο εξωτερικό.

Όσον αφορά τους διδάκτορες που ζουν στην Ελλάδα (και δεν εργάστηκαν ποτέ εκτός Ελλάδας), σε ποσοστό 42,9% εργάζονται ως «Επαγγελματίες», κατά 27,6% ως «Διδακτικό προσωπικό ανώτατων εκπαιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων», κατά 15% ως «Ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη», κατά 7,6% ως «Υπάλληλοι (δημόσιοι ή ιδιωτικοί)» και κατά 5,7% ως «Ερευνητές».


Όσον αφορά τους διδάκτορες που ζουν στο εξωτερικό, το 40,3% δήλωσαν ότι εργάζονται ως «Διδακτικό προσωπικό ανώτατων εκπαιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων», το 32,2% ως «Επαγγελματίες», το 15% ως «Ερευνητές», το 9,5% ως «Ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη» και το 2,6% ως «Υπάλληλοι (δημόσιοι ή ιδιωτικοί)».


Το 73,8% από τους διδάκτορες που ζουν και εργάζονται στο εξωτερικό, είχαν εργαστεί στην Ελλάδα πριν φύγουν για το εξωτερικό. Το 52,6% από αυτούς, ακριβώς πριν φύγουν για το εξωτερικό, εργάζονταν και μάλιστα με ασφαλή εργασιακή σχέση ή/και με καλή αμοιβή ή/και σε σχετικό με τις σπουδές τους αντικείμενο. Οι περισσότεροι έφυγαν από την Ελλάδα μετά το 2011 (72,8%), για λόγους που συνδέονται άμεσα με την εργασία (επαγγελματική ανέλιξη, καλύτερες εργασιακές συνθήκες, καλύτερες οικονομικές απολαβές και εργασία στο αντικείμενό τους), ενώ για τους ίδιους λόγους επέλεξαν και τη χώρα στην οποία εγκαταστάθηκαν.

Οι έλληνες κάτοχοι διδακτορικού ζουν/έζησαν σε πάνω από 50 χώρες, κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις ΗΠΑ, τη Γερμανία και τη Γαλλία (το 30,8% σε περισσότερες από μία χώρες), καθώς και σε περισσότερες από 500 πόλεις, κυρίως στο Λονδίνο, το Παρίσι, τη Βοστώνη, τη Λευκωσία και τη Νέα Υόρκη. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 67,5% αυτών που ζουν/έζησαν στο εξωτερικό έχουν εργαστεί/εργάζονται σε μία από τις 10 πιο καινοτόμες χώρες του κόσμου, και το 75,2% ζουν/έζησαν σε πόλεις που θεωρούνται παγκόσμιες μητροπόλεις.

Πρόθεση επιστροφής στην Ελλάδα

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ευρήματα της έρευνας όσον αφορά την πρόθεση των ελλήνων διδακτόρων που ζουν στο εξωτερικό, να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Το 46,3% απάντησαν ότι σκοπεύουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια. Το 61,4% εξ αυτών σκέφτονται να επιστρέψουν άμεσα, και συγκεκριμένα το 39% ότι σκοπεύουν να επιστρέψουν σε «1-2 χρόνια» και το 22,4% «φέτος».  Επίσης, διατηρούν ισχυρούς δεσμούς με την Ελλάδα, καθώς σε ποσοστό 95% έρχονται τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο στην Ελλάδα.


Οι προϋποθέσεις και οι λόγοι επιστροφής στην Ελλάδα συναρτώνται κυρίως με τη δυνατότητα εύρεσης εργασίας. Το 69,7% δήλωσαν ότι θα επέστρεφαν εάν έβρισκαν «εργασία ανάλογη με τα προσόντα [τους] στην Ελλάδα», το 43% θα επέστρεφαν για «οικογενειακούς λόγους» και το 35,6% εάν «ένας από τους δύο συντρόφους έβρισκε εργασία στην Ελλάδα που ήταν οικονομικά ικανοποιητική».

Στο ερώτημα για το τι μπορεί να κάνει το κράτος για να βοηθήσει την επιστροφή τους, το 60,7% δήλωσαν ότι ικανή συνθήκη είναι «να προκηρυχθούν νέες θέσεις εργασίας στα ΑΕΙ/ Ερευνητικά Κέντρα» και το 58,4% να βελτιωθούν οι γενικότερες συνθήκες στη χώρα (κοινωνικές υποδομές, βελτίωση της οικονομίας κλπ.). Σημαντικό τμήμα τους δήλωσαν ότι πρέπει να βελτιωθεί η διασύνδεση αυτών που εργάζονται στο εξωτερικό με την Ελλάδα.


Συγκεκριμένα, το 37,2% θεωρούν ότι πρέπει «να βελτιωθούν οι δυνατότητες διασύνδεσής τους με την ελληνική ερευνητική κοινότητα» και το 29,2% ότι χρειάζεται «διαφάνεια και αμεσότητα στην ενημέρωση για κίνητρα-υποτροφίες που προσφέρονται στην Ελλάδα». Μόνο το 9,2% δήλωσαν πως δεν ενδιαφέρονται καθόλου να επιστρέψουν.

Τα ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία της έρευνας επιτρέπουν την καλύτερη κατανόηση της γεωγραφικής, επιστημονικής και επαγγελματικής κινητικότητας των ελλήνων διδακτόρων, με στόχο την ανάπτυξη αποτελεσματικών πολιτικών για τη συγκράτησή τους, για την επιστροφή τους αλλά και για την αξιοποίησή τους όσο βρίσκονται στο εξωτερικό.