«Με χαμηλότερη του μέσου όρου συνεισφορά από τα έσοδα από αμοιβές, οι ελληνικές τράπεζες έχουν λιγότερο διαφοροποιημένες δομές εσόδων σε σχέση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Αυτό έχει τις ρίζες του κυρίως στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και την ελληνική κρίση δημόσιου χρέους, οι οποίες έχουν διαβρώσει τις αποταμιεύσεις των νοικοκυριών.

Η έλλειψη διαφοροποίησης στα έσοδα αποτελεί ανταγωνιστικό μειονέκτημα για τις ελληνικές τράπεζες σε αυτό το περιβάλλον, καθώς τα καθαρά τα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) αναμένεται να μειωθούν στο μέλλον λόγω των χαμηλότερων επιτοκίων.

Παρόλα αυτά, οι οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας ξεπέρασαν πρόσφατα τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ και πιθανότατα θα συνεχίσουν και τα επόμενα χρόνια. Αυτό, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη στρατηγική των ελληνικών τραπεζών και τις πρωτοβουλίες τους, αναμένεται να οδηγήσει περισσότερες ιδιωτικές αποταμιεύσεις σε ασφαλίσεις και επενδύσεις χαρτοφυλακίου, μειώνοντας το χάσμα με την Ευρώπη», εκτιμά ο οίκος.

Η ελληνική κυβέρνηση ενέκρινε πρόσφατα το σχέδιό της για τη μείωση των τραπεζικών τελών για τους πελάτες λιανικής αρχής γενομένης από το 2025. Παρά το γεγονός αυτό και άλλους αναμενόμενους αντίθετους ανέμους, όπως η συμπίεση του NII, τα υψηλότερα λειτουργικά έξοδα και δυνητικά υψηλότερο πιστωτικό κόστος, η Morningstar DBRS αναμένει ότι η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών θα παραμείνει επαρκής στο ορατό μέλλον.

«Κατά την άποψή μας, η διαφοροποίηση των εσόδων και οι πρωτοβουλίες βελτιστοποίησης του κόστους παραμένουν το κλειδί για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των κερδών των ελληνικών τραπεζών. Οι ελληνικές τράπεζες υστερούν έναντι των ευρωπαίων ομολόγων τους όσον αφορά τη διαφοροποίηση των εσόδων τους, με τα καθαρά έσοδα από αμοιβές και έσοδα από προμήθειες αντιπροσωπεύουν περίπου το 17% των συνολικών λειτουργικών εσόδων κατά μέσο όρο στο πρώτο εξάμηνο του 2024, κάτω από το τυπικό επίπεδο του 22% περίπου στην Ευρώπη.

Oι τράπεζες με έδρα τη Γερμανία, την Ιταλία και τις σκανδιναβικές χώρες παρουσιάζουν τα υψηλότερα έσοδα από τις καθαρές αμοιβές, ενώ οι ολλανδικές, ελληνικές και ιρλανδικές τράπεζες κατατάσσονται στις τελευταίες θέσεις», συνεχίζει ο οίκος.

Οι ελληνικές τράπεζες είναι μεταξύ των τραπεζών που επωφελήθηκαν περισσότερο στην Ευρώπη από τις αυξήσεις των επιτοκίων. Ένα σημαντικό ποσοστό των δανείων τους είναι με κυμαινόμενα επιτόκια και δεν έχουν μετακυλήσει μεγάλο μέρος από τις αυξήσεις των επιτοκίων στους καταθέτες τους.

Ωστόσο, ο υποτονικός βαθμός διαφοροποίησης των εσόδων τους αποτελεί ανταγωνιστικό μειονέκτημα σε αυτό το πλαίσιο της αναμενόμενης μείωσης του NII. Ενώ οι καθαρές προμήθειες συμβάλλουν λιγότερο στα έσοδά τους από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, οι καθαρές προμήθειες των ελληνικών τραπεζών επί του συνολικού ενεργητικού είναι σε γενικές γραμμές σύμφωνες με τις ευρωπαϊκές τράπεζες.

«Κατά την άποψή μας, αυτό αντανακλά ορισμένα χαρακτηριστικά του ελληνικού τραπεζικού τομέα, όπως το μέγεθός του, τα επίπεδα συγκέντρωσης και η δομή των προμηθειών επί των προϊόντων και των υπηρεσιών. Στο δείγμα μας, οι καθαρές αμοιβές αντιπροσώπευαν περίπου το 0,60% του συνολικού ενεργητικού για τις ελληνικές τράπεζες το πρώτο εξάμηνο του 2024, σε σύγκριση με ένα μέσο όρο 0,55% στην Ευρώπη», καταλήγει η DBRS.

Διαβάστε ακόμη: