Νέα μείωση του «κενού ΦΠΑ» στην Ελλάδα, αυτή τη φορά αισθητά κάτω από το όριο των τριών δισ. ευρώ αναμένεται να ανακοινώσει τις επόμενες ημέρες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η αύξηση της κατανάλωσης και των ηλεκτρονικών συναλλαγών, η ακρίβεια και οι υψηλοί συντελεστές που εφαρμόζει η χώρα στην έμμεση φορολογία, διασφαλίζουν ότι θα παραμείνουμε στη 2η θέση της Ευρώπης στην κατάταξη με τις μεγαλύτερες εισπράξεις έμμεσων φόρων, αναλογικά με το ΑΕΠ. Η εισπρακτική επιτυχία από τους έμμεσους φόρους αυξάνει πάντως και τον βαθμό… εξάρτησης, καθώς, πλέον, η όποια προσπάθεια εξορθολογισμού των πολύ υψηλών συντελεστών (μεγαλύτερη επιβάρυνση στα καύσιμα διεθνώς, 4ος υψηλότερος συντελεστής ΦΠΑ παγκοσμίως κ.λπ.) θα «σκοντάψει» στο πολύ μεγάλο δημοσιονομικό κόστος που θα προκαλέσει η όποια μείωση.
Όπως αναφέρει ρεπορτάζ της Καθημερινής, το 2024 αναμένεται να κλείσει με είσπραξη άνω των 25 δισ. ευρώ αποκλειστικά από τον ΦΠΑ. Ποτέ στο παρελθόν δεν έχει εισπραχθεί τόσο μεγάλο ποσό. Η πανδημία λειτούργησε καταλυτικά. Το 2020, το Δημόσιο εισέπραττε λίγο λιγότερα από 13 δισ. ευρώ τη χρονιά που η οικονομία είχε… κατεβασμένα ρολά. Εμελλε όμως το καταναλωτικό κοινό να εξοικειωθεί –αναγκαστικά– με τις ηλεκτρονικές πληρωμές. Σε ένα περιβάλλον πολύ υψηλών συντελεστών υπολογισμού της έμμεσης φορολογίας (σ.σ. αυτό είναι και το μοναδικό πεδίο της φορολογικής πολιτικής στο οποίο δεν έχει γίνει καμία ουσιαστική μείωση τα τελευταία χρόνια) η εκτόξευση των ηλεκτρονικών συναλλαγών παράλληλα με την αύξηση της κατανάλωσης μετά την επανεκκίνηση της οικονομίας, ήταν επόμενο να οδηγήσει σε εισπρακτική επιτυχία ειδικά εν μέσω πληθωριστικής κρίσης. Τα 12,925 δισ. ευρώ των εισπράξεων του 2020 από ΦΠΑ έγιναν 15,16 δισ. ευρώ το 2021, 18,6 δισ. ευρώ το 2022, 23,4 δισ. ευρώ το 2023 και τουλάχιστον 25 δισ. ευρώ το 2024 ανάλογα με το πώς θα εξελιχθούν οι εισπράξεις στη διάρκεια του δ΄ τριμήνου.
Πέρυσι, τέτοιο καιρό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπολόγιζε το κενό του ΦΠΑ στην Ελλάδα περίπου στα 3,2 δισ. ευρώ. Με δεδομένη την αύξηση της εισπραξιμότητας του ΦΠΑ από το 2022 στο 2023, αυτό που αναμένεται είναι η περαιτέρω συρρίκνωση του «κενού» ακόμη και κάτω από τα 3 δισ. ευρώ.
Εμμεσοι φόροι δεν είναι μόνον ο ΦΠΑ. Είναι και οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης, στους οποίους επίσης υιοθετούνται πολύ υψηλοί συντελεστές στην Ελλάδα. Οι εισπράξεις το 2023 και το 2024 εκτιμώνται σε περίπου 7 δισ. ευρώ χωρίς αναμενόμενη ουσιαστική αύξηση καθώς η είσπραξη επηρεάζεται κυρίως από τον όγκο και όχι από την τιμή. Ο «ευρωπαϊκός χάρτης» (σ.σ. ο οποίος στηρίζεται σε απολογιστικά στοιχεία της χρήσης του 2022) ανεβάζει το ποσοστό των έμμεσων φόρων στην Ελλάδα στο 19,4% του ΑΕΠ και αυτό κατατάσσει την Ελλάδα στη δεύτερη θέση πανευρωπαϊκά. Δεν είναι ο ΦΠΑ ο παράγοντας εκείνος που μας φέρνει στην πρώτη θέση. Για την ακρίβεια, η αναλογία των εισπράξεων ΦΠΑ προς ΑΕΠ μας κατατάσσει στην 11η θέση. Οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης όμως μας φέρνουν στην 1η θέση. Η εικόνα δεν αναμένεται να διαφοροποιηθεί με την ενσωμάτωση των δεδομένων του 2023 και του 2024 καθώς οι εισπρακτικές επιδόσεις τα δύο συγκεκριμένα έτη ήταν υψηλότερες των προϋπολογισθέντων.
Η αύξηση του δείκτη «έμμεσοι φόροι προς ΑΕΠ» είναι εντυπωσιακή τα τελευταία χρόνια. Το 2010 ήμαστε στο 12,8%, λίγο κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (13,1%), και το 2018 μετά το μπαράζ των αυξήσεων συντελεστών, η αναλογία είχε εκτοξευθεί στο 18%. Το 2022 έκλεισε στο 19,4%, περίπου 6 μονάδες πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, και τη Σουηδία να αποτελεί τη μοναδική χώρα με επίδοση μεγαλύτερη της Ελλάδας.
Ο πρωταθλητισμός στην έμμεση φορολογία έχει και τις συνέπειές του. Στην άμεση φορολογία, η οποία εμπεριέχει το στοιχείο της αναλογικότητας ως προς το εισόδημα και γι’ αυτό θεωρείται ότι ενέχει περισσότερη δικαιοσύνη, η Ελλάδα δεν έχει να επιδείξει ανάλογα καλές επιδόσεις. Με βάση την αναλογία του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων ως προς το ΑΕΠ (περίπου 5,5% με βάση τα στοιχεία του 2022) καταλαμβάνουμε τη 18η χειρότερη θέση στην Ε.Ε., ενώ στη φορολογία εισοδήματος νομικών προσώπων (σ.σ. εκεί υπάρχει και σημαντική μείωση του φορολογικού συντελεστή τα τελευταία χρόνια, από το 28% στο 22%), είμαστε στην 22η θέση της Ευρώπης με την αναλογία των φόρων ως προς το ΑΕΠ να περιορίζεται στο 2,5%. Στο συγκεκριμένο πεδίο, παραμένει οξύ το πρόβλημα της φοροδιαφυγής. Στα νομικά πρόσωπα δεν υπάρχουν «ελάχιστα τεκμαρτά εισόδημα», ενώ είναι διαρκές και έντονο το φαινόμενο η μεγάλη πλειονότητα των νομικών προσώπων να δηλώνει ζημιές επί σειράν ετών ή κέρδη στα επίπεδα του κατώτατου μισθού.