Η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) ζήτησε επιφυλακή απέναντι στην ακόμη «αυξημένη αβεβαιότητα» που επικρατεί στον χρηματοπιστωτικό τομέα, μετά την πτώχευση της καλιφορνέζικης Silicon Valley Bank (SVB) στις 10 Μαρτίου που δημιούργησε ανησυχίες για την ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα σε Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρώπη.

Το πρώτο θύμα στην Ευρώπη υπήρξε η Credit Suisse, η διάσωση της οποίας επιτεύχθηκε με την αναγκαστική εξαγορά της από την Union des Banques Suisses την περασμένη Κυριακή. «Είναι σαφές ότι οι κίνδυνοι για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα έχουν αυξηθεί», δήλωσε η Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα κατά την διάρκεια του Φόρουμ για την Ανάπτυξη της Κίνας, που οργανώνεται στο Πεκίνο από την κινεζική κυβέρνηση.

«Οι πολιτικοί παράγοντες έλαβαν αποφασιστικής σημασίας μέτρα απέναντι στους κινδύνους που απειλούν την χρηματοπιστωτική σταθερότητα», δήλωσε η Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα κατά την διάρκεια της ομιλίας της. «Τα μέτρα αυτά άμβλυναν σε κάποιον βαθμό τις εντάσεις στις αγορές, αλλά η αβεβαιότητα είναι αυξημένη, πράγμα που τονίζει την ανάγκη να παραμείνουμε σε επιφυλακή», είπε.

Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα.

Η εξαγορά της Credit Suisse υπό την «αιγίδα» των ελβετικών αρχών, όπως και τα μέτρα που έλαβαν οι κεντρικές τράπεζες για την βελτίωση της πρόσβασης στην ρευστότητα επέτρεψαν την αποφυγή του κλίματος πανικού, χωρίς ωστόσο να επιτευχθεί η επιστροφή της σταθερότητας στις αγορές.

Οι πρόσφατες δηλώσεις της προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ για την ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος και οι καθησυχαστικές δηλώσεις του γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν και του Γερμανού καγκελαρίου Ολαφ Σολτς την Παρασκευή δεν κατόρθωσαν να κατευνάσουν τα πνεύματα.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν δήλωσε την Παρασκευή από την Οτάβα του Καναδά ότι οι τράπεζες βρίσκονται σε καλή κατάσταση και ότι δεν βλέπει ότι τα πράγματα βρίσκονται κοντά σε σημείο έκρηξης. Παραδέχθηκε ωστόσο ότι χρειάζεται «λίγος χρόνος για να ηρεμήσει η κατάσταση».

Ελκυστικές παραμένουν οι ελληνικές τράπεζες

Την ίδια ώρα, τα τραπεζικά επεισόδια με την SVB και την Credit Suisse Group «δυναμιτίζουν» μία από τις αγαπημένες επιλογές των επενδυτών για εφέτος, τις ευρωπαϊκές τράπεζες και φυσικά τους ελληνικούς τραπεζικούς τίτλους. Μέσα σε αυτό το κλίμα το ισχυρό story των ελληνικών τραπεζών μπορεί να θολώνει, αλλά δεν ανατρέπεται.

Όλοι συμφωνούν ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι σήμερα σε θέση να απορροφήσουν τυχόν κλυδωνισμούς από τις διεθνείς αγορές. Οι τράπεζες έχουν εξυγιάνει τους ισολογισμούς τους. Τα κόκκινα δάνεια από το 44%. σήμερα έχουν υποχωρήσει στο 8%. Οι τράπεζες διατηρούν δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας αρκετά πιο υψηλά του ελάχιστου όρου και φυσικά έχουν επανέλθει σε κερδοφορία μετά από μία σειρά ζημιογόνων χρήσεων.

Τα ποιοτικά δεδομένα (κεφαλαιακή επάρκεια και χαμηλό ύψος «κόκκινων» δανείων), σε συνδυασμό με το χαμηλό δείκτη δανείων προς καταθέσεις (στο 61,12% στο 3ο τρίμηνο, με τις καταθέσεις του Ιδιωτικού τομέα στα 184,1 δισ. τον Ιανουάριο 2023 και τα δάνεια στα 113,5 δισ.) παρέχουν ασπίδα στις ελληνικές τράπεζες.

Την ίδια ώρα, όμως διεθνείς οίκοι αναμένουν συνέχιση της καλής εικόνας των ελληνικών τραπεζών και το 2023.Ο οίκος αξιολόγησης Moody’s αναμένει ισχυρότερα κέρδη το 2023 για τις ελληνικές τράπεζες και τονίζει ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει ισχυρή ρευστότητα, αυξημένο επίπεδο καταθέσεων που αποτελούν «θωράκιση» έναντι κρίσεων.

Oι ελληνικές τράπεζες ανακοίνωσαν συνολικά καθαρά κέρδη ύψους 3,7 δισ. ευρώ το οικονομικό έτος 2022, έναντι καθαρών ζημιών ύψους 4,7 δισ. ευρώ το οικονομικό έτος 2021. Το εγχώριο τραπεζικό σύστημα διαθέτει καταθέσεις 184,1 δισ. ευρώ, είναι απαλλαγμένο από «κόκκινα» δάνεια σχεδόν 80 δισ. ευρώ, έχει δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας 18%.

Λόγω της βελτίωσης της κεφαλαιοποίησης και της προσδοκία για αυξημένη δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου, οι ελληνικές τράπεζες στοχεύουν να επαναλάβουν τη διανομή μερισμάτων το 2023-2024, με την επιφύλαξη των κανονιστικών εγκρίσεων. Ο SSM ενώ αναγνωρίζει την πρόοδο των ελληνικών τραπεζών δεν έδωσε το πράσινο φως στις τράπεζες για διανομή μερισμάτων για τη χρήση του 2022.

Οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες είχαν σχετικά άνετους δείκτες εποπτικών κεφαλαίων το 2022 πάνω από ελάχιστες απαιτήσεις, ενώ ο μέσος δείκτης CET1 ήταν πέρυσι στο 13,5% σε σύγκριση με 12,4% το 2021.

Η κερδοφορία του 2022 στηρίχθηκε στην πολύ καλή πορεία των εσόδων από τόκους, τα οποία στο σύνολο του κλάδου αυξήθηκαν 5,2%, ενώ καταγράφηκε σημαντική ενίσχυση και στην πιστωτική επέκταση 5,8%, που αφορούσε κατά κύριο λόγω παροχή επιχειρηματικών δανείων.

Παράλληλα η αύξηση των βασικών επιτοκίων βοήθησαν τις τράπεζες να αυξήσουν και αυτές με τη σειρά τους τα επιτόκια των δανείων με ρυθμό ταχύτερο σε σύγκριση με αυτά καταθέσεων.

Διαβάστε περισσότερα