Τα εμβόλια είναι σχεδιασμένα για να προκαλούν μια ισχυρή και μακροχρόνια ανοσολογική απόκριση μέσω της δημιουργίας των Τ και Β κυττάρων μνήμης. Το εμβόλιο ιλαράς-παρωτίτιδας-ερυθράς (MMR), που χορηγείται κατά την πρώιμη παιδική ηλικία, και το εμβόλιο τετάνου-διφθερίτιδας-ακυτταρικού κοκκύτη (Tdap) που χορηγείται κάθε 10 χρόνια, είναι γνωστό ότι δημιουργούν προστατευτική απόκριση έναντι των παθήσεων από τις οποίες πήραν το όνομά τους. Τα συγκεκριμένα σκευάσματα, ωστόσο, μπορεί να έχουν ένα απροσδόκητο, επιπλέον όφελος: Είναι πιθανό να δημιουργούν, επίσης, διασταυρούμενα αντιδραστικά Τ-κύτταρα μνήμης, ικανά να αποκριθούν στις πρωτεΐνες-στόχους που ονομάζονται αντιγόνα και βρίσκονται σε άλλα μικρόβια που προκαλούν διάφορες ασθένειες -μεταξύ των οποίων και αυτή του SARS-CoV-2.

Η θεωρία είναι ότι τα προϋπάρχοντα Τ-κύτταρα μνήμης που έχουν παραχθεί από τον εμβολιασμό για MMR ή Tdap και ενεργοποιούνται από τη λοίμωξη από τον κορωνοϊό προσφέρουν στο ανοσοποιητικό σύστημα μια καλή βάση για απόκριση στον ιό, μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο σοβαρής COVID-19.

Για να διερευνήσουν αν τα εμβόλια MMR και Tdap παρέχουν πράγματι επιπλέον προστασία από την COVID-19, ερευνητές από το Νοσοκομείο Brigham and Women πραγματοποίησαν μια εργαστηριακής βάσης ανάλυση χρησιμοποιώντας ευαίσθητες, νέες τεχνικές προκειμένου να ανιχνεύσουν και να χαρακτηρίσουν τις αποκρίσεις των Τ κυττάρων στα αντιγόνα. Συγκεκριμένα, μέτρησαν την απόκριση των Τ-κυττάρων, τα οποία απομόνωσαν από το αίμα ασθενών με COVID-19 που βρίσκονταν στο στάδιο της ανάρρωσης και εμβολιασμένων ατόμων, σε αντιγόνα του SARS-CoV-2 και στα εμβόλια MMR και Tdap. Σε συνεργασία με ειδικούς από την Κλινική Cleveland, μάλιστα, αξιοποίησαν μια μεγάλη, αναγνωρισμένη ομάδα ασθενών με COVID-19 και βρήκαν ότι ο εμβολιασμός για MMR και Tdap σχετιζόταν με μειωμένη σοβαρότητα της νέας νόσου. Τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν στο Med.

Παρατηρήθηκε συσχετισμός 

«Παρατηρήσαμε έναν συσχετισμό κατά τον οποίο τα άτομα με COVID-19 που είχαν εμβολιαστεί για MMR ή Tdap κατέληγαν πολύ πιο σπάνια σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας ή σε θάνατο. Παρόλο που προηγούμενες μικρότερες μελέτες υπέδειξαν παρόμοια σύνδεση, η δική μας εις βάθος επιδημιολογική ανάλυση μαζί με τα βασικά ερευνητικά αποτελέσματα, υποδεικνύουν ότι αυτά τα ευρέως χρησιμοποιούμενα εμβόλια μπορεί να προστατεύουν από σοβαρή COVID-19», αναφέρει ο Andrew Lichtman, MD, PhD, ανοσολόγος, καθηγητής Παθολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Harvard και ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης.

«Βλέπουμε ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας υπάρχει μια αξιόλογη μείωση στους τακτικούς εμβολιασμούς παιδιών και ενηλίκων και τα ευρήματά μας υπογραμμίζουν τη σημασία του τακτικού εμβολιασμού. Ξέρουμε ήδη ότι τα εμβόλια προστατεύουν από σοβαρές παθήσεις και τώρα βλέπουμε αυξανόμενα στοιχεία που δείχνουν ότι κάποια από αυτά τα σκευάσματα προσφέρουν έναν βαθμό προστασίας από τη σοβαρή COVID-19», συμπληρώνει η επίσης συγγραφέας, Tanya Mayadas, επικεφαλής στο Παθολογικό Τμήμα του Νοσοκομείου Brigham.

Η έρευνα της ομάδας προέκυψε από μια απροσδόκητη παρατήρηση. Σε εργαστηριακά πειράματα με αίμα από αναρρώσαντες από COVID-19 ασθενείς, οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι κάθε φορά που έβλεπαν αυξημένη απόκριση των Τ-κυττάρων στις πρωτεΐνες του κορωνοϊού, κατέγραφαν, επίσης, και αυξημένη απόκριση στις πρωτεΐνες των MMR και Tdap, τις οποίες χρησιμοποιούσαν ως τμήμα ελέγχου. Η παρατήρηση αυτή, μάλιστα, αφορούσε τόσο αναρρώσαντες ασθενείς όσο και μη μολυσμένα άτομα που είχαν εμβολιαστεί για τον κορωνοϊό.