Το Χρηματιστήριο Αθηνών πλησιάζει το φράγμα των 2.000 μονάδων, ένα όριο που λειτουργεί όχι μόνο ως τεχνικός και ψυχολογικός στόχος, αλλά και ως υπενθύμιση της εποχής που η ελληνική κεφαλαιαγορά έσφυζε από ρευστότητα, ενθουσιασμό και προσδοκίες. Με τον Γενικό Δείκτη να έχει ήδη καταγράψει άνοδο 27,72% στο πρώτο εξάμηνο του 2025, και με το τελευταίο κλείσιμο στις 1.950 μονάδες, η συζήτηση έχει μετατοπιστεί από το «αν» στο «πότε» θα φτάσουμε τις 2.000.
Η επιτυχία αυτή αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία αν λάβουμε υπόψη τον Ιούνιο, έναν μήνα που παραδοσιακά λειτουργεί πιεστικά λόγω της διανομής μερισμάτων. Και όμως, η χρηματιστηριακή αγορά όχι μόνο άντεξε, αλλά κατάφερε να συνεχίσει την ανοδική της πορεία. Η σύγκριση με την αρχή της χρονιάς είναι αποκαλυπτική, ελάχιστοι ανέμεναν πως η αγορά θα ξεπερνούσε τόσο γρήγορα τις 1.800 μονάδες.
Τι ακολουθεί όμως μετά τις 2.000 μονάδες; Ποια είναι τα θεμελιώδη δεδομένα και οι πιθανές παγίδες; Πόσο ρεαλιστική είναι μια διατηρήσιμη υπέρβαση του ορίου και τι μπορεί να συμβεί αν το διεθνές κλίμα αλλάξει;
Η απάντηση αρχίζει από τις ίδιες τις ελληνικές μετοχές. Οι τραπεζικές είναι εκείνες που σέρνουν το κάρο, πλέον εκπροσωπώντας σχεδόν το 50% της κεφαλαιοποίησης του Γενικού Δείκτη. Η εμπιστοσύνη των αναλυτών στις ελληνικές τράπεζες αυξάνεται διαρκώς, με νέες εκθέσεις να ανεβάζουν τις τιμές στόχους, κυρίως λόγω της πορείας στα κέρδη, στις μερισματικές αποδόσεις και στα προγράμματα επαναγοράς μετοχών.
Στο κάδρο μπαίνουν πλέον και οι κατασκευαστικές που αναλαμβάνουν έργα εντός και εκτός Ελλάδας, και επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους σε ενεργειακά και παραχωρησιακά σχήματα. Ο μετασχηματισμός του ομίλου AKTOR ενισχύει περαιτέρω τις προσδοκίες. Οι αποτιμήσεις τους παραμένουν κάτω από τους αναλυτικούς στόχους, κάτι που αφήνει περιθώριο ανόδου.
Το ίδιο ισχύει και για επιχειρήσεις όπως η Cenergy Holdings, η οποία επενδύει σε υποδομές στις ΗΠΑ και δραστηριοποιείται έντονα στον τομέα της ενέργειας και των υποθαλάσσιων καλωδίων. Η METLEN, λόγω της επικείμενης εισόδου στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου, προσελκύει το βλέμμα των διεθνών funds, κάτι που θα μπορούσε να δημιουργήσει νέο αγοραστικό κύμα.
Η ΔΕΗ ενισχύεται από τη στρατηγική στροφή στις ΑΠΕ, αλλά και στη νέα είσοδο στον τομέα των data centers, μία αγορά με διεθνή στρατηγικό ενδιαφέρον. Το ίδιο ισχύει και για τον ΟΤΕ, ο οποίος, μετά την απεμπλοκή από τη Ρουμανία, αναμένεται να επικεντρωθεί περισσότερο στις υπηρεσίες τεχνολογίας και πληροφορικής.
Όμως δεν είναι όλα εξασφαλισμένα. Οι διεθνείς αγορές παραμένουν ασταθείς. Αν και οι φόβοι για τους γεωπολιτικούς κινδύνους φαίνεται προσωρινά να έχουν υποχωρήσει, η πραγματικότητα είναι ότι οι επενδυτές συνεχίζουν να κοιτούν προσεκτικά τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, στην Ασία και στις ΗΠΑ. Ένα νέο κύμα έντασης ή ένα μακροοικονομικό σοκ (π.χ. αυξήσεις επιτοκίων, επιβράδυνση της ανάπτυξης, εμπορικοί πόλεμοι) μπορεί να ανατρέψει άρδην την εικόνα.
Επιπλέον, η πρόοδος της ελληνικής αγοράς προς την κατηγορία των Ανεπτυγμένων Αγορών θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης για μια πιο θεσμική και βιώσιμη άνοδο. Αν και δεν υπάρχει σαφές χρονοδιάγραμμα, η βελτίωση της διαφάνειας, της ρευστότητας και της επενδυτικής εμπιστοσύνης θέτουν τα θεμέλια. Μία τέτοια αναβάθμιση, εφόσον υλοποιηθεί, μπορεί να προσελκύσει σημαντικούς όγκους κεφαλαίων.
Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι μόνο αν θα φτάσουμε στις 2.000 μονάδες. Το πιο κρίσιμο είναι, τι θα γίνει μετά;
Το πιο πιθανό σενάριο είναι πως η υπέρβαση των 2.000 μονάδων θα φέρει έναν νέο γύρο επανατοποθετήσεων, με αναδιάρθρωση χαρτοφυλακίων από επαγγελματίες και θεσμικούς. Ο Γενικός Δείκτης μπορεί να σταθεροποιηθεί ελαφρώς πιο πάνω από τις 2.000, εφόσον συνεχιστούν τα καλά εταιρικά αποτελέσματα και η διεθνής συγκυρία παραμείνει ευνοϊκή. Εναλλακτικά, ένα «ξεφούσκωμα» βραχυπρόθεσμο μπορεί να συμβεί, αν υπάρξει υπεραγορά χωρίς νέα υποστήριξη από ειδήσεις ή κεφάλαια.
Η ένταση του επόμενου κύματος θα εξαρτηθεί και από τις εκδόσεις χρέους, την πορεία των επιτοκίων και την εμπιστοσύνη των επενδυτών στη μακροοικονομική σταθερότητα της Ελλάδας. Οι εξαγγελίες για επενδυτικά σχέδια (όπως αυτά του RRF ή των ΣΔΙΤ) θα παίξουν επίσης ρόλο, ειδικά σε κλάδους που σχετίζονται με τις υποδομές, την ενέργεια και τον ψηφιακό μετασχηματισμό.
Εν ολίγοις, η υπέρβαση του ψυχολογικού ορίου των 2.000 μονάδων δεν είναι μόνο αριθμητική επιτυχία. Είναι απόδειξη της ωρίμανσης της ελληνικής κεφαλαιαγοράς και των επιχειρήσεών της.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι, αυτή τη φορά, η αγορά δεν τρέχει απλώς προς έναν αριθμό. Τρέχει προς μια νέα εποχή.
Διαβάστε ακόμη:
- Ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες συνδέονται με το λαθρεμπόριο πετρελαίου από το Ιράν
- «Πράσινο φως» για το υψηλότερο μέρισμα στην ιστορία του ΟΛΠ – €1,92 ανά μετοχή
- Ελίζαμπεθ Χάρλεϊ: Η φωτογραφία από τις διακοπές της στην Ελλάδα
- Το «σκάνδαλο των ταχυδρομείων», το λάθος λογισμικό και η δικαίωση μετά θάνατο 13 που αυτοκτόνησαν