Η ενέργεια έχει χαρακτηριστεί ως το “οξυγόνο” της οικονομίας. Η οικονομική πρόοδος είναι συνυφασμένη με συνεχείς τεχνολογικές, οικονομικές και θεσμικές αλλαγές, ωστόσο κρίσιμος προωθητικός παράγοντας της οικονομικής ανάπτυξης και προόδου είναι η ικανότητα του ενεργειακού τομέα να παρέχει αξιόπιστα, αποτελεσματικά και με προσιτό κόστος την απαιτούμενη ενέργεια για την εξυπηρέτηση των ποικίλων αναγκών των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων (μεταφορές, θέρμανση, φωτισμός, ισχύς κ.ά.).
Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης για τη σημασία της ενέργειας για την ελληνική οικονομία
Σύμφωνα με μελέτη του διαΝΕΟσις, ενεργειακός τομέας συνεισφέρει ουσιαστικά στην ελληνική οικονομία με την προστιθέμενη αξία και τις θέσεις εργασίας που δημιουργεί, καθώς και τις επενδύσεις που προσελκύει, παρουσιάζοντας συγχρόνως ισχυρά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην οικονομία.
Η μακροοικονομική επιρροή του ενεργειακού τομέα επεκτείνεται στις επιδράσεις του στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας και στα φορολογικά έσοδα του κράτους.
Η εξάρτηση της χώρας από εισαγωγές ενέργειας (πετρέλαιο και φυσικό αέριο) δημιουργεί πιέσεις (έλλειμμα) στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, οι οποίες αν και περιορίστηκαν στην πιο πρόσφατη περίοδο με την εντυπωσιακή ανάπτυξη των ελληνικών εξαγωγών πετρελαιοειδών, παραμένουν σημαντικές.
Παράλληλα, τα φορολογικά έσοδα του ελληνικού δημοσίου εξαρτώνται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από την πλειονότητα των υπόλοιπων κρατών-μελών της ΕΕ, από τη φορολόγηση των ενεργειακών προϊόντων, κυρίως των πετρελαιοειδών.
Το ενεργειακό κόστος αποτελεί κρίσιμη παράμετρο για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και το επίπεδο ευημερίας των νοικοκυριών
.Οι αρχικές ενδείξεις υποδηλώνουν τις πιέσεις που δέχονται επιχειρήσεις και νοικοκυριά στην Ελλάδα από το ενεργειακό κόστος.
Υπολογίστηκε ότι η μείωση του ενεργειακού κόστους του ηλεκτρισμού και του φυσικού αερίου (ενδεικτικά κατά 10%) θα είχε ευνοϊκά αποτελέσματα για την ελληνική οικονομία, καθώς θα ενίσχυε σημαντικά το ΑΕΠ και την απασχόληση.
H σημασία της ενέργειας για την ελληνική οικονομία
Οι μακροχρόνιες τάσεις των ενεργειακών μεγεθών στην Ελλάδα υποδεικνύουν τη στενή εξάρτηση της κατανάλωσης ενέργειας από τον οικονομικό κύκλο, την αναδιάρθρωση του ενεργειακού μείγματος με σταδιακή υποχώρηση του ρόλου των στερεών καυσίμων και του πετρελαίου και παράλληλη ανάδειξη των ΑΠΕ και του φυσικού αερίου, τον χαμηλό βαθμό αυτάρκειας και την υψηλή ενεργειακή εξάρτηση της χώρας, ιδίως σε ό,τι αφορά το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο που καλύπτουν χρήσεις κυρίως στις μεταφορές και στην ηλεκτροπαραγωγή.
Το πετρέλαιο
Ειδικότερα, η εγχώρια αγορά πετρελαιοειδών επηρεάστηκε σημαντικά από την οικονομική κρίση.
Η τελική κατανάλωση πετρελαιοειδών διαμορφώθηκε το 2018 στα 8,1 εκατ. ΤΙΠ.
Ιδιαίτερα έντονη ήταν η υποχώρηση στο πετρέλαιο θέρμανσης, λόγω της μεγάλης αύξησης στον ειδικό φόρο κατανάλωσης για το συγκεκριμένο προϊόν, της προσπάθειας περιορισμού της λαθραίας χρήσης του ως πετρέλαιο κίνησης, αλλά και ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης διείσδυσης άλλων πηγών ενέργειας, όπως το φυσικό αέριο, στον τομέα της θέρμανσης.
Την τελευταία δεκαετία αυξήθηκε σημαντικά η φορολογία στα υγρά καύσιμα.
Το 2019 οι φόροι στην αμόλυβδη βενζίνη αντιπροσώπευαν σχεδόν τα 2/3 της τελικής τιμής, ενώ στο πετρέλαιο κίνησης το ποσοστό της φορολογικής επιβάρυνσης υπολογίζεται σε περίπου 50%.
Η Ελλάδα το 2019 κατατάσσεται 3η χώρα με την υψηλότερη τιμή στην αμόλυβδη βενζίνη μεταξύ των χωρών της ΕΕ, ενώ στο πετρέλαιο κίνησης κατατάσσεται 7η χώρα με την ακριβότερη τιμή, οριακά υψηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Παράλληλα, ενισχύθηκε σημαντικά η εξωστρέφεια του εγχώριου κλάδου διύλισης.
Με τις εξαγωγές των προϊόντων πετρελαίου να φτάνουν το 2019 τα €9 δισ., κατευθυνόμενες στην πλειονότητά τους σε εκτός ΕΕ χώρες, τα ελληνικά διυλιστήρια συνεισέφεραν το 28% στο σύνολο των εξαγωγών προϊόντων της χώρας, από 7% στις αρχές του 2000.
Ως αποτέλεσμα, ο βαθμός κάλυψης των εισαγωγών αργού και προϊόντων πετρελαίου από τις εξαγωγές έχει αυξηθεί από 17% το 2002 σε 64% το 2019.
Οι προοπτικές για τον κλάδο των πετρελαιοειδών είναι αβέβαιες.
Καθώς τα περιθώρια για περαιτέρω μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής σταδιακά στενεύουν, η προσπάθεια μείωσης των εκπομπών σε άλλους τομείς, όπως οι μεταφορές και τα κτήρια, θα εντατικοποιηθεί την ερχόμενη δεκαετία.
Έχουν θεσπιστεί φιλόδοξοι στόχοι για μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης στον κτηριακό τομέα, ενώ και οι προδιαγραφές για τα επιβατικά οχήματα γίνονται αυστηρότερες.
Παράλληλα, οι τεχνολογίες μεταφοράς που δεν βασίζονται σε κινητήρες εσωτερικής καύσης πετρελαιοειδών, όπως η ηλεκτροκίνηση και τα εναλλακτικά καύσιμα (βιοκαύσιμα, φυσικό αέριο και υδρογόνο), αναπτύσσονται με αξιοσημείωτους ρυθμούς.
Η προσαρμογή σε αυτές τις αλλαγές, με τη δημιουργία και υιοθέτηση καινοτόμων λύσεων (όπως παραγωγή προϊόντων με αυξημένο κλάσμα βιοκαυσίμων, εγκατάσταση μονάδων ταχείας φόρτισης ηλεκτρικών αυτοκινήτων στο δίκτυο πρατηρίων κ.ά.), θα αποτελέσει πολύ σημαντική πρόκληση για τις εγχώριες εταιρείες του κλάδου μακροπρόθεσμα.
Έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων
Ο τομέας έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων δύναται να αποτελέσει μια δραστηριότητα που θα συμβάλει στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, προσφέροντας έσοδα στο ελληνικό δημόσιο και εξειδικευμένες θέσεις εργασίας σε επιμέρους τομείς.
Υπό την προϋπόθεση ότι οι πιθανές περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων θα είναι υπό απόλυτο έλεγχο, η δημιουργία ενός οικοσυστήματος συνδεδεμένων με τους υδρογονάνθρακες δραστηριοτήτων δεν αντιτίθεται μεσοπρόθεσμα στη διακηρυγμένη πολιτική από-ανθρακοποίησης, καθώς η ενεργειακή μετάβαση θα απαιτήσει σημαντικό χρόνο στο μέλλον, ενώ στο ενδιάμεσο διάστημα η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας θα παραμένει ιδιαίτερα υψηλή.
Επηρεάζεται, ωστόσο, σημαντικά από την πολιτική για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής στον βαθμό που οι τιμές, ενσωματώνοντας προσδοκίες βραδύτερης ζήτησης ορυκτών καυσίμων στο μέλλον, οδηγούν σε αναβολή επενδύσεων στην έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων.
Σε κάθε περίπτωση, η γεωγραφική θέση της Ελλάδας δίνει τη δυνατότητα για την αναβάθμιση του ρόλου της στον ενεργειακό τομέα της Ευρώπης και διεθνώς, για την ενίσχυση της ενεργειακής της ασφάλειας, καθώς και για την ανάπτυξη των ενεργειακών υποδομών και υπηρεσιών στο εσωτερικό.
H αναβάθμιση του ενεργειακού ρόλου της χώρας ενδέχεται στη συνέχεια να ενδυναμώσει τη θέση της και σε ευρύτερα γεωπολιτικά ζητήματα, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο την ασφάλεια της χώρας.