Ο τομέας των επιχειρηματικών deals πραγματοποιεί φέτος μια επική ανάκαμψη. Μόνο αυτή την εβδομάδα, η Capital One συμφώνησε να εξαγοράσει την Discover για 35 δισεκατομμύρια δολάρια, η Truist Financial ανακοίνωσε την πώληση του ασφαλιστικού της κλάδου για 15,5 δισεκατομμύρια δολάρια και η Walmart συμφώνησε για την αγορά της κατασκευαστή τηλεοράσεων Vizio για 2,3 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η τριάδα αυτή των συμφωνιών, συνολικής αξίας 53 δισεκατομμυρίων δολαρίων, έχει ανεβάσει την αξία των φετινών ανακοινωθέντων deals παγκοσμίως στα 425 δισεκατομμύρια δολάρια, μια αύξηση της τάξης του 55% σε σχέση με την ίδια περίοδο το 2023.
Πρόκειται για ένα πολύ διαφορετικό αφήγημα σε σχέση με τα δύο προηγούμενα χρόνια. Οι παγκόσμιες αξίες των συμφωνιών μειώθηκαν από περισσότερα από 5 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2021 σε λιγότερα από 3 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2023 και ο όγκος των συμφωνιών διολίσθησε κατά 17% σε 55.000 συμφωνίες, σύμφωνα με το London Stock Exchange Group (LSEG).
Τα megadeals επλήγησαν ιδιαίτερα σκληρά. Οι συναλλαγές αξίας άνω των 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων σημείωσαν πτώση 60%, από σχεδόν 150 συμφωνίες το 2021 σε λιγότερες από 60 πέρυσι.
Οι συγχωνεύσεις και εξαγορές, οι αρχικές δημόσιες προσφορές (IPO) και άλλα είδη συμφωνιών κατέρρευσαν το 2022 και το 2023, επειδή οι αυξήσεις των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών για την καταπολέμηση του πληθωρισμού έκαναν τη χρηματοδότηση πιο δαπανηρή.
Το υποτονικό α’ εξάμηνο για τις μετοχές, οι φόβοι για ύφεση, ο αυξημένος ρυθμιστικός έλεγχος, οι ανησυχίες για χρεοκοπία των ΗΠΑ και το ξέσπασμα ενός δεύτερου πολέμου τροφοδότησαν επίσης την αβεβαιότητα και ισοπέδωσαν τις αποτιμήσεις.
Η φετινή αύξηση των συμφωνιών αναδεικνύει την σταθερότερη αγορά και τις καλύτερες οικονομικές προοπτικές, όπως αναφέρει το Business Insider. Οι μετοχές διαπραγματεύονται κοντά σε υψηλά επίπεδα ρεκόρ, δίνοντας στις εταιρείες ένα ισχυρό έναυσμα για τη σύναψη συμφωνιών.
Οι υψηλές αποτιμήσεις ενθαρρύνουν επίσης τις πωλήσεις και πολλοί αγοραστές επιθυμούν να ποντάρουν σε περιουσιακά στοιχεία που καταγράφουν άνοδο, ελπίζοντας να αποκομίσουν μελλοντικά κέρδη.
Εν τω μεταξύ, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και άλλες κεντρικές τράπεζες έχουν επισημάνει ότι τα επιτόκια έχουν μάλλον κορυφωθεί και είναι πιθανό να μειωθούν φέτος, μειώνοντας το κόστος δανεισμού και περιορίζοντας τον κίνδυνο ύφεσης.
Πολλές εταιρείες βρίσκονται σε καλή κατάσταση με ισχυρές ταμειακές ροές και ισολογισμούς, πράγμα που σημαίνει ότι μπορούν να προβούν σε εξαγορές. Υπάρχει επίσης αυξημένη ζήτηση για συμφωνίες μετά από δύο «ισχνά» χρόνια, ιδίως μεταξύ των επιχειρήσεων που επιθυμούν να εισαχθούν στο χρηματιστήριο, που έχουν έλλειψη χρημάτων και αυτών που επιδιώκουν να επεκταθούν ή θέλουν να μειώσουν το λειτουργικό τους κόστος.
Παρόλα αυτά, τα πράγματα μπορεί να αποδειχθούν δύσκολα. Τα πιθανά προβλήματα που ενδέχεται να αλλάξουν την τάση αυτή συμπεριλαμβάνουν τον επίμονο πληθωρισμό, την δημιουργία ύφεσης, την κλιμάκωση των ένοπλων συγκρούσεων και την αβεβαιότητα σχετικά με τις φετινές εκλογικές αναμετρήσεις.