Καθώς τα νομίσματα της Νότιας Κορέας, της Ταϊβάν και της Ιαπωνίας ενισχύονται, ολοένα και περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι οι εν λόγω χώρες ίσως χρησιμοποιήσουν την ανατίμηση ως διαπραγματευτικό χαρτί στις συνομιλίες με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ.

Αν και παραδοσιακά ένα ισχυρότερο νόμισμα θεωρείται μειονέκτημα για τις εξαγωγές, σε αυτή τη συγκυρία ίσως αποδειχθεί η λιγότερο επώδυνη παραχώρηση στο πλαίσιο της «μάχης» για ευνοϊκούς εμπορικούς όρους με την Ουάσιγκτον, επισημαίνει σε ανάλυσή του το Reuters.

Το νοτιοκορεατικό γουόν κατέγραψε σημαντική άνοδο, μετά από δηλώσεις αξιωματούχων ότι συζητήθηκε η συναλλαγματική πολιτική, κατά τη συνάντηση με εκπροσώπους των ΗΠΑ στο Μιλάνο στις 5 Μαΐου.

Αντίστοιχα, οι συνομιλίες ΗΠΑ-Ταϊβάν προκάλεσαν αίσθηση, καθώς η ασιατική χώρα είδε το νόμισμά της να «εκτοξεύεται» κατά 8%, σε ένα πρωτοφανές άλμα.

Την ίδια στιγμή, ο υπουργός Οικονομικών της Ιαπωνίας, Κατσουνόμπου Κάτο, επιδιώκει συνάντηση με τον Αμερικανό ομόλογό του Σκοτ Μπέσεντ στην επικείμενη G7 στον Καναδά, με θέμα τη συναλλαγματική πολιτική.

Όλα αυτά συμβαίνουν στη σκιά της αιφνιδιαστικής 90ήμερης εμπορικής ανακωχής που συμφώνησαν οι ΗΠΑ και η Κίνα στη Γενεύη. Όπως σημειώνει η Alicia Garcia-Herrero, επικεφαλής οικονομολόγος της Natixis για την περιοχή Ασίας-Ειρηνικού: «Η συμφωνία με την Κίνα είναι άσχημο νέο για την Κορέα, την Ιαπωνία και κάθε άλλη χώρα που περιμένει στην “ουρά”. Τώρα πρέπει να προσφέρουν κάτι που η Κίνα κατάφερε να αποφύγει».

Η Ταϊβάν ενδέχεται να έχει ήδη αποδεχθεί ανατίμηση του νομίσματός της στις διαπραγματεύσεις, ενώ η Κίνα φαίνεται να απέφυγε έναν τέτοιο συμβιβασμό.

Η πίεση εντείνεται, καθώς οι δασμοί-αντίποινα που είχε ανακοινώσει ο Τραμπ στις 2 Απριλίου, με συντελεστές από 25% για τη Νότια Κορέα έως και 46% για το Βιετνάμ, έχουν «παγώσει» προσωρινά για 90 ημέρες, αλλά μπορεί να ενεργοποιηθούν από τις 8 Ιουλίου αν δεν επιτευχθούν συμφωνίες.

Η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν κινδυνεύουν να χάσουν έδαφος στις κρίσιμες αλυσίδες εφοδιασμού μικροτσίπ και αυτοκινήτων, εάν η Κίνα και η Ινδία επιταχύνουν τις εμπορικές συμφωνίες τους με την Ουάσινγκτον.

Όλες αυτές οι χώρες, μαζί με τη Σιγκαπούρη και το Βιετνάμ, βρίσκονται ήδη στη λίστα παρακολούθησης του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών για τις συναλλαγματικές τους πρακτικές, ένα «χαρτί» που η ομάδα του Τραμπ μπορεί εύκολα να αξιοποιήσει διαπραγματευτικά.

Ο Fred Neumann της HSBC σημειώνει ότι «οι Κορεάτες ίσως σκέφτονται πως ένα ισχυρότερο νόμισμα τελικά τους συμφέρει, οπότε γιατί να μην το προσφέρουν ως αντάλλαγμα στις διαπραγματεύσεις;». Προσθέτει ότι τέτοιες προτάσεις έρχονται συχνά από τις ασιατικές χώρες και όχι απαραίτητα από τις ΗΠΑ, ως μέσο κατευνασμού.

Ένα επικίνδυνο παιχνίδι

Παρόλο που ο Τραμπ και ο Μπέσεντ δηλώνουν υπέρμαχοι του ισχυρού δολαρίου, δεν λείπουν οι υποψίες ότι τελικά επιδιώκουν το αντίθετο, δηλαδή μία συντονισμένη αποδυνάμωση του δολαρίου, όπως στο υποτιθέμενο «Σύμφωνο Mar-a-Lago».

Ο Homin Lee, στρατηγικός αναλυτής της Lombard Odier στη Σιγκαπούρη, αναφέρει: «Αν μία χώρα συμφωνήσει με τις ΗΠΑ σε μία μικρή ανατίμηση, αυτό μπορεί να δημιουργήσει προηγούμενο και για τις υπόλοιπες».

Ωστόσο, μία πτώση του δολαρίου εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για τις αγορές. Οι κυβερνήσεις και οι πολίτες της Ασίας κατέχουν assets σε δολάρια αξίας δεκάδων τρισεκατομμυρίων, από κρατικά αποθεματικά έως επενδυτικά χαρτοφυλάκια.

Η κεντρική τράπεζα της Ταϊβάν έχει επανειλημμένως αρνηθεί ότι της ζητήθηκε να επιτρέψει ανατίμηση του νομίσματος στο πλαίσιο των εμπορικών διαπραγματεύσεων, αλλά πηγή με γνώση των συζητήσεων αναφέρει στο Reuters ότι είναι μάλλον αναπόφευκτο να τεθεί το θέμα επί τάπητος: «Κανείς δεν μπορεί να αντέξει την πίεση των ΗΠΑ», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Παράλληλα, πολλοί αναλυτές επισημαίνουν ότι τα περισσότερα ασιατικά νομίσματα παραμένουν υποτιμημένα σε σχέση με τη «θεμελιώδη» τους αξία, λαμβάνοντας υπόψη το εμπόριο και τον πληθωρισμό.

Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν και περιθώριο ανατίμησης χωρίς κόστος. Ο Claudio Piron της BofA εξηγεί: «Η υποτίμηση των νομισμάτων αυτών αντανακλά σε αποπληθωριστικές πιέσεις. Μία ανατίμηση θα μπορούσε να επιδεινώσει το πρόβλημα».

Το ίδιο ισχύει και σε πολιτικό επίπεδο. Ακόμη και στις λιγότερο ανοιχτές αγορές της Ασίας, είναι όλο και πιο δύσκολο για τις κυβερνήσεις να επηρεάζουν ουσιαστικά την ισοτιμία.

Ο Neumann της HSBC προβλέπει ότι όποιες συμφωνίες επιτευχθούν θα είναι μάλλον γενικές δηλώσεις των αρχών, παρά δεσμευτικά πλαίσια. «Σήμερα οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να επηρεάσουν ελάχιστα την κατεύθυνση του νομίσματος», τονίζει.

Ακόμη πιο ξεκάθαρος είναι ο Tohru Sasaki της Fukuoka Financial Group: «Ορισμένοι ονειρεύονται μία νέα συμφωνία για το δολάριο. Αλλά πώς μπορεί να εφαρμοστεί και να διατηρηθεί; Στην πραγματικότητα, αυτό είναι απλώς ένα όνειρο. Δεν γίνεται».

Διαβάστε ακόμη: