Σχεδόν πριν από έναν χρόνο, η Αμερική βίωσε ένα τρομακτικό χρηματοοικονομικό σοκ: έναν τραπεζικό πανικό, κατά τον οποίο οι καταθέτες έτρεχαν να αποσύρουν τα χρήματά τους από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που φοβούνταν ότι επρόκειτο να καταρρεύσουν.

Τέτοια γεγονότα μπορούν και πρέπει να γίνουν οριστικά παρελθόν, κάτι τέτοιο ωστόσο θα απαιτούσε σημαντικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο η ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve) υποστηρίζει το τραπεζικό σύστημα.

Ορισμένες από τις αδυναμίες που αποκαλύφθηκαν κατά την περσινή κατάρρευση της Silicon Valley Bank μπορούν να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο του υφιστάμενου ρυθμιστικού καθεστώτος – και διαμορφώνεται συναίνεση σχετικά με το πώς μπορεί να προχωρήσει αυτή η διαδικασία. Πιο προληπτική και διαφανής εποπτεία, πιο αυστηροί κανόνες για περιφερειακές τράπεζες με περιουσιακά στοιχεία άνω των 100 εκατομμυρίων δολαρίων, πιο διαφοροποιημένα stress tests μπορούν μεταξύ άλλων να μειώσουν τον κίνδυνο επανάληψης αυτού του φαινομένου.

Silicon Valley Bank: Οι άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις από την κατάρρευση της 

Νέα εποχή

Ωστόσο, η απειλή των bank run παραμένει μεγάλο πρόβλημα. Η καταστροφή της SVB έδειξε ότι στην εποχή των τραπεζικών ψηφιακών εφαρμογών και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, οι ανασφάλιστες καταθέσεις μπορούν να κάνουν φτερά με εξαιρετικά γρήγορο ρυθμό – πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι υπολογίζεται στους ισχύοντες κανόνες ρευστότητας, οι οποίοι υποτίθεται ότι διασφαλίζουν ότι οι τράπεζες διαθέτουν αρκετά μετρητά για να επιβιώσουν έως και για 30 ημέρες μαζικών αναλήψεων, στη χειρότερη των περιπτώσεων.

Μια απάντηση θα ήταν να γίνουν αυστηρότεροι οι κανόνες, αυξάνοντας απότομα τις υποθέσεις εκροών και τα ρευστά περιουσιακά στοιχεία τα οποία καλούνται να διατηρούν οι τράπεζες. Ωστόσο, αυτό θα συνεπαγόταν υπέρογκο κόστος, μείωση της δανειοδοτικής ικανότητας των τραπεζών, δυνατότητες κερδοφορίας και ικανότητα δημιουργίας κρίσιμων αποθεμάτων ασφαλείας μετοχικού κεφαλαίου που να μπορούν να απορροφούν ζημιές. Το αποτέλεσμα θα ήταν ένα συνολικά ασθενέστερο σύστημα, με περισσότερη δραστηριότητα να προωθείται στον λιγότερο ρυθμισμένο μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό τομέα.

Υπάρχει καλύτερος τρόπος. Η Fed ήδη υποστηρίζει τις τράπεζες, έτοιμη να παράσχει δάνεια έκτακτης ανάγκης έναντι ποιοτικών εξασφαλίσεων. Για να βελτιωθεί αυτή η λειτουργία “δανειστή έσχατης ανάγκης”, θα πρέπει να απαιτήσει από τις τράπεζες να δεσμεύουν εκ των προτέρων αρκετά εχέγγυα ώστε να καλύπτουν όλες τις τρέχουσες υποχρεώσεις τους (συμπεριλαμβανομένων των ανασφάλιστων καταθέσεων και άλλων χρεών που λήγουν σε λιγότερο από ένα έτος). Η εξασφάλιση θα αποτιμάται σε τιμές αγοράς, με ένα απόθεμα – “μαξιλάρι” ασφαλείας για την προστασία της Fed από ζημίες.

Ένας τέτοιος μηχανισμός θα εξάλειφε σχεδόν εντελώς τα bank runs: αν οι καταθέτες γνώριζαν ότι οι τράπεζες έχουν πρόσβαση σε αρκετά χρήματα της Fed για να πληρώσουν τους πάντες ό,τι κι αν συμβεί, θα ήταν πολύ λιγότερο πιθανό και να σκεφτούν ακόμη να αποσύρουν τις καταθέσεις τους.

Θα εμπόδιζε επίσης τις τράπεζες να εκδίδουν περισσότερες βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις από αυτές που έχουν την οικονομική δυνατότητα να καλύψουν, όπως έκανε η SVB. Θα αναζωογονούσε δε τον ρόλο έκτακτης δανειοδότησης της Fed, αφαιρώντας ένα στίγμα που οδήγησε σε προβληματική συμπεριφορά, όπως για παράδειγμα το να βασίζονται οι τράπεζες σε μεγάλο βαθμό στις Ομοσπονδιακές Τράπεζες Στεγαστικών Δανείων για χρηματοδότηση.

Γιατί δεν πέφτει ο πληθωρισμός - Χειραγωγούνται οι οικονομίες;

Ευκολότερο απ’ όσο μοιάζει

Είναι αλήθεια ότι οι τράπεζες μπορεί να αντιτάσσονταν σε ένα backstop με τόσο ευρεία προληπτική δέσμευση εγγυήσεων, βρίσκοντάς το υπερβολικά ριζοσπαστικό. Ωστόσο οι περισσότερες διαθέτουν πολύ περισσότερες διαθέσιμες εξασφαλίσεις από τις τρέχουσες υποχρεώσεις τους, επομένως δε θα δυσκολεύονταν να ανταποκριθούν στην απαίτηση – όπως φαίνεται σε μια νέα έκθεση της Ομάδας των Τριάντα που συνέταξα μεταξύ άλλων και εγώ.

Οι ακόμη μικρότερες τοπικές τράπεζες, οι οποίες έχουν ως επί το πλείστον ασφαλισμένες καταθέσεις, δύσκολα θα παρατηρούσαν τη διαφορά. Θα μπορούσαν ακόμη και να εξαιρεθούν εάν θεωρούνταν ότι δεν είναι αρκετά μεγάλες ή διασυνδεδεμένες ώστε να συνιστούν συστημική απειλή.

Η απαίτηση θα επηρέαζε έτσι πρωτίστως τη μειοψηφία των τραπεζών οι οποίες στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό σε ανασφάλιστες καταθέσεις ή που έχουν υποστεί μεγάλες μειώσεις στην αξία των εξασφαλίσεών τους. Εάν ο μηχανισμός είχε τεθεί σε εφαρμογή, η SVB θα είχε υποχρεωθεί να λειτουργήσει διαφορετικά, αντιμετωπίζοντας τους κινδύνους επιτοκίου και bank run που αντιμετώπιζε πολύ πριν γίνουν πραγματικά υπαρξιακές απειλές.

Ακόμη καλύτερα, η μεταρρύθμιση θα επιτρέψει μια μεγάλη απλοποίηση των κανόνων ρευστότητας. Οι τράπεζες θα πρέπει να διαθέτουν αρκετά ρευστά περιουσιακά στοιχεία για να διαχειρίζονται τις δραστηριότητές τους σε κανονικές περιόδους. Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, θα μπορούσαν να βασιστούν στη Fed – η οποία, με τον ελαστικό ισολογισμό της και την κυβερνητική εντολή να διαχειρίζεται την προσφορά χρήματος στη χώρα, είναι μακράν η καλύτερα εξοπλισμένη για να παρέχει ένα αποτελεσματικό backstop ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα.

Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα απαιτεί να θεωρείται η κεντρική τράπεζα ως ένας αξιόπιστος δανειστής έσχατης ανάγκης. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο ιδρύθηκε η Fed, ως απάντηση στον Πανικό του 1907. Οι τράπεζες απλώς δεν έχουν τους πόρους για να ασφαλίζονται έναντι των τραπεζικών πανικών μόνες τους και, αν αυτό γινόταν στόχος, το κόστος για την οικονομία θα ήταν πολύ μεγάλο.

Εάν το ρυθμιστικό πλαίσιο άλλαζε προκειμένου να αναγνώριζε αυτή την πραγματικότητα, όλοι τελικά θα έβγαιναν ωφελημένοι.

Διαβάστε ακόμη: