Όσο οι Ουκρανοί κρύβονται από τις βόμβες στα υπόγεια του Κιέβου, οι Ρώσοι συρρέουν στα καταστήματα Bulgari και Cartier της Μόσχας. Κίνητρό τους, αυτή τη φορά δεν είναι η επίδειξη πλούτου, αλλά η αγωνία τους να μετατρέψουν τα ρούβλια που έχουν στους λογαριασμούς τους σε κάτι που δεν θα χάσει την αξία του.

Οι πωλήσεις ακριβών ρολογιών και κοσμημάτων έχουν αυξηθεί τις τελευταίες ημέρες στη Ρωσία,  καθώς οι κυρώσεις της Δύσης περιορίζουν την ελεύθερη διακίνηση μετρητών στη χώρα και κάνουν τα δολάρια δυσεύρετα. «Βραχυπρόθεσμα, πιθανότατα έχει δώσει ώθηση στις δουλειές», λέει στο Bloomberg ο CEO της Bulgari, Jean-Christophe Babin, εξηγώντας ότι τα κοσμήματα του ιταλικού οίκου είναι «μία ασφαλής επένδυση».

«Είναι δύσκολο να πούμε πόσο θα διαρκέσει, γιατί πράγματι, με την πλήρη εφαρμογή των μέτρα για το SWIFT,  ίσως να είναι δύσκολο, εάν όχι αδύνατο, να εξάγουμε στη Ρωσία», προσθέτει, αναφερόμενος στον αποκλεισμό ρωσικών τραπεζών από το παγκόσμιο σύστημα τραπεζικών συναλλαγών.

Τα ευρωπαϊκά brands κερδίζουν έδαφος 

Την ώρα που μεγάλα ονόματα της Δύσης, από την Apple και τη Nike έως τους ενεργειακούς γίγαντες της BP, της Shell και της Exxon Mobil αποχωρούν από τη Ρωσία, τα γνωστά ευρωπαϊκά  brands της πολυτέλειας προσπαθούν να συνεχίσουν να λειτουργούν στη χώρα.

Η Bulgari, η οποία ανήκει στον όμιλο LVMH, δεν είναι η μόνη. Η Cartier της Richemont εξακολουθεί να πουλά κοσμήματα και ρολόγια, ενώ διαθέσιμα στη ρωσική αγορά είναι ακόμα τα ρολόγια της Rolex και της Omega.

«Βρισκόμαστε εκεί για τον ρωσικό λαό και όχι για τον πολιτικό κόσμο», λέει ο Babin της Bulgari. «Λειτουργούμε σε πολλές διαφορετικές χώρες που έχουν περιόδους αβεβαιότητας και εντάσεις».

Όπως ο χρυσός θεωρείται ένα ασφαλές καταφύγιο για να αποθηκεύσει κανείς πλούτο σε περιόδους εντάσεων, τα πολυτελή ρολόγια και κοσμήματα μπορούν να διατηρήσουν ή ακόμα και να αυξήσουν την αξία τους σε οικονομικές κρίσεις και πολέμους.

Τα δημοφιλέστερα μοντέλα ρολογιών αλλάζουν χέρια στη δευτερογενή αγορά ακόμα και τρεις ή τέσσερις φορές ακριβότερα από την τιμή λιανικής τους.

Βέβαια, τα ευρωπαϊκά brands έχουν να σκεφτούν και το πλήγμα στο προφίλ τους. Για την LVMH, οι πωλήσεις στη Ρωσία και τους Ρώσους σε άλλες χώρες αποτελούν λιγότερο από το 2% του συνολικού τζίρου της. Αυτό οφείλεται στις τεράστιες οικονομικές ανισότητες στη Ρωσία, μία χώρα όπου ο μέσος μηνιαίος μισθός είναι περίπου 113.000 ρούβλια (1.350 δολάρια σε ισοτιμία πριν την εισβολή) στη Μόσχα και πολύ χαμηλότερος στις άλλες περιοχές. Ουσιαστικά, τα brands αυτά απευθύνονται στη μικρή ομάδα των ολιγαρχών.