Τον Μάρτιο του 1961 ο Bob Dylan ο ξεκίνησε να ηχογραφεί τον ομώνυμο και πρώτο δίσκο του, ο οποίος κυκλοφόρησε τελικά τον Μάρτιο του επόμενου χρόνου.
Από εκείνη την ημέρα μέχρι και σήμερα, ο Dylan ήταν, είναι και παραμένει ο πιο επιδραστικός αμερικάνος μουσικός όλων των εποχών.
Για πρώτη φορά στίχοι τραγουδιών θεωρούνται λογοτεχνία και γίνονται τόσο γνωστοί ώστε μνημονεύονται από πολιτικούς, από τον Jimmy Carter μέχρι τον Vaclav Havel.
Οι φολκ μελωδίες του Dylan καθιερώνουν την εικόνα του τραγουδιστή – τραγουδοποιού.
Ο χαλαρός τρόπος που ερμηνεύει τα ποιητικά τραγούδια του και η τριβή του με τον ηλεκτρικό ήχο τον κάνει ποπ και εκατοντάδες μουσικοί τον μιμούνται.
Ηχογραφεί με βετεράνους μουσικούς από το Tennessee και επανασυνδέει την ροκ με την κάντρι μουσική, δημιουργώντας τις βάσεις για το κάντρι ροκ.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, πάνω από μισό αιώνα μετά είναι ακόμα εδώ, το ίδιο δυνατός, το ίδιο ενοχλητικός και πάντα γεμάτος εκπλήξεις.
Ο Robert Allen Zimmerman (ή στα Εβραϊκά Zushe ben Avraham)γεννήθηκε στις 24 Μαΐου του 1941 στο Duluth της Minnesota.
Όπως έχει γράψει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του, που κυκλοφόρησε το 2004 με τον τίτλο Chronicles, η μητέρα του πατέρα του, η γιαγιά του δηλαδή, ήταν από την Κωνσταντινούπολη και ο παππούς του από την Τραπεζούντα.
Η πρώτη του επαφή με την μουσική ήταν στο γυμνάσιο, όταν ξεκίνησε να παίζει κιθάρα και φυσαρμόνικα και έφτιαξε το πρώτο του συγκρότημα, τους Golden Chords.
Γράφτηκε στο πανεπιστήμιο της Μινεσότα, στο τμήμα καλών τεχνών, και ξεκίνησε να παίζει σε μικρά καφέ ως Bob Dylan εξαιτίας της αγάπης που είχε για τον Dylan Thomas.
To 1962 άλλαξε και επίσημα το όνομα του, ενώ ένα χρόνο νωρίτερα είχε μετακομίσει στην Νέα Υόρκη, σε μια προσπάθεια να γνωρίσει το ίνδαλμα του, Woody Guthrie, ο οποίος νοσηλεύονταν με μια σπάνια νευρολογική πάθηση.
Συναντήθηκαν αρκετές φορές και τον ίδιο Απρίλιο ο Dylan έπαιξε μαζί με τον θρυλικό John Lee Hooker κερδίζοντας την παράσταση αλλά και ένα δισκογραφικό συμβόλαιο με την Columbia.
To καυστικό χιούμορ του και οι στίχοι διαμαρτυρίας που διέκριναν τα τραγούδια του τον έκαναν σχεδόν αμέσως μια θρυλική φυσιογνωμία της art σκηνής του Greenwich Village, ενώ τα πρώτα του κιόλας τραγούδια, «Blowin’ in the Wind», «A Hard Rain’s a – Gonna Fall» & «Masters of War», θεωρούνται κλασικά.
Η μεγάλη Joan Baez, καθιερωμένη την εποχή εκείνη ως η κορυφαία τραγουδίστρια διαμαρτυρίας, ηχογραφεί τραγούδια του Dylan, αλλά και γίνεται ερωμένη του.
Το 1964 γνωρίζει τους Beatles και τους μυεί στον κόσμο της μαριχουάνα, χωρίζει με την Baez και γνωρίζει την Sara Lowndes, ένα 25χρονο μοντέλο, με την οποία παντρεύεται.
Είναι τα χρόνια όπου ο Dylan δεν επαναστατεί μονάχα εναντίον των πολιτικών και του πουριτανισμού αλλά επαναστατεί απέναντι και στην φολκ μουσική.
Αρχίζει να χρησιμοποιεί ηλεκτρικές κιθάρες, να παίζει με ροκ μπάντες και για κάποιο διάστημα να γιουχάρετε στις συναυλίες του αφού οι παραδοσιακοί φαν του θεωρούν ότι έχει αποστατήσει.
Το «Like A Rolling Stone» κλείνει τα στόματα των επικριτών του αφού φτάνει στο νούμερο 2 των Charts και γίνεται η μεγαλύτερη επιτυχία του, μέχρι εκείνη την ημέρα, ανοίγοντας του παράλληλα την πόρτα σε ακροατήρια εκτός φολκ σκηνής.
Μέχρι το 1966 έχει πουλήσει πάνω από 10 εκατομμύρια δίσκους και τα τραγούδια του έχουν διασκευαστεί και ηχογραφηθεί από τουλάχιστον 150 καλλιτέχνες.
Το Ιούλιο του 66’ ο Dylan πέφτει με την μηχανή του και παραμένει σε κρίσιμη κατάσταση για 1 εβδομάδα και στο κρεβάτι για 1 μήνα.
Το ατύχημα του αφήνει κουσούρια την αμνησία και μια ελαφριά παράλυση, ενώ ο απομονώνεται για τους επόμενους 9 μήνες.
Η επιστροφή του όμως χτυπάει το κοινό σαν κεραυνός καθώς το John Wesley Harding είναι ένας από τους καλύτερους δίσκους όλων των εποχών και μια εντελώς διαφορετική πρόταση στην ποπ ψυχεδέλεια των Beatles που κυριαρχούσε μετά την κυκλοφορία του Sgt. Peppers.
Στα 70ς ο Dylan χαμηλώνει τους τόνους και δοκιμάζει διάφορα πράγματα.
Τραγουδάει μερικά τραγούδια άλλων, πειραματίζεται με την κάντρι, γίνεται επίτιμος διδάκτορας μουσικής στο Princeton, συνεργάζεται με τον George Harrison των Beatles, εμφανίζεται στην συναυλία για την διάσωση του Μπαγκλαντές, γράφει μουσική για την ταινία του Sam Peckinpah, Pat Garrett and Billy the Kid, γράφει, ζωγραφίζει, μετακομίζει στο Malibu και φυσικά αντιμετωπίζει σφοδρή κριτική από τους δημοσιογράφους και το κοινό που θεωρεί ότι έχει «μαλακώσει».
Η κριτική, η γκρίνια, τα ατελείωτα επικριτικά άρθρα και οι φωνές διαμαρτυρίας όμως σιωπούν όταν ο Dylan κυκλοφορεί το Blood on the Tracks αρχικά, και το Desire, τα οποία γίνονται νούμερο 1 σε ένα βράδυ.
Στο Desire μάλιστα επιστρέφει δριμύτερος αφού το έπος «Ηurricane» αποτελεί μια κραυγή διαμαρτυρίας κατά του συστήματος που έχει φυλακίσει χωρίς αποδείξεις έναν μαύρο πρωταθλητή του μποξ, τον Rubin Carter.
Μάλιστα χάρη στις διαμαρτυρίες του Dylan, o Carter ξαναδικάστηκε, ενώ η Patty Valentine, μια μάρτυρας στην υπόθεση, έκανε μήνυση κατά του Dylan επειδή αυτός χρησιμοποίησε το όνομα της στο τραγούδι του.
Κάπου εκεί τον χωρίζει η γυναίκα του, παίρνει την κηδεμονία των πέντε παιδιών τους και ο Dylan δηλώνει ότι είναι ένας ξαναγεννημένος Χριστιανός, χωρίς όμως την εποχή εκείνη να καταφέρει να κάνει έναν δίσκο που να θυμίζει τις παλιές καλές εποχές του, αφού τα ξαναγεννημένα τραγούδια του είναι κατά κύριο λόγο αδιάφορα.
Τραγουδάει μόνο νέο υλικό στις συναυλίες του εξοργίζοντας τον κόσμο με την ξαφνική «Χριστιανοσύνη» του, ταξιδεύει στο Ισραήλ και για ένα μεγάλο διάστημα δεν θυμίζει σε τίποτα τον χαρισματικό μουσικό που εμπνέει καθοδηγεί τις μάζες και τα μουσικά ρεύματα.
Για ένα μεγάλο διάστημα δεν υπάρχει τίποτα αξιόλογο στο βιογραφικό του, πέρα από κάποιες γραφικότητες όπως ο δίσκος Infidels (βλέπε Άπιστοι) το 1983.
Το 1989 γίνεται μέλος του πρεστιζάτου Rock ‘n’ Roll Hall Of Fame και το 1990 ονομάζεται Commandeur dans L’Ordre des Arts et des Lettres, που είναι ο ύψιστος τίτλος του Γαλλικού καλλιτεχνικού κόσμου.
Το 1991 βραβεύεται με Grammy και, με τον πόλεμο στον Περσικό κόλπο να μαίνεται, τραγουδάει μια απαράδεκτη βερσιόν του «Masters Of War» διχάζει το κοινό αφού οι μισοί ξύνουν το κεφάλι τους αμήχανα και οι υπόλοιποι χειροκροτούν επειδή πιστεύουν ότι ο Dylan τραγούδησε τόσο άσχημα σε ένδειξη διαμαρτυρίας.
Στα μέσα των 90ς όμως, ο Dylan αποφασίζει να αναγεννηθεί μουσικά και φτιάχνει ένα από τα καλύτερα rock ‘n’ Roll συγκροτήματα της καριέρας του.
Σταματάει να κακοποιεί τα τραγούδια του, ισορροπεί μεταξύ κάντρι και ροκ, χρησιμοποιεί έγχορδα και βγαίνει σε τουρνέ.
Γνωρίζει, δικαίως, την αποθέωση στο Woodstock του 1994, ενώ είχε σνομπάρει το αυθεντικό φεστιβάλ το 1969, και αργότερα βγαίνει στο MTV Unplugged δείχνοντας στον κόσμο ότι ακόμα μετράει.
Το 1997 κυκλοφορεί τον δίσκο Out Of Mind και μετά από 20 ολόκληρα χρόνια ξαναμπαίνει στο top-10 των charts.
Τα χρόνια έχουν περάσει αλλά ο Dylan παραμένει στο προσκήνιο σαν μια σεβάσμια διαπλανητική μουσική αξία υπεράνω πάσης υποψίας.
Παίζει για τον Πάπα Ιωάννη Παύλο, βραβεύεται από τον Κλίντον στον Λευκό Οίκο, παίρνει Όσκαρ, παίρνει Grammy, παίρνει Polar Prize, γίνεται ταινία, δημιουργεί ένα πρότζεκτ για τη Διεθνή Αμνηστία και γενικά παραμένει μέχρι και σήμερα ο απόλυτος τραγουδοποιός.