Οι πρόσφατες εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές αποτελούν σαφή υπενθύμιση του πόσο σημαντικό είναι ένα ανθεκτικό και καλά κεφαλαιοποιημένο τραπεζικό σύστημα για την πραγματική οικονομία. Οι ανακοινώσεις νέων δασμών οδήγησαν σε σημαντική προσαρμογή της αγοράς, η οποία δείχνει πόσο γρήγορα μπορεί να αλλάξει το περιβάλλον στο οποίο λειτουργούν οι τράπεζες.
Αυτό αναφέρεται σε έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που συζητήθηκε χθες στο Eurogroup, υπογραμμίζοντας ωστόσο, μεταξύ άλλων, ότι ένα ανθεκτικό τραπεζικό σύστημα δεν είναι αυτοσκοπός – είναι το θεμέλιο μιας ισχυρής και ανταγωνιστικής πραγματικής οικονομίας και, ως εκ τούτου, προωθεί την ανάπτυξη.
Οι υπουργοί των χωρών που συμμετέχουν στην τραπεζική ένωση άκουσαν τους Προέδρους του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού και του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης στο πλαίσιο της εξαμηνιαίας υποβολής εκθέσεών τους. Η Επιτροπή παρείχε ενημέρωση σχετικά με τις διαπραγματεύσεις για το πλαίσιο διαχείρισης τραπεζικών κρίσεων και ασφάλισης καταθέσεων (CMDI) της ΕΕ.
Η ρευστότητα των τραπεζών διατηρήθηκε σε ικανοποιητικά επίπεδα, ακόμη και κατά τη διάρκεια της πρόσφατης αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής. Η κερδοφορία έχει αυξηθεί, εν μέρει λόγω των υψηλότερων επιτοκίων
Σε αυτή τη βάση, οι υπουργοί αντάλλαξαν απόψεις σχετικά με την υγεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος της ζώνης του ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη τις πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις και τις κύριες μελλοντικές προκλήσεις.
Η ανθεκτικότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών
Οι ισχυρές θέσεις κεφαλαίου και ρευστότητας του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα του επιτρέπουν να αναλαμβάνει τους απαραίτητους κινδύνους για την παροχή υπηρεσιών στην πραγματική οικονομία. Η Ετήσια Έκθεση της ΕΚΤ για τις εποπτικές δραστηριότητες 2024 παρέχει πληροφορίες σχετικά με την ανθεκτικότητα του τομέα.
Σύμφωνα με την έκθεση, όσον αφορά στην οικονομική ανθεκτικότητα, οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι πολύ καλύτερα κεφαλαιοποιημένες από ό,τι ήταν πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Ο συνολικός δείκτης Tier 1 των σημαντικών τραπεζών υπερδιπλασιάστηκε από περίπου 8% το 2007 σε λίγο πάνω από 17% στο τέλος του 2024.2 Ο δείκτης μόχλευσης αυξήθηκε την τελευταία δεκαετία, από λίγο πάνω από 5% το 2016 σε 5,9% το 2024.
Η ρευστότητα των τραπεζών διατηρήθηκε σε ικανοποιητικά επίπεδα, ακόμη και κατά τη διάρκεια της πρόσφατης αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής. Η κερδοφορία έχει αυξηθεί, εν μέρει λόγω των υψηλότερων επιτοκίων.
Οι προκλήσεις της κυβερνοασφάλειας
Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει η ΕΚΤ, η ανθεκτικότητα υπερβαίνει τους οικονομικούς δείκτες, καθώς απαιτεί ισχυρές επιχειρησιακές διασφαλίσεις. Ο αριθμός των σημαντικών κυβερνοσυμβάντων που αναφέρθηκαν από τις τράπεζες έχει διπλασιαστεί από το 2022 και η σοβαρότητα των επιθέσεων έχει αυξηθεί. Αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη για υπερσύγχρονες υποδομές πληροφορικής και συστήματα διαχείρισης κινδύνων.
Καθώς οι τράπεζες ανταποκρίνονται στους γεωπολιτικούς κινδύνους, δεν πρέπει να παραβλέπουν τις μακροπρόθεσμες, διαρθρωτικές προκλήσεις που σχετίζονται με την ψηφιοποίηση και την κλιματική αλλαγή
Ένα stress test στον κυβερνοχώρο που διεξήχθη το 2024 βοήθησε τις τράπεζες να αξιολογήσουν και να βελτιώσουν την ετοιμότητά τους να ανταποκριθούν σε μια επιτυχημένη κυβερνοεπίθεση. Επιπλέον, πολλές τράπεζες αναθέτουν σε εξωτερικούς συνεργάτες κρίσιμες υπηρεσίες και η ικανότητά τους να διαχειρίζονται τους κινδύνους εξαρτάται από την αξιοπιστία αυτών των ρυθμίσεων εξωτερικής ανάθεσης.
Ο Νόμος για την Ψηφιακή Επιχειρησιακή Ανθεκτικότητα (DORA), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ το 2025, συμβάλλει στο να διασφαλιστεί ότι η εξωτερική ανάθεση δεν εκθέτει τις τράπεζες σε αδικαιολόγητους κινδύνους.

Αυξημένοι γεωπολιτικοί κίνδυνοι
Όσον αφορά το τοπίο κινδύνου, οι αυξημένες γεωπολιτικές εντάσεις μπορούν να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στον τραπεζικό τομέα. Η ανθεκτικότητα των τραπεζών σε άμεσες μακροοικονομικές απειλές και σοβαρούς γεωπολιτικούς κραδασμούς αποτελεί επομένως βασική προτεραιότητα για την ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία. Ο γεωπολιτικός κίνδυνος δεν είναι μια νέα κατηγορία κινδύνου, αλλά επηρεάζει τις τράπεζες μέσω όλων των υφιστάμενων κατηγοριών κινδύνου.
Η ΕΚΤ παραθέτει τρία παραδείγματα επ’ αυτού:
- Πρώτον, οι γεωπολιτικές συγκρούσεις μπορούν να εκθέσουν τρωτά σημεία που σχετίζονται με τον κυβερνοχώρο και τους κινδύνους συγκέντρωσης σε εξωτερικούς συνεργάτες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο διεξάγονται στοχευμένες αξιολογήσεις της κυβερνοανθεκτικότητας και των ρυθμίσεων εξωτερικής ανάθεσης των εποπτευόμενων τραπεζών. Ένα νέο μητρώο τρίτων παρόχων τεχνολογίας πληροφοριών και επικοινωνιών (ΤΠΕ) και ένα ενιαίο πλαίσιο αναφοράς για συμβάντα που σχετίζονται με ΤΠΕ είναι δύο βασικές πηγές πληροφοριών που εισήχθησαν στο πλαίσιο του DORA.
- Δεύτερον, οι μεταβολές στο επενδυτικό κλίμα ως απάντηση σε γεωπολιτικά γεγονότα εκθέτουν τις τράπεζες σε κινδύνους. Μια ξαφνική ανατιμολόγηση των κινδύνων μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στα χαρτοφυλάκια περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών και στη σταθερότητα της χρηματοδότησης της αγοράς.
- Τρίτον, η κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων θα μπορούσε να αυξήσει τον πιστωτικό κίνδυνο και να εκθέσει τις τράπεζες σε ζημίες. Οι αυξημένοι κίνδυνοι που σχετίζονται με τους δασμούς δεν έχουν ακόμη επηρεάσει σημαντικά τους ισολογισμούς των τραπεζών. Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων διαμορφώθηκε σε περίπου 1,9% στο τέλος του 2024, σημαντικά χαμηλότερος από ό,τι μια δεκαετία νωρίτερα.4 Αρχικά σημάδια
Τα δάνεια σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις
Σύμφωνα με την ΕΚΤ,η επιδείνωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων όσον αφορά τη χορήγηση δανείων σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και εμπορικά ακίνητα δεν έχει εξαπλωθεί σε όλα τα χαρτοφυλάκια πιστώσεων. Ωστόσο, θα χρειαστεί χρόνος για να αντικατοπτριστούν πλήρως οι επιπτώσεις των υψηλότερων δασμών και της αυξημένης αβεβαιότητας στους ισολογισμούς των τραπεζών. Το αυξημένο κόστος και ο χαμηλότερος όγκος συναλλαγών επηρεάζουν αρνητικά την πραγματική οικονομία.
Διαρθρωτικές προκλήσεις
Οι συντάκτες της έκθεσης, υπογραμμίζουν ότι, καθώς οι τράπεζες ανταποκρίνονται στους γεωπολιτικούς κινδύνους, δεν πρέπει να παραβλέπουν τις μακροπρόθεσμες, διαρθρωτικές προκλήσεις που σχετίζονται με την ψηφιοποίηση και την κλιματική αλλαγή. Και οι δύο αποτελούν επίσης προτεραιότητες για την ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία.
Η αυξανόμενη ψηφιοποίηση των χρηματοοικονομικών μπορεί να προσφέρει νέες ευκαιρίες, ιδίως εάν συνδυαστεί με ανανεωμένη πολιτική ώθηση για την προώθηση της Ενιαίας Αγοράς.
Οι τράπεζες έχουν σημειώσει πρόοδο στην αντιμετώπιση των κινδύνων που σχετίζονται με το κλίμα και τη φύση.
Ωστόσο, οι τράπεζες εκτίθενται επίσης σε αυξημένο ανταγωνισμό, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει σε υψηλότερους κινδύνους. Οι εταιρείες κρυπτονομισμάτων και άλλοι πάροχοι χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών είναι συχνά λιγότερο καλά ρυθμιζόμενες από τις τράπεζες, αλλά εισέρχονται ολοένα και περισσότερο στα παραδοσιακά τμήματα της αγοράς των τραπεζών.
Αυτό ασκεί πίεση στα επιχειρηματικά μοντέλα των τραπεζών, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να αυξήσουν τις επενδύσεις τους σε υποδομές πληροφορικής και στην παρακολούθηση κινδύνων.
Πρόοδος
Οι τράπεζες έχουν σημειώσει πρόοδο στην αντιμετώπιση των κινδύνων που σχετίζονται με το κλίμα και τη φύση. Αλλά για να είναι σε θέση να συμμορφωθούν με τις εποπτικές προσδοκίες σε αυτόν τον τομέα, είναι ζωτικής σημασίας να έχουν πρόσβαση σε αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με τους σχετικούς κινδύνους.
Ενίσχυση της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας
Στην Ευρώπη, η αλληλεπίδραση μεταξύ κοινών κανόνων και εθνικών ιδιαιτεροτήτων μπορεί να οδηγήσει σε αδικαιολόγητη πολυπλοκότητα. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ υποστηρίζει κάθε πρωτοβουλία απλούστευσης που δεν θέτει σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
«Στις δικές μας εποπτικές διαδικασίες, εφαρμόζουμε ένα ολοκληρωμένο πακέτο μεταρρυθμίσεων για την περαιτέρω αύξηση της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας του έργου μας», τονίζεται στην έκθεση και προστίθεται: Αυτές οι μεταρρυθμίσεις έχουν απτά οφέλη για τις τράπεζες, όπως ταχύτερες εποπτικές αποφάσεις, καλύτερο συντονισμό των διαφόρων εποπτικών δραστηριοτήτων, βελτιωμένη επικοινωνία και καλύτερη χρήση των ψηφιακών εργαλείων. Καθιστούν την εποπτεία πιο στοχευμένη και βασισμένη στον κίνδυνο.
Η ΕΚΤ τονίζει ότι παραμένει επικεντρωμένη στους σχετικούς κινδύνους και στη διασφάλιση ότι τα εποπτικά ευρήματα διορθώνονται γρήγορα. Η αποτελεσματική διόρθωση ωφελεί τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Είναι προς το συμφέρον κάθε τράπεζας, καθώς ενισχύει το επιχειρηματικό μοντέλο ενόψει του τρέχοντος απαιτητικού περιβάλλοντος.

Οι απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων
Όσον αφορά τις απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων, τονίζεται ότι υπάρχει περιθώριο για καλύτερο συντονισμό και ανταλλαγή δεδομένων, ώστε να διασφαλιστεί ότι τα δεδομένα συλλέγονται μόνο μία φορά. Η έκθεση υπενθυμίζει ότι αρκετές πρωτοβουλίες βρίσκονται σε εξέλιξη και υπόσχονται απτή πρόοδο: το Ολοκληρωμένο Πλαίσιο Αναφοράς (IReF), το οποίο θα εξαλείψει τις επικαλύψεις στην στατιστική και προληπτική υποβολή εκθέσεων των τραπεζών, το Ολοκληρωμένο Λεξικό Αναφοράς Τραπεζών (BIRD) και η Κοινή Επιτροπή Αναφοράς Τραπεζών που έχει συσταθεί από την ΕΚΤ και την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (EBA), με ισχυρή συμμετοχή του τραπεζικού κλάδου.
Ενίσχυση της Ενιαίας Αγοράς και της τραπεζικής ένωσης
Αντί για χαμηλότερο κανονιστικό πλαίσιο, οι ευρωπαϊκές τράπεζες χρειάζονται μια πλήρως λειτουργική πανευρωπαϊκή αγορά. Η ένωση αποταμιεύσεων και επενδύσεων μπορεί να επιτρέψει στις τράπεζες να αναπτυχθούν επενδύοντας σε τεχνολογικές υποδομές σε όλους τους τομείς των δανείων, των πληρωμών και άλλων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Η εναρμόνιση των κανόνων που είναι σχετικοί με τις τράπεζες – η οποία υπερβαίνει τους κανόνες προληπτικής εποπτείας – μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό εργαλείο για την απλούστευση της ρύθμισης και την προώθηση της ολοκλήρωσης. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όσον αφορά την ανάπτυξη της χρηματοδότησης της κεφαλαιαγοράς ως κρίσιμου συμπληρώματος του τραπεζικού δανεισμού για τη χρηματοδότηση της καινοτομίας.
Καλύπτοντας τα κενά
Η κάλυψη των υπολειπόμενων κενών στο πλαίσιο διαχείρισης κρίσεων είναι το κλειδί για να καταστεί το σύστημα πιο ανθεκτικό. Η αξιοπιστία του πλαισίου εξυγίανσης μπορεί να αυξηθεί φέρνοντας περισσότερες τράπεζες υπό την ομπρέλα του, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι επαρκή κεφάλαια – που παρέχονται από τον τραπεζικό κλάδο – είναι διαθέσιμα για εξυγίανση.
Αυτή είναι η πρόθεση της πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, την οποία η ΕΚΤ υποστηρίζει πλήρως.
Η αξιόπιστη εξυγίανση έχει άμεσα οφέλη – ορίζοντας τα σωστά κίνητρα για τις τράπεζες, μειώνοντας την πιθανότητα χρηματοοικονομικής πίεσης και καθιστώντας λιγότερο πιθανό να χρειαστεί να χρησιμοποιηθούν τα χρήματα των φορολογουμένων για τη διάσωση τραπεζών. Ομοίως, ένα ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλισης καταθέσεων θα βοηθούσε στην αποδυνάμωση του δεσμού τραπεζών-κρατών, θα ενίσχυε τον επιμερισμό του κινδύνου και θα διασφάλιζε ότι οι αποταμιευτές σε όλη την Ευρώπη έχουν το ίδιο επίπεδο προστασίας.
Ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας βρίσκεται σε ένα σημαντικό σταυροδρόμι. Μετά από μια δεκαετία σχετικής χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, οι τράπεζες λειτουργούν σε ένα απαιτητικό περιβάλλον. Οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι αυξάνονται. Οι ανταγωνιστικές πιέσεις και η ψηφιοποίηση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών απαιτούν από τις τράπεζες να επενδύσουν στο να καταστήσουν τα επιχειρηματικά τους μοντέλα ανθεκτικά στο μέλλον, καταλήγει η έκθεση της ΕΚΤ.