Δέκα μόλις μέρες πριν τις εκλογές ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος έσπασε τη σιωπή του.

Ενώ μέχρι σήμερα είχε φροντίσει να μείνει εκτός της εκλογικής αντιπαράθεσης απουσιάζοντας για αυτό το λόγο από το Φόρουμ των Δελφών, τελικά πήρε θέση και προειδοποιεί τα πολιτικά κόμματα να περιορίσουν τις …δόσεις της προεκλογικής παροχολογίας.

Η παρέμβαση του Γιάννη Στουρνάρα κρίνεται καταλυτική και για να γίνεται ανοιχτά σημαίνει ότι κάπου έχουν ξεπεραστεί τα όρια: Όπως άλλωστε επισημαίνει βασικός στόχος της χώρας είναι η εξασφάλιση της επενδυτικής βαθμίδας και αυτός συνδέεται με σοβαρή δημοσιονομική πολιτική. Μάλιστα υπενθυμίζει ότι το δημοσιονομικό πλαίσιο από το 2024 θα είναι αυστηρό και συγκεκριμένο και πως υπάρχουν δεσμεύσεις και περιορισμοί που πρέπει να τηρηθούν απαρέγκλιτα .

Ειδικότερα και μιλώντας στην χθεσινή «Ναυτεμπορική» Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος αναφέρει για τις προεκλογικές παροχές:

«Ένας από τους λόγους, για τους οποίους δεν μπορούμε αυτή τη στιγμή να κάνουμε παροχές του μεγέθους αυτών που προτείνονται, είναι διότι από το 2024 θα έχουμε ένα νέο δημοσιονομικό πλαίσιο, το οποίο σήμερα δεν υπάρχει. Αλλά ακόμα και αν δεν υπάρχει σήμερα το πλαίσιο, αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να ξεφύγουμε φέτος από την επίτευξη ενός σημαντικού πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος. Για να μπορούμε έτσι να έχουμε του χρόνου ένα δημοσιονομικό πλεόνασμα της τάξης του 2% του ΑΕΠ σε κυκλικά διορθωμένη βάση».

Σχετικά με το ζήτημα της επενδυτικής βαθμίδας ο Γιάννης Στουρνάρας επισημαίνει:

«Παρά την πρόοδο που έχουμε επιτύχει μέχρι σήμερα, δεν έχουμε ακόμα επενδυτική βαθμίδα. Αυτό δεν είναι πολύ θετικό. Σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Εάν την πετύχουμε, αυτό σημαίνει ότι θα αυξηθούν οι επενδύσεις των ξένων επενδυτικών οίκων. Και δεν θα επενδύσουν μόνο σε ομόλογα, σε ελληνικές τράπεζες, αλλά και σε ελληνικές επιχειρήσεις μέσω του Χρηματιστηρίου ή απευθείας. Άρα θα είναι μια έντονα θετική εξέλιξη. Είμαστε κοντά στην απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας. Νομίζω ότι οι επενδυτικοί οίκοι θα περιμένουν τις πολιτικές εξελίξεις, θα περιμένουν την επόμενη κυβέρνηση και θα κρίνουν εάν θα μας δώσουν την επενδυτική βαθμίδα, κυρίως από τις προγραμματικές δηλώσεις της επόμενης κυβέρνησης».

Η αναφορά αυτή αφήνει ανοιχτές αιχμές κατά της κυβερνητικής πολιτικής αφού υπονοεί αδυναμία της απερχόμενης κυβέρνησης να επιτύχει τον στόχο της επενδυτικής βαθμίδας, ενώ βάζει τον δάκτυλο «επί των τύπων των ήλων» όταν αναφέρεται στα δημοσιονομικά.

Είναι χαρακτηριστική η παρακάτω αποστροφή του:

«Βεβαίως, έχουμε ακόμα το υψηλότερο χρέος στην Ευρώπη ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Δεν έχουμε πάρει ακόμα επενδυτική βαθμίδα. Δεν έχουμε πετύχει ακόμα πρωτογενές πλεόνασμα κυκλικά διορθωμένο 2% του ΑΕΠ για να εξασφαλίσουμε μακροχρόνια βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Επομένως, δεν υπάρχει ο δημοσιονομικός χώρος στην Ελλάδα για να χωρέσουν όλες αυτές οι εξαγγελίες που γίνονται προεκλογικά. Βεβαίως, καταλαβαίνω ότι προεκλογικά πολλοί λένε πράγματα τα οποία δεν πρόκειται να εφαρμοστούν, διότι, αν κοστολογήσουμε ορθά αυτά τα οποία λέγονται, ξεπερνάμε κατά πολύ τον όποιο δημοσιονομικό χώρο. Πιστεύω ότι η νέα κυβέρνηση που θα εκλεγεί θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της χώρας και οι προγραμματικές δηλώσεις της θα είναι συνεπείς με τις συνθήκες δημοσιονομικής ισορροπίας της χώρας. Και επίσης ότι θα προτείνει τις κατάλληλες μεταρρυθμίσεις για να αυξηθεί ο δυνητικός ρυθμός αύξησης του εθνικού προϊόντος».

Ο κ. Στουρνάρας, προχωρεί πολύ περισσότερο και υιοθετεί το τμήμα των απόψεων του πρώην υπουργού Οικονομικών Αλέκου Παπαδόπουλου για τους κινδύνους που εμπεριέχουν κάποιοι χειρισμοί και αλχημείες επί των οικονομικών μεγεθών, τονίζοντας:

«Σαφώς υπάρχει βελτίωση της δημοσιονομικής κατάστασης τα τελευταία χρόνια, ειδικά μετά την πανδημία. Αυτό οφείλεται στην υπεραπόδοση της οικονομίας, στη θετική επίπτωση του πληθωρισμού στους έμμεσους φόρους, αλλά και στην καλύτερη φορολογική συμμόρφωση μέσω της αύξησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Η πτώση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ είναι σημαντική. Κρατώ αυτό που λέει ο κ. Αλέκος Παπαδόπουλος, και είναι σωστό, ότι σε απόλυτα μεγέθη το χρέος αυξήθηκε. Αυτό, όμως, που μετράει είναι το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ και ως ποσοστό του ΑΕΠ, το χρέος έχει μειωθεί σημαντικά».

Διαβάστε περισσότερα