Στη Φρανκφούρτη, όπου θα συνεδριάσει το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) την επόμενη Πέμπτη, είναι στραμμένη η προσοχή των διοικήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Πρόκειται για μία κρίσιμη συνεδρίαση, καθώς θα διαφανούν οι προθέσεις των μελών της νομισματικής αρχής για την πορεία των επιτοκίων από εδώ και στο εξής, μετά την αναταραχή που έχει προκαλέσει σε όλο τον πλανήτη η κήρυξη εμπορικού πολέμου από την κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Μέχρι και προ δεκαημέρου, στο πλέον πιθανό σενάριο οι παρεμβατικοί δείκτες της ΕΚΤ θα διατηρούνταν σταθεροί αυτό το μήνα, για να μειωθούν τον ερχόμενο Ιούνιο κατά 25 μονάδες βάσης και να διατηρηθούν εκεί μέχρι το φθινόπωρο
Τα νέα σενάρια για τα επιτόκια
Τα δεδομένα ωστόσο πλέον έχουν αλλάξει. Ο κίνδυνος επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας διεθνώς, σε συνδυασμό με τις πτωτικές τάσεις για τον πληθωρισμό στη Γηραιά Ήπειρο, οι οποίες ενδέχεται να ενταθούν λόγω της μείωσης των ενεργειακών τιμών, μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπές.
Οι περισσότεροι αναλυτές αυτήν τη στιγμή εκτιμούν ότι τη Μεγάλη Πέμπτη 17 Απριλίου το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ θα αποφασίσει το κούρεμα των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης, για να ακολουθήσει μία ακόμη ίδιου μεγέθους αναπροσαρμογή στη συνεδρίαση του Ιουνίου.
Με βάση τις ίδιες εκτιμήσεις, τα επιτόκια θα παραμείνουν αμετάβλητα στην προγραμματισμένη συνάντηση των κεντρικών τραπεζιτών στα μέσα Ιουλίου και στις αρχές του φθινοπώρου θα αξιολογηθούν εκ νέου οι συνθήκες.
Πλέον πάντως, δεν αποκλείεται η κούρσα των μειώσεων να σταματήσει για το επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων στο 1,75% ή ακόμη και στο 1,5%, εάν αυτό κριθεί απαραίτητο για την τόνωση της οικονομίας και την ενίσχυση της ρευστότητας στη ζώνη του ευρώ, σε συνδυασμό με άλλα μέτρα που οδηγούν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Οι ελληνικές τράπεζες
Εφόσον επαληθευτούν αυτές οι προβλέψεις, οι κίνδυνοι για τους επιχειρησιακούς στόχους των ελληνικών τραπεζών αυξάνονται.
Κι αυτό διότι τα πλάνα της τριετίας 2025 – 2027 στηρίζονται σε διαφορετικές παραδοχές.
Συγκεκριμένα, υποθέτουν ότι το καταθετικό επιτόκιο της ΕΚΤ θα βρεθεί στο 2% μέχρι το τέλος της χρονιάς και θα παραμείνει καθόλη τη διάρκειας της υπό εξέταση περιόδου σε αυτά τα επίπεδα.
Αν όμως το κόστος του χρήματος υποχωρήσει σε μεγαλύτερο βαθμό θα τεθούν εν αμφιβόλω οι στόχοι τους.
Συγκεκριμένα, με δεδομένο ότι το 90% των υφιστάμενων χορηγήσεων είναι κυμαινόμενου επιτοκίου, η κάμψη στο επιτοκιακό εισόδημα θα είναι υψηλότερη του αναμενόμενου.
Ταυτόχρονα όμως θα δημιουργηθούν ευκαιρίες αναπλήρωσης των απωλειών ως εξής:
- Η μείωση των επιτοκίων θα επιτρέψει στις τράπεζες να λανσάρουν ακόμη πιο ελκυστικά δανειοδοτικά προϊόντα, συνθήκη αναγκαία για την ενίσχυση της ζήτησης.
Αυτή η υποχώρηση θα διευρύνει τις δυνατότητες χρηματοδότησης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, με βάση τα τρέχοντα εισοδήματα και τα κέρδη τους αντίστοιχα.
- Η ταχύτερη αποκλιμάκωση των αποδόσεων στις προθεσμιακές καταθέσεις και τα έντοκα γραμμάτια θα στρέψει μέρος των αποταμιευτών σε εναλλακτικές μορφές αποταμίευσης.
Με τον τρόπο αυτό είναι δυνατή η ενίσχυση των εσόδων από προμήθειες, μέσω τόσο του asset management, όσο και του bancassurance.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν ήδη πάρει θέσεις μάχης στους δύο συγκεκριμένους τομείς, διαβλέποντας την ανάπτυξή τους τα επόμενα χρόνια.
Μία μεγαλύτερη λοιπόν μείωση των επιτοκίων μπορεί να δώσει ώθηση στο εισόδημά τους από τις προμήθειες διάθεσης και διαχείρισης των σχετικών προγραμμάτων.
Ο πιστωτικός κίνδυνος
Από την άλλη, δεν φαίνεται να υπάρχει προς το παρόν ανησυχία στις τραπεζικές διοικήσεις για τον πιστωτικό κίνδυνο.
Σύμφωνα με αναλυτές για την αντιστροφή των πτωτικών τάσεων στους δείκτες καθυστερήσεων θα πρέπει να σημειωθεί πολύ σοβαρή μακροοικονομική επιδείνωση.
Ταυτόχρονα, με τη μείωση των επιτοκίων περιορίζεται το ρίσκο αθέτησης πληρωμών, ενώ δίνεται η ευκαιρία στους οφειλέτες με ληξιπρόθεσμα χρέη να τα ρυθμίσουν με ευνοϊκότερους όρους.
Ως εκ τούτου, εάν δεν υπάρξει μία αξιοσημείωτη επιδείνωση του οικονομικού κλίματος, η ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών θα συνεχίσει να βελτιώνεται.