Κλασική αμερικανική ιστορία: ένα ξανθό και εύθραυστο κορίτσι μεγαλώνει στο αμερικανικό Νότο, στη «γη του Λουδοβίκου», τη Λουϊζιάνα, μια πολιτεία συντηρητική, με ιστορικές πολιτισμικές επιρροές από την Γαλλία, την Ισπανία και την Αφρική. Πατέρας αλκοολικός, οικογενειακοί καυγάδες, μάλλον χαμένη παιδική ηλικία, θυσία στην μεγάλη σταρ του εγγύς μέλλοντος, επιτυχίες, δόξα, χρήμα, τρέλα, δράματα και αδιέξοδα, συνθέτουν την ιστορία της Μπρίτνεϊ Σπίαρς η οποία μπήκε από νωρίς στα βάσανα της πραγματοποίησης των ονείρων της. Και, ναι! Η Αμερική είναι μια χώρα που αφήνει άπλετο χώρο στα όνειρα, αρκεί να πληρώσεις!

Η Μπρίτνεϊ ξεκινά την καριέρα της στα 15 της και ήδη στα 17 της χρόνια, όλα δείχνουν ότι θα γίνει κάτι σπουδαίο, κάτι που θα ξεπεράσει και τα όνειρά της! Όλοι γύρω της δείχνουν να νοιάζονται για το ταλέντο της, για τη φήμη της, για την εικόνα της, κανείς για την ίδια, μάλλον ούτε η ίδια.

Άλλη μια κλασική αμερικανική ιστορία υπερβολής: Έγινε άλλη μια σταρ που ξεπέρασε όλες τις προσδοκίες κάνοντας ρεκόρ πωλήσεων, βραβείων, συνεργασιών αλλά και συντρόφων για να καταλήξει αλκοολική σε μια ψυχιατρική κλινική να παλεύει με την εικόνα της, τη δημοσιότητα, τη «γυναίκα μέσα της».

Η σχέση της με τη μουσική ήταν πάντα ζωτικής σημασίας, την είχε ανάγκη για να επιβιώσει στη βιαιότητα μέσα στην οποία ζούσε – ήταν ο τρόπος της να ξεφεύγει από τον πατέρα της που έπινε και τη μάνα της που φώναζε.

«Η πρώτη φορά που συγκινήθηκα κι ένιωσα ένα ρίγος να με διαπερνά, ήταν όταν άκουσα τη γυναίκα που μας βοηθούσε στις δουλείες του σπιτιού να τραγουδά στο πλυσταριό. Την μπουγάδα και το σιδέρωμα τα έκανα πάντα εγώ αλλά όταν τα οικονομικά μας ήταν καλύτερα, η μαμά μου έπαιρνε κάποια βοηθό. Η γυναίκα εκείνη τραγουδούσε γκόσπελ, και για μένα ήταν, κυριολεκτικά σαν να βρισκόμουν ξαφνικά σε έναν εντελώς καινούργιο κόσμο. Από τότε η λαχτάρα και το πάθος μου για το τραγούδι δεν έπαψαν να μεγαλώνουν. Το τραγούδημα είναι κάτι μαγικό. Όταν τραγουδώ είμαι η κυρία του εαυτού μου. Μπορώ να επικοινωνώ με αυθεντικό τρόπο. Με το τραγούδι, δεν χρειάζεται πια να χρησιμοποιείς συμβατικά τη γλώσσα, “γεια τι κάνεις…” κλπ. Έχεις τη δυνατότητα να εκφράσεις πράγματα πολύ πιο βαθιά. Το τραγούδημα με οδηγεί σε ένα απόκρυφο μέρος όπου η γλώσσα δεν παίζει ρόλο, όπου όλα μπορούν να συμβούν».

Ο πατέρας της, Τζέιμς

Για τη σχέση της με τον πατέρα της δεν αναφέρει  ουσιαστικά πράγματα – μάλλον γιατί δεν έχει τίποτε να πει. Όμως όσο προχωράει κανείς στην ανάγνωση, φαίνεται σαν να προσπαθεί να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους ο πατέρας της ήταν ένας φωνακλάς αλκοολικός. Είχε αυστηρό και καταπιεστικό πατέρα, μεγάλωσε φτωχά, δεν έζησε καλή παιδική ηλικία. Ακόμα και τώρα φαίνεται να προσπαθεί να εξηγήσει μέσα της γιατί επί 13 ολόκληρα χρόνια ο πατέρας της ήλεγχε και τις αναπνοές που έπαιρνε.

«Το θλιβερό για εμένα ήταν πως αυτό που ήθελα πάντα ήταν ένας μπαμπάς που θα με αγαπούσε όπως ήμουν – κάποιος που θα έλεγε: “Σ’ αγαπώ. Μπορεί να κάνεις το οτιδήποτε αυτή τη στιγμή, εγώ και πάλι θα σε αγαπώ χωρίς όρους.”

Ο μπαμπάς μου ήταν απερίσκεπτος, ψυχρός και κακός μαζί μου, αλλά ήταν χειρότερος με τον Μπράιαν. Τον πίεζε τόσο πολύ να έχει καλές επιδόσεις στον αθλητισμό που καταντούσε βασανιστικό. Η ζωή του Μπράιαν εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ πιο δύσκολη από τη δική μου γιατί ο πατέρας μου είχε επιβάλει το ίδιο σκληρό πρόγραμμα που ο Τζούν (σ.σ.: ο παππούς της Μπρίτνεϊ και πατέρας του Τζέιμς) είχε επιβάλλει σε αυτόν όταν ήταν μικρός. Ο Μπράιαν ήταν υποχρεωμένος να ασχολείται με το μπάσκετ και με το ποδόσφαιρο παρόλο που δεν ήταν φτιαγμένος γι αυτό.

Ο μπαμπάς μου φερόταν άσχημα και στη μαμά μου κατά καιρούς αλλά ήταν πιο πολύ ο τύπος του αλκοολικού που χανόταν για μέρες από το σπίτι. Για να είμαι ειλικρινής, καλό μας έκανε που έφευγε, το προτιμούσα αυτό».

Ο Τζάστιν Τίμπερλεϊκ κι η Μπρίτνεϊ Σπίαρς

Από πολύ νωρίς αυτοί οι δύο τύποι ήταν μαζί. Πολλοί millennials ταυτίζαμε τα δικά μας ρομάντζα με το δικό τους – καμία σχέση βέβαια, αλλά ήταν cute. Τότε, δε, μεγάλος και ουσιαστικός έρωτας ήταν ο δύσκολος κι ο τοξικός…  Αυτός που προκαλούσε έντονα συναισθήματα και ανησυχία. Αυτός που σε έστελνε μισό βήμα πριν την ψυχιατρική κλινική. Το βλέπαμε παντού στις ταινίες, στις σειρές, στα βιβλία ακόμα και στην πραγματική ζωή.

Ένας τέτοιος έρωτας ήταν και της Μπρίτνεϊ με τον Τζάστιν: θυελλώδης και ανθυγιεινός.

«Μια δυο φορές κατά τη διάρκεια της σχέσης μας, ο Τζάστιν με απάτησε και το ήξερα. Επειδή ήμουν τόσο ξεμυαλισμένη και τόσο ερωτευμένη μαζί του, το άφησα να περάσει, παρόλο που τα ταμπλόιντ είχαν αποφασίσει να μου το τρίβουν συνεχώς στα μούτρα. Όταν οι ΝSYNC πήγαν Λονδίνο το 2000, οι φωτογράφοι τον τσάκωσαν με ένα από τα κορίτσια των All Saints σε ένα αυτοκίνητο. Αλλά εγώ δεν είπα τίποτα. Εκείνη την εποχή δεν ήμασταν παρά έναν μόνο χρόνο μαζί.

Μια άλλη φορά στο Λας Βέγκας, κι ένας από τους χορευτές μου με τον οποίο έκανε παρέα, μου είπε ότι είχε δείξει ένα κορίτσι και είχε πει: “Λοιπόν φίλε, αυτήν την κανόνισα χθες βράδυ”. Δεν θέλω να πω για ποια μιλούσε γιατί είναι πολύ γνωστή και παντρεμένη με παιδιά πια. Δεν θέλω να νιώσει άσχημα.»

Παραδέχεται πως ήξερε τις πολλές απιστίες του Τίμπερλεϊκ και δεν ήθελε να πει κάτι. Από γινάτι έκανε κι εκείνη το ίδιο με τον Γουέιντ Ρόμπσον. Όμως πίστευε μέσα από την καρδιά της ότι θα κατέληγαν μαζί.

Η πραγματική αποκάλυψη του βιβλίου της Μπρίτνεϊ ήταν μία: η εγκυμοσύνη της από τον Τίμπερλεϊκ. Κι ενώ έχουν περάσει τόσα χρόνια, μόλις έσκασε η είδηση, ήταν πιο επίκαιρη από ποτέ.

Διαβάστε ακόμη: