Η χρηματοδότηση της οικονομίας από το τραπεζικό σύστημα εμφανίζεται ενισχυμένη τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο η χρηματοδότηση επιχειρήσεων ενδεχομένως δεν είναι επαρκής για τις μικρομεσαίες και ιδιαίτερα τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης για τη χρηματοδότηση επιχειρήσεων
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), η εξέλιξη αυτή στη χρηματοδότηση επιχειρήσεων εξηγείται από αντικειμενικούς παράγοντες που δυσχεραίνουν τη χρηματοδότηση δεδομένων των παραμέτρων του πιστωτικού κινδύνου και της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, ιδίως σε περίοδο υψηλής αβεβαιότητας λόγω της πανδημίας, της έλλειψης ικανού αριθμού βιώσιμων επενδυτικών σχεδίων, αλλά και της αυξημένης ρευστότητας του ιδιωτικού τομέα που καθιστά τη ζήτηση για νέο δανεισμό λιγότερο επιτακτική.
Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, αν και παραμένει ικανοποιητική και ικανή να στηρίξει σε σημαντικό βαθμό την παροχή νέων δανείων προς την οικονομία, χρειάζεται ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση για να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις του μέλλοντος, όπως για παράδειγμα της επίπτωσης από την εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς και του γεγονότος ότι οι επιπτώσεις της πανδημίας, λόγω των μέτρων στήριξης, δεν έχουν ακόμα αποτυπωθεί επαρκώς στην ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων των τραπεζών.
Επίσης, έχει δημιουργηθεί ένα σημαντικό «μαξιλάρι» ρευστότητας στην οικονομία, με την εσωτερική αποταμίευση του ιδιωτικού τομέα να υπερκαλύπτει πλέον το επίπεδο επενδύσεων στην πραγματική οικονομία, με αποτέλεσμα πολλές επιχειρήσεις να είναι σε θέση να αυξήσουν τις επενδύσεις τους χρησιμοποιώντας αποκλειστικά εσωτερική χρηματοδότηση (παρακρατηθέντα κέρδη και αποταμιεύσεις).
Η περαιτέρω ενίσχυση της χρηματοδότησης θα εξαρτηθεί, από την πλευρά της προσφοράς, από τη δυνατότητα των τραπεζών να διοχετεύσουν περισσότερους πόρους στην οικονομία λαμβάνοντας υπόψη τον πιστωτικό κίνδυνο, την κεφαλαιακή τους επάρκεια και τις αβεβαιότητες στην οικονομία (εξέλιξη της πανδημίας, ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας, πληθωρισμός, κόστος δανεισμού κ.λπ.) και, από την πλευρά της ζήτησης, από την ύπαρξη αξιόλογων επενδυτικών σχεδίων με βιώσιμα χαρακτηριστικά.
Σημαντική ώθηση στην τραπεζική χρηματοδότηση αναμένεται με την έναρξη αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Σύμφωνα με τις προβλέψεις,εκτιμάται ότι θα χορηγηθούν σωρευτικά μέχρι το τέλος του 2026 δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης ύψους 12,7 δισεκ. ευρώ τα οποία προβλέπεται να χρηματοδοτήσουν συνολικές ιδιωτικές επενδύσεις περίπου 32 δισεκ. ευρώ. Για την χρηματοδότηση αυτών των επενδύσεων θα χρειαστεί να κινητοποιηθούν δάνεια από εγχώρια και ευρωπαϊκά πιστωτικά ιδρύματα ύψους περίπου 13 δισεκ. ευρώ την επόμενη εξαετία.
Τέλος, ένα σημαντικό δίδαγμα της πανδημίας είναι ότι όταν δημιουργείται επιμερισμός κινδύνου μεταξύ τραπεζών και Δημοσίου, η πιστωτική επέκταση επιταχύνεται σημαντικά. Ο επιμερισμός κινδύνου επιτρέπει στις τράπεζες να μειώσουν τον κίνδυνο που αναλαμβάνουν και στις επιχειρήσεις να μειώσουν το κόστος χρηματοδότησης, συνεπώς λειτουργεί θετικά τόσο από τη μεριά της προσφοράς όσο και από τη μεριά της ζήτησης.
Το δίδαγμα αυτό είναι σημαντικό για το μέλλον της τραπεζικής χρηματοδότησης. Δεδομένου ότι το ασφάλιστρο πιστωτικού κινδύνου — ιδιαίτερα μικρομεσαίων επιχειρήσεων — θα παραμείνει υψηλό στο προσεχές διάστημα, ο επιμερισμός κινδύνου μέσω των χαμηλότοκων δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης θα συμβάλλει σημαντικά στην επιτάχυνση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς την πραγματική οικονομία και την υλοποίηση των απαραίτητων επενδύσεων έτσι ώστε η ελληνική οικονομία να μπει σε μια τροχιά υψηλής και βιώσιμης ανάπτυξης.
Η στενότητα στη χρηματοδότηση επιχειρήσεων (μικρομεσαίων)
Σύμφωνα με την ΤτΕ, αν και αυξήθηκε το μερίδιο της χρηματοδότησης που κατευθύνθηκε προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις το 2021, σε απόλυτα μεγέθη οι μεγάλες επιχειρήσεις συνέχισαν να αντλούν συνολικά υψηλότερα ποσά.Συγκεκριμένα, προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (οι οποίες ορίζονται ως επιχειρήσεις με 0 έως 249 εργαζόμενους και αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων στη χώρα) κατευθύνθηκε περίπου το 41%της ακαθάριστης ροής του 2021. Τα ποσοστά αυτά, υπολείπονται της συνεισφοράς των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην οικονομία σε όρους προστιθέμενης αξίας, καθώς σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις παράγουν το 63,5% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας του ιδιωτικού τομέα.
Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι το μερίδιο της τραπεζικής πίστης που διοχετεύεται στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα δεν απέχει σημαντικά από εκείνο που παρατηρείται και σε άλλες οικονομίες διεθνώς. Σύμφωνα με μελέτες του ΟΟΣΑ, το ποσοστό στη χρηματοδότηση επιχειρήσεων στη συνολική χρηματοδότηση του τραπεζικού τομέα ανερχόταν το 2018 σε 30,4% για τις χώρες μεσαίου εισοδήματος και σε 52,5% για τις χώρες υψηλού εισοδήματος). Βέβαια, το γεγονός ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις συνεισφέρουν πολύ περισσότερο στην απασχόληση (88% έναντι 67% στην ΕΕ-27), καθώς είναι επιχειρήσεις εντάσεως εργασίας, θα δικαιολογούσε υψηλότερα ποσοστά τραπεζικού δανεισμού από τα σημερινά. Όμως οι τράπεζες παραμένουν επιφυλακτικές καθώς οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται από υψηλότερο κίνδυνο.
Ενδεικτικά, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι διαχρονικά πολλαπλάσια υψηλότερο από το αντίστοιχο των μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεων.Συνεπώς, λόγω του υψηλού πιστωτικού κινδύνου, ακόμη και όταν οι επιχειρήσεις αυτές πληρούν τα κριτήρια τραπεζικού δανεισμού, το κόστος δανεισμού είναι υψηλό και επιχειρηματικά ασύμφορο.Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι οι ρυθμοί χρηματοδότησης προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις επιταχύνθηκαν σημαντικά από τα μέσα του 2020 και μετά όταν μέσω των προγραμμάτων της ΕΑΤ υπήρξε επιμερισμός του κινδύνου μεταξύ τραπεζών και Δημοσίου. Ο επιμερισμός κινδύνου αυξάνει τόσο την προσφορά όσο και τη ζήτηση δανείων καθώς σημαίνει ότι αφενός οι τράπεζες αναλαμβάνουν μικρότερο ρίσκο λόγω των εγγυήσεων του Δημοσίου, αφετέρου οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν χαμηλότερο κόστος δανεισμού.
Υπάρχουσες συνθήκες στη χρηματοδότηση επιχειρήσεων
Χρήσιμα στοιχεία για τις συνθήκες στη χρηματοδότηση επιχειρήσεων, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αντλούνται και από την τακτική έρευνα πεδίου SAFE της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΕΚΤ. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, ένα σημαντικό ποσοστό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δήλωσε ότι εν γένει δεν προσφεύγει σε τραπεζικά δάνεια με το 17% εξ αυτών να το αποδίδουν στην έλλειψη διαθεσιμότητας τραπεζικής πίστης.
Επίσης, ένα σημαντικό ποσοστό (25% περίπου τα τελευταία έτη) δηλώνει ότι δεν έχει επιχειρήσει να προσφύγει σε τραπεζικό δανεισμό καθώς χρηματοδοτεί τις ανάγκες του μέσω εσωτερικής χρηματοδότησης. Ως προς τις συνθήκες προσφοράς και ζήτησης, χρήσιμα στοιχεία αντλούνται και από την έρευνα τραπεζικών χορηγήσεων που διεξάγει η Τράπεζα της Ελλάδος (Bank Lending Survey). Με βάση την έρευνα αυτή, η ζήτηση δανείων από τις επιχειρήσεις αυξήθηκε τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2021 αλλά λιγότερο έντονα από ό,τι το 2020, ενώ, από την πλευρά της προσφοράς, τα πιστοδοτικά κριτήρια των τραπεζών παρέμειναν σταθερά και οι όροι των επιχειρηματικών δανείων σημείωσαν μικρή βελτίωση.
Συνθήκες ρευστότητας (τράπεζες και ιδιωτικός τομέας)
Τα επίπεδα ρευστότητας τόσο των τραπεζών όσο και της οικονομίας γενικότερα διατηρούνται σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα έχουν αυξηθεί από το Μάρτιο του 2020 (μέχρι και τον Αύγουστο του 2021) κατά 29,6 δισεκ. ευρώ, εκ των οποίων 14 δισεκ. ευρώ αφορούν επιχειρήσεις και 15,6 δισεκ. ευρώ νοικοκυριά (μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις).
Η αύξηση των καταθέσεων, που οφείλεται στα δημοσιονομικά και άλλα μέτρα στήριξης (όπως, η επιστρεπτέα προκαταβολή μέσω της οποίας χορηγήθηκαν 8,3 δισεκ. ευρώ, επιδόματα ενίσχυσης του εισοδήματος των νοικοκυριών, η αναστολή καταβολής δανειακών και άλλων υποχρεώσεων) αλλά και σε λόγους πρόνοιας έναντι μελλοντικών αναγκών, αντανακλάται στη σημαντική αύξηση της αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα σε περίπου 16% του ΑΕΠ από 6% το 2019.
Αν αναλογιστούμε ότι το επίπεδο των επενδύσεων των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών ως ποσοστό του ΑΕΠ ανέρχεται σε περίπου 9,5%, έχει δημιουργηθεί ένα σημαντικό πλεόνασμα ρευστότητας μέσω του οποίου μπορεί να χρηματοδοτηθεί ένα σημαντικό ύψος νέων επενδύσεων χωρίς απαραίτητα την ανάγκη προσφυγής σε τραπεζικό δανεισμό.
Επίσης, σημαντική βελτίωση καταγράφεται και στον καθαρό χρηματοοικονομικό πλούτο των νοικοκυριών, ο οποίος αυξήθηκε κατά 25 δισεκ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2019 και ανήλθε σε 185,5 δισεκ. ευρώ το α’ τρίμηνο του 2021.Τέλος, η χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από το Ευρωσύστημα ανήλθε στο τέλος Αυγούστου σε 46,9 δισεκ. ευρώ (από 7,7 δισεκ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2019).Σημαντικό μέρος της διαθέσιμης ρευστότητας των τραπεζών (περίπου 37 δισεκ. ευρώ, εξαιρουμένων των περίπου 2 δισεκ. ευρώ που αποτελούν υποχρεωτικά διαθέσιμα) είναι κατατεθειμένο στην Τράπεζα της Ελλάδος και επιβαρύνεται με μηδενικό ή αρνητικό επιτόκιο.