Δεκαπενταύγουστος, το Πάσχα του Καλοκαιριού και χιλιάδες πιστοί προσέρχονται στους ναούς, σε κάθε γωνιά της χώρας.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο μεγάλος θεολόγος και υμνογράφος της Εκκλησίας, στον σχετικό λόγο για την Παναγία, παρουσιάζει τη Θεοτόκο όχι μόνο να αποδέχεται τον θάνατο, αλλά και να επείγεται να συναντήσει τον Μονογενή Της, γι’ αυτό και Τον παρακαλεί να δεχθεί στα θεϊκά Του χέρια την «φίλην» σε Αυτόν ψυχή Της.
Γράφει ο ιερός Δαμασκηνός: «Στα χέρια Σου το πνεύμα μου, τέκνο μου, παραδίδω. Δέξου μου τη δική σου φίλη ψυχή, που άμεμπτη κράτησες. Σε Σένα και όχι στη γη το σώμα μου αφήνω. Φύλαξέ το σώο εκείνο το οποίο έκανες κατοικία, το οποίο διατήρησες παρθενικό και όταν γεννήθηκες. Πλησίον Σου πάρε με, για να κατοικήσω με Σένα και εγώ, με Σένα που είσαι των σπλάγχνων μου η φύτρα. Προς Σένα βιάζομαι να έλθω. Προς Σένα, ο Οποίος ήλθες και με επισκέφθηκες, χωρίς να χωρισθείς από τον Πατέρα Σου».
Ο θάνατός Της υπερβαίνει την έννοια του θανάτου και μεταστρέφεται σε «κοίμηση», «θεία μετάσταση» και «εκδημία» ή «ενδημία» προς τον Κύριο. Και εάν ακόμη λεχθεί «θάνατος», είναι θάνατος ζωηφόρος και «αρχή δευτέρας υπάρξεως», της αιωνίου, κατά τον ιερό Δαμασκηνό.
Δεκαπενταύγουστος: Πότε και πώς έγινε η Κοίμηση της Θεοτόκου
Για την εκδημία Της μαθαίνουμε από τις διηγήσεις σημαντικών εκκλησιαστικών ανδρών, όπως των Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, Μόδεστου Ιεροσολύμων, Ανδρέα Κρήτης, Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως, Ιωάννη Δαμασκηνού κ.ά., καθώς και από τα σχετικά τροπάρια της εκκλησιαστικής υμνολογίας. Στα κείμενα αυτά διασώζεται η «αρχαία και αληθεστάτη» παράδοση της Εκκλησίας γι’ αυτό το Θεομητορικό γεγονός.
Κατά την εκκλησιαστική παράδοση, εκοιμήθη στο σπίτι του Ευαγγελιστή Ιωάννη, όπου διέμενε η μητέρα του Θεανθρώπου. Αφού της έκλεισαν τα μάτια, οι Απόστολοι μετέφεραν το νεκροκρέβατό της στον κήπο της Γεθσημανής, όπου και την έθαψαν. Ο Ιωάννης Δαμασκηνός περιγράφει με πολύ στοργικό και τρυφερό τρόπο την υποδοχή της ψυχής της Παναγίας μας εκ μέρους του Υιού Της:
«Έλα, ευλογημένη μου Μητέρα, να ξεκουρασθείς. Σήκω, έλα κοντά Μου, η ενάρετη μεταξύ των γυναικών, διότι ο χειμώνας, αφού παρήλθε, ήλθε η ώρα για να κόψουμε κλαδιά. Η ωραία κοντά Μου, και μώμος δεν υπάρχει σε Σένα. Η ευωδία των μύρων Σου ξεπερνά όλα τα αρώματα».
Ακολούθως, γεμάτος θαυμασμό για τη μετάσταση Της απορεί και γράφει: «Ω, πώς ο ουρανός υποδέχθηκε Αυτή που υπήρξε πλατύτερη από τους ουρανούς! Πώς δέχθηκε ο τάφος Αυτήν η οποία δέχθηκε τον Θεό! Ναι, Τη δέχθηκε, και Τη χώρεσε, διότι δεν έγινε πλατύτερη από τον ουρανό με τον σωματικό Της όγκο. Διότι πώς ένα σώμα τριών πήχεων, που όλο και φυραίνει, θα μπορούσε να ξεπεράσει το πλάτος και το μάκρος του ουρανού; Με τη θεία χάρη όμως ξεπέρασε κάθε ύψος και πλάτος, διότι το θεϊκό είναι πέραν από κάθε σύγκριση. Ω, το ιερό και θαυμαστό και σεβάσμιο και αξιοπροσκύνητο μνήμα».
Η αγάπη και η μνημόνευση της Εκκλησίας δεν επικεντρώνονται στο ιστορικό και πραγματικό πλαίσιο, αλλά στην ουσία και στο νόημα του θανάτου Της, μνημονεύοντας τον θάνατο Αυτής που ο Υιός της, σύμφωνα με την πίστη μας, κατέβαλε τον θάνατο, ανέστη εκ νεκρών, και μας υποσχέθηκε την τελική ανάσταση και τη νίκη της αθάνατης ζωής.
Στην Κοίμηση, μας αποκαλύπτεται όλο το χαρμόσυνο μυστήριο αυτού του θανάτου και γίνεται χαρά μας, επειδή η Παρθένος Μαρία είναι μία από μας. Ο ίδιος ο θάνατος γίνεται ζωή θριαμβεύουσα. Έτσι στη γιορτή δεν υπάρχει ούτε λύπη, ούτε νεκρώσιμα μοιρολόγια, ούτε στενοχώρια, αλλά μόνο φως και ζωή.
Η εκκλησιαστική υμνογραφία δεν φείδεται χαρακτηρισμών της Παναγίας, ούτε επαίνων ούτε ύμνων. Το μεγαλύτερο όμως εγκώμιο της Υπεραγίας Θεοτόκου είναι ο Ακάθιστος Ύμνος, η απογείωση της υμνολογίας στο πρόσωπό Της, καθώς ιστορεί με ποιητικό και λυρικό τρόπο όλο αυτό το σχέδιο της σωτηρίας.
Παράλληλα, οι προσωνυμίες της Θεομήτορος πλείστες όσες: η Μαριάμ έφερε στον κόσμο τον Σωτήρα των ανθρώπων, εξ ου η προσωνυμία της ως Παναγία αλλά και ως Θεοτόκος.
Όμως, υπάρχει και μια πληθώρα «Θεοτοκονυμίων», όπως λέγονται, ανάλογα με τις ιδιότητες ή τα χαρίσματά της, από τον τόπο ή τρόπο που βρέθηκε εικόνα της ή βρίσκεται ο ναός Της, από την τεχνοτροπία του ναού Της, από τον εικονογραφικό τύπο παραστάσεώς Της, από την παλαιότητα της εικόνας Της, από την ομορφιά και το κάλλος Της, από τα εγκώμιά της, από τον χρόνο που γιορτάζει η εκκλησία Της κλπ.
Εορτάζεται κάθε χρόνο, σύμφωνα με το Νέο Ημερολόγιο σήμερα, 15 Αυγούστου, και στις 28 Αυγούστου σύμφωνα με το Παλαιό (Παλαιoημερολογίτες). Στις λοιπές ορθόδοξες και καθολικές χώρες του κόσμου, η Κοίμησή Της τιμάται με λιγότερο εμφατικό τρόπο, στις περισσότερες από τις οποίες ο Δεκαπενταύγουστος είναι επίσημη αργία, όπως και στην Ελλάδα.
Μάλιστα, οι προτεσταντικές ομολογίες θεωρούν την Κοίμηση της Θεοτόκου δευτερεύουσα εορτή, επειδή δεν βασίζεται σε βιβλικές αναφορές. Η διαφορά αυτή φαίνεται ανάγλυφα στη Γερμανία, όπου ο Δεκαπενταύγουστος είναι επίσημη αργία μόνο στα καθολικά κρατίδια του Ζάαρλαντ και της Βαυαρίας.
Δεκαπενταύγουστος: Πότε κάνουμε νηστεία
Κατά την Ορθόδοξη παράδοση, είθισται περίοδος νηστείας για τη συγκεκριμένη εορτή, που καθιερώθηκε τον 7ο αιώνα. Αρχικά ήταν χωρισμένη σε δύο περιόδους, εκείνη πριν την γιορτή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα και εκείνη πριν της γιορτής της Κοίμησης της Θεοτόκου. Το 10ο αιώνα, συνενώθηκαν σε μια νηστεία που περιλαμβάνει 14 ημέρες και ξεκινά την 1η Αυγούστου.
Κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης νηστείας, νηστεύεται το λάδι εκτός του Σαββάτου και της Κυριακής, ενώ στη γιορτή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα καταλύεται το ψάρι. Κατά τη γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου καταλύονται τα πάντα, εκτός κι αν η γιορτή πέσει σε ημέρα Τετάρτη ή Παρασκευή, οπότε καταλύεται μόνο το ψάρι.
Δεκαπενταύγουστος: Γιατί λέγεται και «Πάσχα του Καλοκαιριού»
Στην Ελλάδα, η Κοίμηση της Θεοτόκου εορτάζεται με ιδιαίτερη λαμπρότητα, ονομάζεται δε και «Πάσχα του Καλοκαιριού».
Σε πολλά νησιά του Αιγαίου (Τήνος, Πάρος, Πάτμος) στολίζουν και περιφέρουν επιτάφιο προς τιμήν της Παναγίας.
Η Κοίμηση της Θεοτόκου δεν είναι ένα πένθιμο γεγονός για το ελληνικό λαό, επειδή η Παναγία «μετέστη προς την ζωήν».