Σύμφωνα με την Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής 2025 της Τράπεζα της Ελλάδος, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας εισέρχεται σε φάση πλήρους κανονικότητας, έχοντας αφήσει οριστικά πίσω του την περίοδο προσαρμογής που ακολούθησε τη χρηματοπιστωτική κρίση. Η εικόνα που αποτυπώνεται στα στοιχεία έως και το δεκάμηνο Ιανουαρίου–Οκτωβρίου 2025 χαρακτηρίζεται από υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια, ισχυρή ρευστότητα, αισθητή βελτίωση της κερδοφορίας και σαφή επανεκκίνηση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς την πραγματική οικονομία.

Η έκθεση δείχνει ότι στο εννεάμηνο 2025 ο κλάδος διατηρεί ROE 12,2% (Ελλάδα έναντι 10,1% ευρωζώνη), ο δείκτης ΜΕΑ/NPE υποχωρεί στο 3,6%, ο CET1 διαμορφώνεται στο 15,9% και ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας LCR στο 209,3% (υψηλότερα από την ευρωζώνη), ενώ ο λόγος δανείων προς καταθέσεις παραμένει χαμηλός (70,4%) – στοιχεία που περιγράφουν “low risk / high liquidity” τραπεζικό σύστημα.

Παράλληλα, στα αποτελέσματα χρήσης (εννεάμηνο 2025) καταγράφεται ότι τα καθαρά έσοδα από τόκους μειώνονται σε σχέση με το εννεάμηνο 2024, κάτι που συνδέεται με την αποκλιμάκωση των επιτοκίων νέων χορηγήσεων και τη μεταβολή του μείγματος εσόδων.

Στο μέτωπο επιτοκίων, το μεσοσταθμικό επιτόκιο νέων επιχειρηματικών δανείων διαμορφώνεται στο 3,9% κατά μέσο όρο στο γ΄ τρίμηνο 2025, περίπου 110 μ.β. χαμηλότερα από τη μέση τιμή του δ΄ τριμήνου 2024.

Στην καταθετική βάση, οι καταθέσεις ιδιωτικού τομέα αυξάνονται σωρευτικά κατά 3,1 δισ. ευρώ (Ιαν.–Οκτ. 2025) και φθάνουν τα 206 δισ. ευρώ τον Οκτώβριο 2025, ενώ οι καταθέσεις μίας ημέρας αποτελούν 76% της βάσης και αυξάνονται κατά 5,5 δισ. ευρώ (με μείωση προθεσμίας κατά -2,3 δισ. ευρώ). Τέλος, κομβικό σημείο της έκθεσης είναι ότι οι πιστώσεις προς νοικοκυριά γίνονται θετικές (μέσος ρυθμός δεκαμήνου 0,3%, Οκτ. 2025 1,7%), πρώτη φορά μετά τον Οκτώβριο 2010.

Η συνολική εικόνα που αποτυπώνεται στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής είναι ότι ο ελληνικός τραπεζικός τομέας έχει μεταβεί από τη φάση της σταθεροποίησης στη φάση της ενεργής στήριξης της οικονομίας. Η βελτιωμένη κερδοφορία, η υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια, η ισχυρή ρευστότητα και η επανεκκίνηση της πιστωτικής επέκτασης συνθέτουν ένα πλαίσιο που επιτρέπει στις τράπεζες να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη χρηματοδότηση των επενδύσεων και στη μεγέθυνση της οικονομίας τα επόμενα έτη.

Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος – αποτίμηση με βάση την κεφαλαιακή υπερεπάρκεια του συστήματος

Η Εθνική Τράπεζα επωφελείται περισσότερο από το προφίλ ισχυρής κεφαλαιακής επάρκειας και υψηλής κερδοφορίας που περιγράφεται στην Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής 2025. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα εμφανίζει δείκτη αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων 12,2% στο εννεάμηνο του 2025, με περαιτέρω αποκλιμάκωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο 3,6% . Σε αυτό το πλαίσιο, η Εθνική, ως η τράπεζα με το μεγαλύτερο κεφαλαιακό απόθεμα και χαμηλή ένταση κινδύνου, δικαιολογεί αποτίμηση άνω του μέσου όρου του κλάδου. Με την αγορά να αποτιμά τη μετοχή κοντά στο 1,1x P/BV, έναντι συστημικού ROE άνω του 12%, ένα εύλογο επίπεδο σύγκλισης προς 1,4x P/BV συνεπάγεται implied upside της τάξης του 30%–35%, αντανακλώντας τη μετάβαση του συστήματος σε φάση διατηρήσιμης απόδοσης κεφαλαίου.

Σύμφωνα με την Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής 2025, το κόστος δανεισμού για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις μειώθηκε αισθητά εντός του 2025, ενώ τα επιτόκια καταθέσεων αυξήθηκαν με βραδύτερο ρυθμό, διατηρώντας ευνοϊκές συνθήκες για τα καθαρά έσοδα από τόκους του τραπεζικού συστήματος . Σε αυτό το περιβάλλον, η Εθνική Τράπεζα, λόγω της υψηλής συμμετοχής καταθέσεων όψεως και ταμιευτηρίου στο μείγμα χρηματοδότησης, εμφανίζει αυξημένη ανθεκτικότητα του επιτοκιακού περιθωρίου. Η σταθερότητα των spreads ενισχύει τη διατηρησιμότητα της κερδοφορίας και στηρίζει αποτίμηση άνω του μέσου όρου του κλάδου, ακόμη και σε σενάριο σταδιακής αποκλιμάκωσης των βασικών επιτοκίων.

Eurobank – αποτίμηση στη βάση σταθερής κερδοφορίας και πιστωτικής επέκτασης

Η Eurobank εντάσσεται στο προφίλ τραπεζών που επωφελούνται άμεσα από την ενίσχυση της πιστωτικής δραστηριότητας και της λειτουργικής κερδοφορίας που καταγράφει η Τράπεζα της Ελλάδος. Η Έκθεση επισημαίνει ότι το 2025 ο ετήσιος ρυθμός πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις επιταχύνθηκε, ενώ οι πιστώσεις προς τα νοικοκυριά κατέγραψαν θετικό ρυθμό για πρώτη φορά από το 2010 . Το διαφοροποιημένο επιχειρηματικό μοντέλο της Eurobank επιτρέπει τη μετατροπή αυτής της δυναμικής σε σταθερή απόδοση ιδίων κεφαλαίων, ευθυγραμμισμένη ή ανώτερη του συστημικού μέσου όρου. Παρά το γεγονός αυτό, η αποτίμηση της μετοχής παραμένει κοντά στο 1,2x P/BV, επίπεδο που δεν αποτυπώνει πλήρως τη βελτιωμένη ποιότητα ενεργητικού και τη διατηρήσιμη κερδοφορία. Η σύγκλιση προς αποτίμηση 1,5x P/BV συνεπάγεται implied upside 25%–30%, σε συνδυασμό με αυξανόμενο συνολικό shareholder return.

Η Τράπεζα της Ελλάδος επισημαίνει ότι η μείωση των επιτοκίων δανεισμού προς τις επιχειρήσεις συνοδεύτηκε από αύξηση του όγκου νέων χορηγήσεων, γεγονός που αντιστάθμισε εν μέρει τη συμπίεση των επιτοκιακών περιθωρίων . Η Eurobank, λόγω της γεωγραφικής διαφοροποίησης και της μεγαλύτερης έκθεσης σε δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, εμφανίζει μεγαλύτερη ευελιξία στη μετακύλιση των μεταβολών των επιτοκίων. Το αποτέλεσμα είναι σταθερή συνεισφορά των καθαρών εσόδων από τόκους στην κερδοφορία, ακόμη και σε περιβάλλον ήπιας χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής, στοιχείο που περιορίζει τον καθοδικό κίνδυνο για τις αποτιμήσεις.

Alpha Bank – re-rating με βάση τη σύγκλιση ποιότητας ενεργητικού

Η Alpha Bank αποτελεί τον πιο άμεσο αποδέκτη του διαρθρωτικού re-rating που υπονοεί η Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής. Η Τράπεζα της Ελλάδος καταγράφει περαιτέρω μείωση του δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο 3,6% και υποχώρηση των δανείων Σταδίου 2, με το τραπεζικό σύστημα να συγκλίνει προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο . Σε αυτό το περιβάλλον, η Alpha εμφανίζει σαφή βελτίωση του προφίλ κινδύνου και ενισχυμένη λειτουργική μόχλευση. Ωστόσο, η αποτίμηση παραμένει χαμηλή, κοντά στο 0,9x P/BV, επίπεδο που ενσωματώνει δυσανάλογα συντηρητικές παραδοχές. Η σύγκλιση προς 1,2x P/BV, σε ευθυγράμμιση με τον συστημικό ROE άνω του 12%, συνεπάγεται implied upside 40%–45%, το υψηλότερο στον κλάδο.

Η Έκθεση καταγράφει ότι τα επιτόκια στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων παρουσίασαν μικρότερη αποκλιμάκωση σε σχέση με τα επιχειρηματικά, διατηρώντας υψηλότερα περιθώρια για τις τράπεζες . Σε αυτό το πλαίσιο, η Alpha Bank, με αυξημένη έμφαση στη λιανική τραπεζική και στη σταδιακή επανεκκίνηση της ζήτησης από τα νοικοκυριά, επωφελείται δυσανάλογα από τη διατήρηση των επιτοκιακών spreads. Η λειτουργική μόχλευση που προκύπτει από τον συνδυασμό σταθερών επιτοκίων και αυξανόμενων όγκων δανείων ενισχύει τη μεσοπρόθεσμη προοπτική των καθαρών εσόδων από τόκους και υποστηρίζει το επενδυτικό αφήγημα re-rating.

Τράπεζα Πειραιώς – αποτίμηση με βάση τη βελτίωση ανθεκτικότητας και ρευστότητας

Η Τράπεζα Πειραιώς επωφελείται από τη συνολική βελτίωση της ρευστότητας και της ανθεκτικότητας του τραπεζικού συστήματος, όπως αποτυπώνεται στην Έκθεση. Η Τράπεζα της Ελλάδος σημειώνει ότι οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκαν σημαντικά το πρώτο δεκάμηνο του 2025, ενώ οι δείκτες ρευστότητας και κεφαλαιακής επάρκειας παραμένουν υψηλοί . Σε αυτό το πλαίσιο, η Πειραιώς έχει πλέον ευθυγραμμιστεί λειτουργικά με τις υπόλοιπες συστημικές τράπεζες, με την αγορά να την αποτιμά περίπου στο 1,0x P/BV. Η σταθεροποίηση της κερδοφορίας και η περαιτέρω ενίσχυση της δυνατότητας διανομής κεφαλαίου δικαιολογούν αποτίμηση 1,3x P/BV, που μεταφράζεται σε implied upside 30%–35%.

Η Τράπεζα της Ελλάδος σημειώνει ότι η αύξηση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα το 2025 επέτρεψε στις τράπεζες να περιορίσουν το κόστος χρηματοδότησης, παρά την άνοδο των επιτοκίων καταθέσεων . Η Πειραιώς, η οποία στο παρελθόν εμφάνιζε υψηλότερη ευαισθησία στο κόστος χρήματος, επωφελείται πλέον από τη βελτίωση της καταθετικής βάσης και τη μείωση της εξάρτησης από ακριβότερες πηγές ρευστότητας. Αυτό μεταφράζεται σε μεγαλύτερη επιτοκιακή ανθεκτικότητα και σταθεροποίηση των καθαρών εσόδων από τόκους, στοιχείο που ενισχύει τη βιωσιμότητα της κερδοφορίας σε ένα περιβάλλον σταδιακής αποκλιμάκωσης επιτοκίων.

Αποτιμήσεις κλάδου: Discount έναντι Ευρώπης παρά ανώτερη κερδοφορία

Σε επίπεδο κλάδου, οι ελληνικές τράπεζες διαπραγματεύονται με μέσο δείκτη P/BV περίπου στο 1,05x και P/E 6,5–7,5 φορές, ενώ ο ευρωπαϊκός τραπεζικός μέσος όρος κινείται κοντά στο 1,1x–1,2x σε όρους P/BV αλλά με χαμηλότερη απόδοση ιδίων κεφαλαίων, της τάξης του 9%–10%. Σε όρους earnings yield, οι ελληνικές τράπεζες προσφέρουν απόδοση άνω του 13%, έναντι περίπου 9% στην Ευρώπη, στοιχείο που υποδηλώνει ανώτερη σχέση απόδοσης προς κίνδυνο.

Η ανάλυση των στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος καταδεικνύει ότι ο κλάδος διαθέτει επαρκή ρευστότητα, με δείκτες κάλυψης ρευστότητας (LCR) άνω του 160%, και περιορισμένη εξάρτηση από το Ευρωσύστημα. Η πιστωτική επέκταση προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά κινείται σε θετικούς ρυθμούς, υποστηρίζοντας την αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.

Συνολικά, οι ελληνικές τράπεζες συνδυάζουν διψήφια κερδοφορία, ισχυρή κεφαλαιακή επάρκεια και αποτιμήσεις που εξακολουθούν να ενσωματώνουν discount έναντι των θεμελιωδών τους μεγεθών. Σε όρους equity research, ο κλάδος εμφανίζει σαφή χαρακτηριστικά re-rating, με το επενδυτικό αφήγημα να μετατοπίζεται από τη φάση της επιβίωσης στη φάση της απόδοσης κεφαλαίου. Υπό τα τρέχοντα δεδομένα, οι ελληνικές τραπεζικές μετοχές προσφέρουν ένα από τα πιο ελκυστικά risk-adjusted investment cases στον ευρωπαϊκό τραπεζικό χώρο.

Διαβάστε ακόμη: