Εσπασαν τα κοντέρ οι Έλληνες εφοπλιστές σε ναυπηγήσεις νέων πλοίων αλλά και σε αγορές από «δεύτερο χέρι» επιχειρώντας μιας μεγάλης κλίμακας ανανέωση του στόλου τους.
Σύμφωνα με την Allied QuantumSea, το ερευνητικό τμήμα της Allied Shipbroking, οι Έλληνες πλοιοκτήτες κατέχουν την πρώτη θέση παγκοσμίως στην τοποθέτηση νέων παραγγελιών για νεότευκτα πλοία τους τελευταίους δώδεκα μήνες (από τα μέσα Μαΐου του 2023, μέχρι τώρα) όπως επίσης στην απόκτηση «μεταχειρισμένων» πλοίων μικρής ηλικίας.
Παράλληλα κατέχουν την πρώτη θέση και στις πωλήσεις πλοίων, γεγονός που μαρτυρά ότι βρίσκονται σε μια διαδικασία ανανέωσης του στόλου τους με πιο σύγχρονο τονάζ.
Ειδικότερα οι Έλληνες πλοιοκτήτες μέχρι τις 15 Μαΐου του 2024 από πέρυσι την ίδια περίοδο έχουν τοποθετήσει παραγγελίες για 191 πλοία, εκ των οποίων 64 πλοία μεταφοράς χύδην ξηρού φορτίου, 92 δεξαμενόπλοια και 28 πλοία μεταφοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου και υγραερίου.
Στη δεύτερη θέση και σε μεγάλη απόσταση ακολουθούν οι Γιαπωνέζοι με 125 πλοία και στην τρίτη θέση οι Κινέζοι με 122 πλοία.
Οσον αφορά τις αγορές second hand πλοίων και πάλι η ελληνική πλοιοκτησία πρωτοπορεί έχοντας αποκτήσει 266 πλοία, εκ των οποίων 183 bulkers και 58 δεξαμενόπλοια, με τους Κινέζους να ακολουθούν με 187 μόλις πλοία.
Τα επενδυτικά επιτεύγματα των Ελλήνων εφοπλιστών σχολιάζει και ο διεθνής Τύπος λίγες ημέρες πριν από τη διεθνή ναυτιλιακή έκθεση Ποσειδώνια, που πραγματοποιείται στη χώρα μας το διάστημα 3-7 Ιουνίου.
Χαρακτηριστικά η Lloyd’s List σε μεγάλο αφιέρωμα για την ελληνική ναυτιλία με τίτλο «σε καλύτερη θέση από ποτέ» επισημαίνει ότι αρχικά οι έλληνες πλοιοκτήτες ήταν επιφυλακτικοί όσον αφορά τις νέες παραγγελίες καθώς τα ερωτηματικά για το είδος των πλοίων που θα απαιτούνται στο μέλλον καθώς η ναυτιλιακή βιομηχανία βρίσκεται ενόψει της απανθρακοποίησης. Ωστόσο, από πέρυσι οι Έλληνες άρχισαν να ανεβάζουν στροφές και επέστρεψαν στα ναυπηγεία, αξιοποιώντας την υψηλή ρευστότητα που εξασφάλισαν από τις καλές αγορές κυρίως στα δεξαμενόπλοια αλλά και τα «μικρά» βιβλία παραγγελιών στα πλοία μεταφοράς πετρελαίου και χύδην ξηρού φορτίου.
Ηγετική πρωτοπορία
Ο υπό ελληνική πλοιοκτησία στόλος διατηρεί την ηγετική του πρωτοπορία και αριθμεί περισσότερα από 5.500 πλοία και αντιπροσωπεύει το 20,2% της παγκόσμιας μεταφορικής ικανότητας. Τα ίδια στοιχεία αναφέρει η Lloyd’s List δείχνουν ότι η χώρα μας ελέγχει το 30% του παγκόσμιου στόλου δεξαμενόπλοιων μεταφοράς αργού πετρελαίου, το 15% των δεξαμενόπλοιων μεταφοράς χημικών και προϊόντων και το 25% του της παγκόσμιας χωρητικότητας χύδην ξηρού φορτίου.
Επιπλέον τις τελευταίες δεκαετίες, διαφοροποίησαν τις δραστηριότητές τους σε μεγάλο βαθμό, προχωρώντας σε συναλλαγές που κάποτε θεωρούνταν «ξένες», όπως την επένδυση στη ναυτιλία μεταφοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου και στον κλάδο των πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων.
Αποτέλεσμα αυτών των τοποθετήσεων είναι οι Έλληνες πλοιοκτήτες να κατέχουν σήμερα το 23% του παγκόσμιου στόλου πλοίων μεταφοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου και το 13% των πλοίων μεταφοράς υγραερίου.
Μόνο στον κλάδο των πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων κατέχουν ποσοστό μικρότερο του 10% (στο 8,5%) καθώς στον τομέα αυτό κυριαρχούν οι ναυτιλιακές εταιρείες τακτικών γραμμών. Ωστόσο οι Έλληνες έχουν καταφέρει να έχουν το υψηλότερο ποσοστό πλοιοκτησίας μεταξύ των «ανεξάρτητων» πλοιοκτητών με πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων ξεπερνώντας τους γερμανούς πλοιοκτήτες που κρατούσαν παραδοσιακά την πρωτοκαθεδρία στον συγκεκριμένο τομέα.
Διαθέτουν έτσι τον μεγαλύτερο στόλο containerships που προσφέρονται για ναύλωση στις ναυτιλιακές εταιρείες τακτικών γραμμών.
Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο όμως για την ελληνική ναυτιλία είναι ίσως ότι αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της ευρωπαϊκής ναυτιλίας. Οι έλληνες πλοιοκτήτες εκτιμάται ότι ελέγχουν σήμερα το 61% του εμπορικού στόλου της ΕΕ, ενώ ειδικότερα ελέγχουν το 82% του εμπορικού στόλου στα πλοία μεταφοράς LNG, το 80% των πλοίων μεταφοράς χύδην ξηρού φορτίου και το 75% του ευρωπαϊκού στόλου των δεξαμενοπλοίων.
Οπως έχει τονίσει η πρόεδρος της Ενωσης Ελλήνων Εφοπλιστών Μελίνα Τραυλού ελέγχοντας ως Έλληνες ποσοστό άνω του 60% της ευρωπαϊκής χωρητικότητας, είμαστε και λειτουργούμε ως η «υπεροπλία της Ευρώπης».