Περίπου 14 χρόνια από το… «καλό κουράγιο» του τότε επιτρόπου Ολι Ρεν, αλλά και από το περίφημο Καστελόριζο που σηματοδότησε την κρίση χρέους και την ελεγχόμενη χρεοκοπία, η ελληνική οικονομία δείχνει να αναζητεί ακόμη το νέο παραγωγικό της μοντέλο στην προσπάθεια της χώρας να ανακτήσει τις απώλειες της προηγούμενης περιόδου και να επιτύχει οικονομική σύγκλιση.
Ανάλογα πάντως με το ποιο αφήγημα θέλει κανείς να προτάξει, η χώρα παρουσιάζεται σήμερα ότι βρίσκεται ή στον πάτο των οικονομιών της ΕΕ, καθώς η κατάρρευση της οικονομίας μετά τη χρεοκοπία οδήγησαν σε απώλειες 33,7% στο μέσο εισόδημα των νοικοκυριών, ή ότι αποτελεί έναν από τους «οικονομικούς τίγρεις» της ευρωζώνης, καθώς σημειώνει τα τελευταία χρόνια πολλαπλάσιους ρυθμούς ανάπτυξης.
Η ανάπτυξη
Σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σταθερότητας, σε συνοπτική μορφή μάλιστα, το οποίο κατατέθηκε στην Κομισιόν, η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με τετραπλάσιο ρυθμό σε σχέση με την ευρωζώνη το 2023, ενώ αναμένεται να αναπτυχθεί με τριπλάσιο ρυθμό το 2024 (+2,5%) και με σημαντικά υψηλότερο ρυθμό το 2025 (+2,6%), την ώρα που δημοσίευμα των «New York Times» έκανε λόγο για τις άλλοτε χώρες του ευρωπαϊκού Νότου που υστερούσαν, όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία, που έχουν γίνει τώρα οι ηγέτιδες της ζώνης του ευρώ.
Τα στοιχεία δείχνουν πάντως πως αν και το ονομαστικό ΑΕΠ της Ελλάδας θα επανέλθει το 2025 κοντά στα προ κρίσης επίπεδα, το πραγματικό ΑΕΠ είναι ακόμα μικρότερο, κατά 18,9%, σε σχέση με το 2007, την ώρα που η οικονομία της ΕΕ αυξήθηκε κατά 17% το ίδιο διάστημα. Το κατά κεφαλήν πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας σε μονάδες ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης μάλιστα από το 95,3% της ΕΕ το 2009 μειώθηκε στο 62,0% το 2020, προτού ανακάμψει στο 68% σήμερα, μόλις λίγο πάνω από αυτό της Βουλγαρίας.
Θα πρέπει να σημειωθεί όμως πως σύμφωνα με στοιχεία της Maddison Datadase, η «Ελληνική Μεγάλη Υφεση» που χαρακτηρίστηκε από την ΤτΕ ως περισσότερο ή λιγότερο terra incognita (άγνωστη γη), μπορεί να συγκριθεί εν καιρώ ειρήνης μόνο με την «Great Depression» των ΗΠΑ τη 10ετία του ’30, αν και ήταν ταχύτερη, ισχυρότερη και βαθύτερη από αυτήν, ενώ ήταν μία από τις ισχυρότερες που έχουν καταγραφεί ιστορικά από το 1870, στις οποίες λαμβάνεται υπόψη και η περίοδος των πολεμικών συγκρούσεων. Η οικονομία συρρικνώθηκε σχεδόν κατά 30%, οι καταναλωτικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 24%, η μεταποίηση κατά 50%, οι κρατικές δαπάνες κατά 20% και οι επενδύσεις κατά 65%, απώλειες που δεν είναι εύκολο να αναπληρωθούν σύντομα.
Η ελληνική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας οφείλεται στο λάθος αναπτυξιακό υπόδειγμα που ακολουθήθηκε και στηριζόταν κυρίως στην κατανάλωση, σε σημαντικό βαθμό εισαγόμενων προϊόντων, με δανεικά κράτους και ιδιωτών, λένε οι οικονομολόγοι.
Η «φούσκα» της εγχώριας ζήτησης που δημιουργήθηκε μεταξύ 1999 και 2009, όταν οι τράπεζες και το Δημόσιο δανείστηκαν πάνω από 60 δισ. ευρώ και 200 δισ. ευρώ αντίστοιχα (συνολικά εισέρρευσαν 450 δισ. ευρώ αν προστεθούν και τα κοινοτικά κονδύλια και οι εισροές διεθνών κεφαλαίων), συντηρούσε το ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης με δανεικά αλλά και ένα επίπεδο εισοδήματος κραυγαλέα αναντίστοιχο προς τις πραγματικές παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας.
Ο στόχος
Παρά την επιστροφή στην ανάπτυξη και σε πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, αλλά και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, αν και για τους οικονομολόγους ο στόχος θα πρέπει να είναι η βαθμολογία «Α+», δηλαδή μία αξιολόγηση πέντε βαθμίδες πάνω από Investment grade, την οποία είχε η χώρα πριν από τη χρεοκοπία, καθώς το χρέος ως προς το ΑΕΠ εκτιμάται στο υψηλό του 152,7% το 2024 και του 146,3% το 2025, οι μακροχρόνιες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία δείχνουν πάντως ότι συνεχίζονται. Το 2009 π.χ. η κατανάλωση προσέγγισε το 74% του ΑΕΠ, ενώ σήμερα κυμαίνεται στο 70% την ώρα που στην ευρωζώνη βρίσκεται σε μέσα επίπεδα στο 52%.
Το νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα της χώρας όμως, όπως υποστηρίζουν οι οικονομολόγοι, θα πρέπει να στηρίζεται λιγότερο στην κατανάλωση και περισσότερο στις επενδύσεις και την εξωστρέφεια.
Αν και η οικονομία έχει ισχυροποιηθεί, προσελκύοντας πλέον περισσότερα εγχώρια και ξένα επενδυτικά κεφάλαια, η ανάπτυξη θα πρέπει να αποκτήσει πιο βιώσιμα χαρακτηριστικά σε σύγκριση με το παρελθόν, χωρίς την ύπαρξη υψηλών και παρατεταμένων ανισορροπιών στο δημοσιονομικό και στο εξωτερικό ισοζύγιο.
Οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητα που εξακολουθεί να υπάρχει σε ορισμένους τομείς της δημόσιας διοίκησης, η υστέρηση σε βασικές υποδομές που επιβαρύνεται από την κλιματική αλλαγή, η φοροδιαφυγή, οι οιονεί ολιγοπωλιακές συνθήκες σε συγκεκριμένες αγορές που μειώνουν τον ανταγωνισμό και επιδεινώνουν τις πληθωριστικές πιέσεις είναι μερικοί από τους παράγοντες οι οποίοι λειτουργούν αποτρεπτικά στην υλοποίηση μεγάλων παραγωγικών επιχειρηματικών εγχειρημάτων.
Οι μεταρρυθμίσεις
Συνολικά στον τομέα των μεταρρυθμίσεων, λένε οι οικονομολόγοι, έχει μείνει τώρα το δύσκολο τμήμα που αφορά τη δημιουργία ενός λειτουργικού κράτους με ισχυρούς θεσμούς, μια διαδικασία που προχωρεί όμως πολύ αργά, απόρροια των αντιδράσεων από την κοινωνία και της απροθυμίας μέρους του πολιτικού συστήματος να αναλάβει το σχετικό πολιτικό κόστος, την ώρα που η ανάγκη για κάποιου βαθμού πολιτική συναίνεση στη διόρθωση σημαντικών μακροχρόνιων προβλημάτων είναι εμφανής.
Οι προσδοκίες έχουν μετατοπιστεί στις ροές κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης, με τις προοπτικές της οικονομίας για τα επόμενα 3-4 χρόνια είναι καλές και σαφώς καλύτερες του μέσου όρου της Ευρώπης, αλλά για να μη χαθεί το παράθυρο ευκαιρίας χρειάζεται να επιταχυνθούν οι μεταρρυθμίσεις, ώστε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο να στηρίξει τη διατηρήσιμη ανάπτυξη της οικονομίας και να την καταστήσει πιο ανθεκτική στα εξωτερικά σοκ.