Σε αναβάθμιση των εκτιμήσεών της για τις ελληνικές τράπεζες, μετά το εξαιρετικά ισχυρό δεύτερο τρίμηνο προχωρά η Goldman Sachs και κατόπιν υπέρβασης κατά 16% έναντι των εκτιμήσεων, κατά μέσο όρο των κερδών προ φόρων, υπό τη βάση των καθαρών εσόδων από τόκους που διέψευσαν θετικά τους αναλυτές κατά 5% και των χαμηλότερων – κατά 5% έναντι αυτών που αναμένονταν – προβλέψεων (εξαιρουμένων των one – offs).
Σύμφωνα με τον αμερικανικό οίκο, η βελτίωση των καθαρών εσόδων από τόκους υποστηρίχτηκε κυρίως από τα χαμηλότερα, από το αναμενόμενο, beta καταθέσεων (συνολικά το ποσοστό των προθεσμιακών καταθέσεων αυξήθηκε στο 24% στο δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους από 22% στο πρώτο τρίμηνο). Οι τράπεζες με σχετικά υψηλότερη έκθεση σε μια πιο μαζική βάση πελατών στο retail έχουν παρατηρήσει μέχρι στιγμής μια πιο αργή μετάβαση στις προθεσμιακές: για την Εθνική Τράπεζα και την Τράπεζα Πειραιώς το ποσοστό των προθεσμιακών καταθέσεων ήταν στο 17% και 18%, αντίστοιχα, ενώ για την Alpha και τη Eurobank ήταν στο 29% και στο 32% αντίστοιχα.
Συνολικά, οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν μέσο δείκτη απόδοσης ιδίων κεφαλαίων ROTE στο 14% για το δεύτερο τρίμηνο του έτους, με μέσο δείκτη NPE στο 6,1% (μείωση κατά 30 μονάδες βάσης σε τριμηνιαία βάση), επίπεδα κάλυψης στο 57% (1% χαμηλότερα σε τριμηνιαία βάση) και δείκτη CET1 στο 14,2% (αύξηση κατά 30 μονάδες βάσης σε τριμηνιαία βάση). Παράλληλα, και οι τέσσερις συστημικές βελτίωσαν το guidance για το 2023, με μέση προοπτική ως προς τον δείκτη ROTE σε επίπεδα άνω του 14%.
Πέραν αυτών, η Goldman Sachs εκτιμά, πως οι ελληνικές τράπεζες θα καταγράψουν ένα ακόμη δυναμικό τρίμηνο (Q3) περαιτέρω ενίσχυσης των καθαρών εσόδων από τόκους, το οποίο αναμένεται να υποστηριχθεί από μια σταδιακή αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά 50 μονάδες βάσης, σύμφωνα με το μοντέλο των οικονομολόγων του οίκου. Συνεπώς, και σε βραχυπρόθεσμη βάση, οι αναλυτές αναμένουν από τις τράπεζες με μια σχετικά υψηλότερη έκθεση σε μια πιο μαζική βάση πελατών στο retail (Εθνική Τράπεζα και Πειραιώς) να καταγράψουν μια ισχυρότερη δυναμική στα καθαρά έσοδα από τόκους και στα κέρδη προ φόρων, υπό τη βάση των χαμηλότερων beta καταθέσεων.
Μετά το πέρας του τρίτου τριμήνου ωστόσο, όταν τα επιτόκια είναι πιθανό να φτάσουν στα υψηλότερα επίπεδα (όπως εκτιμούν οι οικονομολόγοι της Goldman Sachs και το consensus) οι αναλυτές αναμένουν ότι οι παράγοντες που θα διαδραματίσουν μεγαλύτερο ρόλο στη διαφοροποίηση μεταξύ των μετοχών, θα είναι: (α) η δυνατότητα βελτιστοποίησης κόστους (όπου το guidance της Alpha Bank συνεπάγεται τη μεγαλύτερη μείωση της δείκτης κόστους προς οργανικά έσοδα κατά την περίοδο 2022 – 2025 κατά περίπου 14 ποσοστιαίες μονάδες στο 40%) και (β) τα υψηλότερα επίπεδα κάλυψης (Εθνική Τράπεζα και Eurobank), τα οποία αναμένεται να τις θωρακίσουν από τους αυξητικούς σχηματισμούς NPEs και αναμένεται να επιτρέψουν ένα χαμηλότερο κόστος κινδύνου μακροπρόθεσμα.
Αντίστοιχα, η Goldman Sachs επαναλαμβάνει τη σύσταση «buy» για την Εθνική Τράπεζα, την Τράπεζα Πειραιώς και την Alpha Bank, ενώ επαναλαμβάνει την «ουδέτερη» σύσταση για τη Eurobank, δεδομένων των χαμηλότερων σχετικών ανοδικών περιθωρίων υπό το πρίσμα της τιμής στόχου που θέτει. Για την Εθνική, αυξάνει την τιμή στόχο στα 8 ευρώ πλέον από 7,10 ευρώ προηγουμένως, για την Τράπεζα Πειραιώς η τιμή στόχος διαμορφώνεται στα 4,30 ευρώ από 3,50 ευρώ προηγούμενως, για την Alpha Bank στα 2,05 ευρώ από 1,86 ευρώ και για τη Eurobank στα 1,85 ευρώ από 1,75 ευρώ.
Στο μοντέλο του, ο οίκος λαμβάνει ένα δείκτη τιμής προς λογιστική αξία P/B στο 0,96x για την Εθνική, στο 0,84x για τη Eurobank, στο 0,76x για την Πειραιώς και στο 0,67x για την Alpha Bank, με υψηλό COE (κόστος κεφαλαίου) στο 16%, ίδιο μάλιστα για όλες, με growth στο 2%.
Ευρύτερα, οι αναλυτές επισημαίνουν πως διατηρούν την εποικοδομητική τους στάση για τις ελληνικές τράπεζες, μοντελοποιώντας ένα μέσο δείκτη ROTE στο 14% – 12% – 11,5% για τη χρονική περίοδο 2023 – 2025 (από περίπου 8% το 2022), με τον δείκτη CET1 να αυξάνεται στο 15,2% – 16,2% – 16,9% το 2023 – 2025 (από περίπου 13,7% το 2022) με τον δείκτη NPE στο 5,6% – 4,6% – 4,2% το 2023 – 2025 και δείκτη κάλυψης στο 61% – 69% – 81% το 2023 – 2025.
Επιπλέον, η Goldman Sachs αναμένει κορύφωση του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου (NIM) στο τρίτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους (το θέτει και στο μοντέλο της) στο 3,71% που συνεπάγεται μια βελτίωση κατά τρεις μονάδες βάσης, το οποίο ευθυγραμμίζεται με το ανώτατο όριο των επιτοκίων της ΕΚΤ που εκτιμούν οι οικονομολόγοι του οίκου και το consensus. Μετά το τρίτο τρίμηνο αναμένει σταδιακή υποχώρηση του NIM, εν μέσω της συνεχιζόμενης ανατιμολόγησης των καταθέσεων το 2024, η οποία θα ενταθεί περαιτέρω με τον αναμενόμενο κύκλο μείωσης των επιτοκίων της ΕΚΤ από τα τέλη του 2024. Έτσι, οι αναλυτές αναμένουν ένα καθαρό επιτοκιακό περιθώριο στο 3,58% το 2023, στο 3,31% το 2024 και στο 3,12% το 2025.