Μετά από πολύμηνες διαβουλεύσεις, και σε μία προσπάθεια να βρεθεί η “χρυσή τομή” ανάμεσα στις αντικρουόμενες θέσεις των εργατικών σωματείων και των εργοδοτικών οργανώσεων, η κυβέρνηση προχώρησε τελικά σε μία μέση λύση, αποφασίζοντας μια “συμβολική” αύξηση του κατώτατου μισθού.
Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης
Το 2% μπορεί να φαίνεται μικρό ως ποσοστό, ωστόσο σύμφωνα με την κυβέρνηση πρόκειται για συνετή αύξηση η οποία στηρίζει όσο γίνεται την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, χωρίς να θέτει σε κίνδυνο επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας.
Το Υπουργικό Συμβούλιο λοιπόν αποφάσισε την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% από 1ης Ιανουαρίου 2022, από τα 650 ευρώ που είναι σήμερα, στα 663 ευρώ τοn μήνα, ή 773,5 ευρώ αν συνυπολογισθεί το γεγονός ότι καταβάλλονται 14 μισθοί τοn χρόνο.
Η απόφαση ελήφθη ύστερα από την ολοκλήρωση της διαβούλευσης στην οποία συμμετείχαν οι κοινωνικοί εταίροι, ερευνητικοί και επιστημονικοί φορείς, η Τράπεζα της Ελλάδος κ.ά., με βάση τις προτάσεις που διατυπώθηκαν, τις αντοχές της οικονομίας και των επιχειρήσεων, ιδίως των μικρομεσαίων αλλά και τη διεθνή συγκυρία.
Όπως επισήμανε σε αναλυτικό σημείωμα το υπουργείο Εργασίας, η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% από 1ης Ιανουαρίου 2022 είναι η χρυσή τομή που επελέγη προκειμένου να ενισχυθεί η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η βιωσιμότητα επιχειρήσεων που βρίσκονται σε οριακό σημείο.
Οι προβλέψεις
Η απόφαση ελήφθη με γνώμονα την εξέλιξη της οικονομίας κατά τη διετία 2019 – 2020 (δεδομένου ότι η προηγούμενη αύξηση του κατώτατου μισθού έγινε στις αρχές του 2019) και τις προβλέψεις διεθνών και εγχώριων οργανισμών και ινστιτούτων για την ανάπτυξη της οικονομίας το 2021 και το 2022. Ειδικότερα:
- Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (αλυσωτοί δείκτες όγκου με εποχική με ημερολογιακή διόρθωση) το ΑΕΠ το 2018 ήταν 180,068 δισ. ευρώ, ενώ το 2020 λόγω της κρίσης του κορωνοϊού διαμορφώθηκε σε 168,737 δισ. ευρώ. Δηλαδή ήταν μειωμένο κατά 6,29%, σε σχέση με το 2018 εξαιτίας κατά κύριο λόγο των επιπτώσεων της πανδημίας. Υπενθυμίζεται ότι η ύφεση το 2020 ήταν 8,2%.
- Οι προβλέψεις διεθνών και εγχώριων φορέων συγκλίνουν σε ισχυρά ποσοστά ανάπτυξης τόσο το 2021 όσο και, κυρίως, το 2022 (ενδεικτικά: Ευρωπαϊκή Επιτροπή +4,3% το 2021, +6% το 2022, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο: +3,3% το 2021, +5,4% το 2022, Τράπεζα της Ελλάδος: +4,2% το 2021, +5,3% το 2022).
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω δεδομένα για την διετία 2019 – 2020 (σωρευτική ύφεση 6,29%) και τις εκτιμήσεις για το 2021 (ανάπτυξη 3,3% – 4,3%), η κυβέρνηση αποφάσισε την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% από 1ης Ιανουαρίου του 2022, μια λελογισμένη αύξηση η οποία αντανακλά τις μέχρι τώρα επιδόσεις αλλά και τις προοπτικές της οικονομίας και δεν βάζει σε κίνδυνο τις επιχειρήσεις και τις θέσεις εργασίας.
Οι προβλέψεις για την ανάπτυξη το 2022 (5,3% – 6%) οι οποίες είναι ακόμη πιο ευνοϊκές, θα ληφθούν υπόψη προφανώς, μαζί με τα απολογιστικά στοιχεία που θα υπάρχουν τότε, κατά τη διαδικασία αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού που θα γίνει το 2022.
Το ποσοστό 2 % συνάδει επίσης με το στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τον πληθωρισμό, ενώ λαμβάνει υπόψη την εξέλιξη της παραγωγικότητας. Σημειώνεται ότι οι προβλέψεις των ίδιων φορέων για την ανάπτυξη το 2022 κινούνται μεταξύ 4,2 και 5,3 %. Αυτό σημαίνει ότι οι συνθήκες που διαμορφώνονται για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού την επόμενη χρονιά είναι ακόμη πιο ευνοϊκές.
Σε σχέση με Ε.Ε.
Καταρχήν επισημαίνεται ότι στην Ελλάδα καταβάλλονται 14 μισθοί, συνεπώς ο κατώτατος μισθός των 650 ευρώ (663 ευρώ από 1-1-2022) αντιστοιχεί σε 758 ευρώ (773,5 από 1-1-2022) ανά μήνα.
Επιπλέον τα ανωτέρω ποσά προσαυξάνονται από 10 μέχρι και 30% ανάλογα με τα έτη προϋπηρεσίας που έχει συμπληρώσει ο/η εργαζόμενος/η προ του 2012. Συνεπώς σε ορισμένες περιπτώσεις ο κατώτατος μισθός μπορεί να είναι έως και 195 ευρώ υψηλότερος (έως 198,9 ευρώ από 1-1-2022) και να φτάνει στα 845 ευρώ (861,9 ευρώ από 1-1-2022).
Σε σύγκριση με τα 21 κράτη μέλη της Ε.Ε. που έχουν νομοθετημένο κατώτατο μισθό, η Ελλάδα βρίσκεται στη μέση της κατάταξης όσον αφορά το ύψος του κατώτατου μισθού (11η με βάση τον ονομαστικό και 13η με βάση τα Ισοδύναμα Αγοραστικής Δύναμης), χωρίς να υπολογίζονται οι προσαυξήσεις που αναφέρονται παραπάνω λόγω προϋπηρεσίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης τον Φεβρουάριο του 2020 (τελευταία διαθέσιμη παρατήρηση) ανήλθε στα 1.187 ευρώ. Δηλαδή ο κατώτατος μισθός ανήλθε στο 55% του μέσου μισθού (5 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τον διεθνώς αναγνωρισμένο δείκτη επάρκειας).
Επιπλέον, από τον Φεβρουάριο του 2019, η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού έχει αυξηθεί, αφενός εξαιτίας των αποπληθωριστικών πιέσεων (-1,3% το 2020) αφετέρου λόγω της μείωσης κατά 1,63% των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλουν οι εργαζόμενοι (από 15,75% σε 14,12%).
Για ένα μισθωτό πλήρους απασχόλησης που λαμβάνει τον κατώτατο μισθό των 650 ευρώ το συνολικό όφελος από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών ανέρχεται σε 10,6 ευρώ/μήνα ή 148,3 ευρώ/έτος (14 μισθοί).
Αυτό σημαίνει ότι συνολικά το πραγματικό ετήσιο διαθέσιμο των μισθωτών πλήρους απασχόλησης που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό των 650 ευρώ έχει αυξηθεί κατά περίπου 250 ευρώ το χρόνο λόγω του αρνητικού πληθωρισμού και της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών και θα αυξηθεί από 1-1-2022 επιπλέον κατά 182 ευρώ με την αύξηση του κατώτατου μισθού.
Ονομαστική αύξηση
Από κει και πέρα, μεταξύ των 21 κρατών μελών της Ε.Ε. που έχουν νομοθετημένο κατώτατο μισθό, οι 18 από τις ανωτέρω χώρες προχώρησαν σε ονομαστική αύξηση το διάστημα Ιαν 2020-Μαρ. 2021.
Ωστόσο, η σύγκριση των ονομαστικών αυξήσεων αγνοεί σημαντικά νομισματικά και οικονομικά μεγέθη (πληθωρισμός, συναλλαγματική ισοτιμία, μεταβολή ΑΕΠ, ιστορικό μεταβολών κατώτατου μισθού). Ειδικότερα:
- Μόνο σε 9 χώρες η αύξηση υπερέβη το 2%, αν λάβουμε υπόψιν τον πληθωρισμό και τη συναλλαγματική ισοτιμία (για τις χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωζώνης). Σε 6 χώρες η πραγματική αύξηση ήταν μικρότερη της μίας ποσοστιαίας μονάδας και σε 1 ο πραγματικός κατώτατος μισθός μειώθηκε.
- Στην Ελλάδα η πραγματική αξία του κατώτατου μισθού αυξήθηκε κατά 1,3% λόγω του αποπληθωρισμού, ενώ περαιτέρω αύξηση της αγοραστικής δύναμης επήλθε από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων κατά 1,63%.
- Η πλειονότητα των χωρών με σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού είναι μικρές και «ανοικτές» οικονομίες που είχαν έντονη αναπτυξιακή δυναμική πριν την πανδημία και επλήγησαν πολύ λιγότερο από αυτήν. Επίσης στις δύο χώρες με την υψηλότερη ποσοστιαία αύξηση (Λετονία, Σλοβενία) εφαρμόστηκαν αποφάσεις που είχαν ληφθεί πολύ πριν την πανδημία. Η σλοβενική κυβέρνηση έσπευσε μάλιστα να δεσμευτεί ότι θα αποζημιώσει, εν μέρει, τις επιχειρήσεις για το αυξημένο εργασιακό κόστος.
- Η Ισπανία και η Εσθονία διατήρησαν αμετάβλητο τον ονομαστικό κατώτατο μισθό το 2020, ενώ η πραγματική αύξηση (αφού ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός) ήταν μικρότερη από εκείνη της χώρας μας.