Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (National Recovery and Resilience Plan) “Ελλάδα 2.0”, έχει εξασφαλίσει 30,5 δισεκ. ευρώ την περίοδο 2021-2026 για τη χρηματοδότηση νέων επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων.
Το ελληνικό σχέδιο αναπτύσσει τις προτάσεις του βασιζόμενο σε τέσσερις πυλώνες: (
α) πράσινη μετάβαση,
(β) ψηφιακή μετάβαση,
(γ) απασχόληση, δεξιότητες και κοινωνική συνοχή και
(δ) ιδιωτικές επενδύσεις και οικονομικός και θεσμικός μετασχηματισμός.
Σκοπός του είναι να διευκολύνει την ελληνική οικονομία να κινηθεί προς ένα πιο εξωστρεφές και ανταγωνιστικό οικονομικό πρότυπο και ένα βελτιωμένο επιχειρηματικό περιβάλλον, στοχεύοντας παράλληλα στην ολοκλήρωση της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης.
Σε σχετική ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) εκτιμώνται οι δυνητικές οικονομικές επιδράσεις από τη χρήση των πόρων και την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Η υπόθεση εργασίας είναι ότι η Ελλάδα θα λάβει από τον ευρωπαϊκό Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility – RRF) επιχορηγήσεις ύψους 18,1 δισεκ. ευρώ και δάνεια ύψους 12,4 δισεκ. ευρώ.
Επίσης, θα υπάρχει η απαραίτητη διαχειριστική ικανότητα ώστε οι πόροι αυτοί να απορροφηθούν πλήρως έως και το 2026.
Ειδικότερα ως προς την πορεία απορρόφησης, αναμένεται ότι το 2021 θα γίνει εκταμίευση και ταυτόχρονη απορρόφηση των προβλεπόμενων προκαταβολών από το Μηχανισμό με βάση το σχετικό Κανονισμό της ΕΕ5 (13% των επιχορηγήσεων και των δανείων), ενώ οι υπόλοιποι πόροι κατανέμονται ισόποσα στα έτη 2022-2026.
Ως προς τη χρήση των πόρων του Μηχανισμού, υιοθετείται η αρχή της προσθετικότητας (additionality principle), δηλαδή το σύνολο των πόρων του Μηχανισμού χρηματοδοτεί νέες επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις. Το 67% των (δημοσιονομικά ουδέτερων) επιχορηγήσεων διατίθεται για τη χρηματοδότηση δημόσιων επενδύσεων και το υπόλοιπο 33% για τη χρηματοδότηση δημόσιας κατανάλωσης.
Το σύνολο των δανείων διατίθεται στον ιδιωτικό τομέα με πολύ ευνοϊκό επιτόκιο προκειμένου να ενεργοποιηθούν ιδιωτικά κεφάλαια.
Τα δάνεια επιβαρύνουν το δημόσιο χρέος την περίοδο 2021-2026 και αποπληρώνονται σταδιακά από τον ιδιωτικό τομέα έως το τέλος του 2058.
Δεδομένων των ανωτέρω υποθέσεων, το υπόδειγμα αντιμετωπίζει διαφορετικά τις επιχορηγήσεις και τα δάνεια ως προς την επίδρασή τους στην οικονομική δραστηριότητα και το δημόσιο χρέος. Συγκεκριμένα, η επίδραση των
επιχορηγήσεων εξετάζεται μέσω αύξησης των δημόσιων επενδύσεων και της δημόσιας κατανάλωσης, οι οποίες όμως δεν αυξάνουν το δημόσιο χρέος.
Τα δάνεια επιβαρύνουν το δημόσιο χρέος και εισάγονται στο υπόδειγμα ως έμμεσες επιδοτήσεις επενδύσεων (implicit investment subsidies), η αύξηση των οποίων μειώνει το κόστος για κάθε μονάδα παραγωγικών επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα, ενισχύοντας τα κίνητρα για ιδιωτικές επενδύσεις.
Ως αποτέλεσμα, κινητοποιούνται ενδογενώς ιδιωτικοί πόροι για επενδύσεις πλέον του ποσού των δανείων.
Οι υποθέσεις για τις μεταρρυθμίσεις
Για να ποσοτικοποιηθούν οι μεταρρυθμίσεις του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αντιστοιχίζονται με εξωγενείς μεταβλητές ή παραμέτρους του υποδείγματος που αντανακλούν τον κύριο δίαυλο μέσω του οποίου οι μεταρρυθμίσεις επηρεάζουν τα οικονομικά αποτελέσματα.
Το μέγεθος της διαταραχής επιλέγεται έτσι ώστε η σχετική διαρθρωτική απόκλιση της Ελλάδος από το μέσο όρο της ΕΕ να μειώνεται τουλάχιστον κατά το ήμισυ έως το 2030.
Σημειώνεται ότι οι μεταρρυθμίσεις συνιστούν μόνιμες μεταβολές στις εξωγενείς μεταβλητές του υποδείγματος, σε αντίθεση με τον προσωρινό χαρακτήρα των δαπανών.
Επισημαίνεται ότι οι ανωτέρω υποθέσεις εργασίας είναι απαραίτητες λόγω της δυσκολίας της εκ των προτέρων ποσοτικοποίησης του μεγέθους των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, καθώς τα διαρθρωτικά μέτρα δεν εξειδικεύονται πλήρως και εκκρεμούν οι σχετικές νομοθετικές παρεμβάσεις.
Επιπλέον, υπάρχει αβεβαιότητα ως προς την ταχύτητα ολοκλήρωσής τους και το χρόνο που χρειάζεται προκειμένου οι μεταρρυθμίσεις να επηρεάσουν τα οικονομικά αποτελέσματα.
Έπεται ότι η εκτίμηση των επιδράσεων των μεταρρυθμίσεων του Σχεδίου περιορίζεται στις μεταρρυθμίσεις που μπορούν αξιόπιστα να αντιστοιχιστούν με μεταβολές σε εξωγενείς μεταβλητές του υποδείγματος.
Οι επιδράσεις της υλοποίησης του Σχεδίου Ανάπτυξης
η ΤτΕ καταρχήν σημειώνει ότι, οι επιδράσεις στο ΑΕΠ εκφράζονται ως ποσοστιαίες αποκλίσεις από το αρχικό σημείο ισορροπίας (steady state) για τα έτη 2021-2026 και τη μακροχρόνια περίοδο (10 και 20 έτη).
Η από κοινού επίδραση των επιχορηγήσεων και των δανείων οδηγεί σε αύξηση του επιπέδου του ΑΕΠ το 2026 κατά 4,3%.
Μετά το 2026, οπότε και παύει η εκταμίευση των πόρων, η οικονομία επανέρχεται σταδιακά στην αρχική κατάσταση μακροχρόνιας ισορροπίας.
Ωστόσο, οι θετικές επιδράσεις στο ΑΕΠ έχουν μακρά διάρκεια, γεγονός που οφείλεται κυρίως στη σημαντική αύξηση του αποθέματος κεφαλαίου κατά την περίοδο της εφαρμογής του Σχεδίου.
Όσον αφορά τους διαύλους μέσω των οποίων οι δαπάνες επιδρούν στην αύξηση του ΑΕΠ, η κύρια επίδραση από την πλευρά των επιχορηγήσεων προέρχεται από την αύξηση της συνολικής ζήτησης, η οποία συμπαρασύρει ανοδικά την παραγωγή και την απασχόληση.
Ταυτόχρονα, η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων επηρεάζει ευνοϊκά και την πλευρά της προσφοράς, καθώς η συσσώρευση του δημόσιου κεφαλαίου προκαλεί θετικές εξωτερικές επιδράσεις στην παραγωγικότητα του ιδιωτικού τομέα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η οικονομική επέκταση που χρηματοδοτείται από τα δάνεια που διοχετεύονται προς τον ιδιωτικό τομέα έχει μεγαλύτερη επίδραση στο ΑΕΠ από ό,τι οι επιχορηγήσεις.
Αυτό εξηγείται από τη σημαντική αύξηση της ζήτησης για ιδιωτικές επενδύσεις λόγω της μείωσης του κόστους των επενδύσεων, καθώς και από την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας λόγω της μείωσης των εγχώριων τιμών, γεγονός που ενισχύει τις εξαγωγές.
Αντίθετα, η αύξηση των επιχορηγήσεων βραχυπρόθεσμα οδηγεί σε πληθωριστικές πιέσεις που ασκούν αρνητική επίδραση στη ζήτηση για εξαγωγές και ιδιωτικές επενδύσεις.
Όσον αφορά τις επιδράσεις των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που έχουν ποσοτικοποιηθεί, τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι, σε αντίθεση με τις δαπάνες, οι μεταρρυθμίσεις έχουν μόνιμες επιδράσεις μακροχρόνια, δεδομένου ότι συνεπάγονται μετάβαση σε ένα νέο σημείο ισορροπίας με υψηλότερο επίπεδο παραγωγικότητας, μεγαλύτερη προσφορά εργασίας και πιο αποτελεσματική κατανομή των παραγωγικών πόρων.
Οι μεταρρυθμίσεις επιδρούν θετικά στην οικονομική δραστηριότητα μέσω της μείωσης του κόστους παραγωγής και της αύξησης της απασχόλησης και της αποτελεσματικότητας των παραγωγικών συντελεστών, ενισχύοντας έτσι και τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και συνεπώς αυξάνοντας τις εξαγωγές.
Συνολικά, στο βασικό σενάριο οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αυξάνουν το ΑΕΠ κατά 2,6% το 2026.
Η επίδρασή τους στο ΑΕΠ ενισχύεται μακροπρόθεσμα καθώς ολοκληρώνεται η εφαρμογή τους και ανέρχεται σε 6,0%.Συνδυαστικά, οι δαπάνες και οι μεταρρυθμίσεις του Σχεδίου αυξάνουν το ΑΕΠ κατά 6,9% το 2026 στο βασικό σενάριο.
Τα οφέλη αυτά παραμένουν μακροχρόνια, λόγω της επίδρασης των μεταρρυθμίσεων.
Στο διευρυμένο σενάριο, που λαμβάνει υπόψη και τα οφέλη από τον ψηφιακό μετασχηματισμό της δημόσιας διοίκησης και τη συνακόλουθη βελτίωση της κατανομής των παραγωγικών πόρων, το ΑΕΠ αυξάνεται κατά 8,5% το 2026 και κατά 10,5% μακροχρόνια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα οφέλη για την οικονομία σε όρους εισοδήματος και απασχόλησης θα είναι διατηρήσιμα μακροχρόνια μόνο εφόσον υπάρξει πλήρης υλοποίηση των προβλεπόμενων μεταρρυθμίσεων. Διαφορετικά, τα οικονομικά οφέλη του Σχεδίου θα είναι βραχυπρόθεσμα και η οικονομία θα επιστρέψει σταδιακά στην προηγούμενη κατάσταση.
Συμπερασματικά η ΤτΕ επισημαίνει ότι, τα αποτελέσματα της παραπάνω ανάλυσης δείχνουν ότι η έγκαιρη και πλήρης υλοποίηση των δράσεων που προβλέπει το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα έχει σημαντικές θετικές επιδράσεις στο ΑΕΠ, δημιουργώντας παράλληλα τις συνθήκες για την κάλυψη του επενδυτικού κενού και τη δημιουργία νέων διατηρήσιμων θέσεων εργασίας.
Σημαντικές προϋποθέσεις για να υπάρξουν αυτά τα οφέλη είναι η χρήση των πόρων για παραγωγικές δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις και η πλήρης υλοποίηση των προβλεπόμενων μεταρρυθμίσεων.
Η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας αναμένεται να έχει ευεργετικές επιδράσεις και στα έσοδα του Δημοσίου, λόγω της αύξησης της φορολογικής βάσης, δημιουργώντας έμμεσα πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο.
Στο βαθμό που το περιθώριο αυτό θα αξιοποιηθεί για μειώσεις φορολογικών συντελεστών ή αυξήσεις δαπανών, μπορεί να επιφέρει πρόσθετες θετικές επιδράσεις στην ανάπτυξη μέσα από έναν ενάρετο κύκλο.
Επιπλέον, τα αποτελέσματα υπογραμμίζουν ότι η υλοποίηση των προβλεπόμενων μεταρρυθμίσεων αποτελεί αναγκαία και ικανή συνθήκη για να διασφαλιστούν αξιόλογα μακροχρόνια οφέλη από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, καθώς και για να επιταχυνθεί η οικονομική σύγκλιση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.