Σε μελέτη της διαΝΕΟσις επισημαίνεται ότι, ο ρόλος του φυσικού αερίου παραμένει σημαντικός στη μετάβαση προς μια οικονομία μηδενικών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου.
Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης
Αποτελεί το ορυκτό καύσιμο με τους χαμηλότερους συντελεστές εκπομπών, προσφέροντας έτσι δυνατότητες για σχετικά γρήγορη μείωση των εκπομπών σε μια πρώτη φάση, αντικαθιστώντας άλλα ορυκτά καύσιμα (π.χ. fuel switching στην ηλεκτροπαραγωγή και στις μεταφορές).
Επιπλέον, προσφέρει ευελιξία στα συστήματα ηλεκτροπαραγωγής που είναι απαραίτητη για την εξομάλυνση των μεταβολών στη διαθεσιμότητα Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) μέχρι να ωριμάσουν και να αναπτυχθούν άλλες τεχνολογικές λύσεις (όπως οι τεχνολογίες αποθήκευσης ενέργειας).
Διεθνώς, η χρήση φυσικού αερίου αναπτύσσεται ραγδαία (3,7 tcm to 2018 από 3 tcm to 2009), ειδικά στις αναδυόμενες οικονομίες της Ασίας.
Στην Ευρώπη, η κατανάλωση φυσικού αερίου έχει σταθεροποιηθεί τα τελευταία χρόνια (534 bcm το 2018, από 547 bcm το 2009) και οι προοπτικές για τη μελλοντική ζήτηση δεν είναι θετικές (μείωση κατά 3,9% – 15,9% έως το 2030 σε σύγκριση με το 2018, ανάλογα με το σενάριο πρόβλεψης), καθώς η προσπάθεια μείωσης των εκπομπών θερμοκηπίου στην ΕΕ επεκτείνεται πλέον και στον περιορισμό της χρήσης του συγκεκριμένου καυσίμου.
Στην Ελλάδα το φυσικό αέριο έχει σχετικά σύντομη ιστορία, με αποτέλεσμα να υπάρχουν ακόμα περιθώρια περαιτέρω διείσδυσης.
Το 2018 το μερίδιο του φυσικού αερίου στην ακαθάριστη εγχώρια κατανάλωση ανήλθε σε 17,3%, ενώ στην τελική κατανάλωση ενέργειας περιορίζεται σε 5,4%.
Ιδιαίτερα υψηλό είναι το μερίδιό του στην τελική μη ενεργειακή κατανάλωση (53,5%).
Για το 2030, προβλέπεται ότι το μερίδιο του φυσικού αερίου στην ακαθάριστη εγχώρια κατανάλωση θα παραμείνει περίπου το ίδιο, καθώς η περαιτέρω αύξηση της χρήσης του στους τομείς τελικής κατανάλωσης αναμένεται να μετριάσει την αναμενόμενη μείωση της κατανάλωσης στην ηλεκτροπαραγωγή, παρά την πλήρη απολιγνιτοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής έως τότε, λόγω της υψηλότερης διείσδυσης των ΑΠΕ στο σενάριο επίτευξης των στόχων.
Σε θεσμικό επίπεδο έγιναν σημαντικά βήματα τα τελευταία χρόνια για την ανάπτυξη των αγορών χονδρικής και λιανικής στη χώρα.
Το σύστημα μεταφοράς και τα δίκτυα διανομής έχουν πλήρη ιδιοκτησιακό διαχωρισμό, όλοι οι πελάτες μπορούν πλέον να επιλέξουν τον προμηθευτή τους, ενώ δραστηριοποιούνται στην αγορά δεκάδες ιδιωτικές επιχειρήσεις (ως προμηθευτές, έμποροι ή τελικοί πελάτες χονδρικής).
Σε εξέλιξη βρίσκονται διαδικασίες ιδιωτικοποίησης εταιρειών που προέρχονται από τη διάσπαση της ΔΕΠΑ με στόχο την περαιτέρω εντατικοποίηση του ανταγωνισμού στην εγχώρια αγορά –η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΠΑ Εμπορίας μπορεί να ενισχύσει περαιτέρω τον ανταγωνισμό στην αγορά χονδρικής.
Επίσης, η προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων στη ΔΕΠΑ Υποδομών Α.Ε. μπορεί να φέρει νέα πνοή στην επέκταση και τον εκσυγχρονισμό των δικτύων διανομής.
Τέλος, προωθούνται κρίσιμα έργα υποδομής (σε διαφορετικά στάδια ανάπτυξης), όπως οι αγωγοί TAP, IGB, ΠΟΣΕΙΔΩΝ και EastMed, το ΑΣΦΑ Αλεξανδρούπολης και η υπόγεια αποθήκη της Καβάλας, η υλοποίηση των οποίων θα ενισχύσει σημαντικά την ενεργειακή ασφάλεια και τις διεθνείς διασυνδέσεις της εγχώριας αγοράς φυσικού αερίου.
Ηλεκτρική ενέργεια
Ο τομέας Ηλεκτρικής Ενέργειας βρίσκεται σε διαδικασία ριζικού μετασχηματισμού. Πριν από περίπου δύο δεκαετίες, η ΔΕΗ, ως μια καθετοποιημένη εταιρεία, κατείχε την αποκλειστικότητα στην παραγωγή, μεταφορά, διανομή και προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας στους τελικούς καταναλωτές στην Ελλάδα.
Πλέον, το σύστημα μεταφοράς και το δίκτυο διανομής τελούν υπό τη διαχείριση διακριτών εταιρειών, ενώ δραστηριοποιούνται στην αγορά ανεξάρτητες εταιρείες παραγωγής και προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας.
Το μερίδιο του λιγνίτη, που αποτέλεσε το κύριο καύσιμο στο μείγμα παραγωγής μέχρι πρότινος, έχει υποχωρήσει σημαντικά, καθώς αυξήθηκαν οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών και τα στερεά καύσιμα απώλεσαν το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα έναντι του φυσικού αερίου.
Έτσι, μεγαλύτερο μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας παράγεται πλέον από σταθμούς φυσικού αερίου και ΑΠΕ (ηλιακή και αιολική).
Προκύπτει, επομένως, ουσιαστική διαφοροποίηση του μείγματος καυσίμων ηλεκτρικής ενέργειας και ο εγχώριος τομέας ενσωματώνει πλέον σημαντικό μερίδιο μη ελεγχόμενων (μεταβλητών) ανανεώσιμων πηγών, οι οποίες αυξήθηκαν σχεδόν στο 19% της συνολικής παραγωγής το 2019.
Η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας μειώθηκε στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, ενώ μεταβλήθηκαν και τα μερίδια των τομέων κατανάλωσης.
Έτσι, ο μεγαλύτερος τομέας που καταναλώνει ηλεκτρική ενέργεια είναι πλέον ο εμπορικός τομέας, ακολουθούμενος από τον οικιακό τομέα, ενώ η βιομηχανία έχει υποχωρήσει στην τρίτη θέση.
Παρά τη δραστηριοποίηση νέων επιχειρήσεων και τις σημαντικές μεταβολές στο μείγμα τεχνολογιών παραγωγής, η ΔΕΗ παραμένει η κυρίαρχη εταιρεία στην εγχώρια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
Συγκεκριμένα, ο όμιλος ΔΕΗ ελέγχει το 78,5% της εγκατεστημένης ισχύος των συμβατικών μονάδων παραγωγής, ενώ το μερίδιο αγοράς της εταιρείας στην ηλεκτροπαραγωγή με συμβατικές μονάδες έφτασε το 66,2% το 2019.
Στην προμήθεια, το μερίδιο της ΔΕΗ έχει υποχωρήσει σε 67,7% (Ιούλιος 2020), παραμένοντας σημαντικά υψηλότερο από τον στόχο για μερίδιο κάτω του 50% έως το τέλος του 2019.
H έναρξη λειτουργίας του υποδείγματος-στόχος (target model) στη χώρα σημείωσε καθυστέρηση. Σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες της ΕΕ, οι οποίες έχουν αναπτύξει τις νέες αγορές που προβλέπονται στο υπόδειγμα και στις οποίες εφαρμόζονται κοινοί αλγόριθμοι επίλυσης, η έναρξη των νέων αγορών στην Ελλάδα έγινε τον Νοέμβριο του 2020, ενώ η σύζευξη με την ευρωπαϊκή αγορά μέσα από τη διασύνδεση με την Ιταλία πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2020.
Η έναρξη της λειτουργίας των νέων αγορών τον Νοέμβριο του 2020 συνοδεύτηκε από σημαντικές αστοχίες και απαιτήθηκε η λήψη πρόσθετων μέτρων προσωρινού χαρακτήρα για την ομαλοποίηση των συνθηκών στην αγορά εξισορρόπησης.
Εν μέρει, ως αποτέλεσμα των καθυστερήσεων στο άνοιγμα της αγοράς σε συνδυασμό με την υψηλή εξάρτηση από τον λιγνίτη και τις σχετικά υψηλές τιμές εισαγωγής φυσικού αερίου στη χώρα, η Ελλάδα κατέγραψε το 2019 την υψηλότερη τιμή χονδρικής στην ΕΕ.
Αυτό το αποτέλεσμα δεν μεταφράστηκε σε υψηλότερες τιμές για τους τελικούς καταναλωτές του οικιακού τομέα και των υπηρεσιών, λόγω ευνοϊκότερης φορολογίας και χαμηλότερων χρεώσεων εκτός του ανταγωνιστικού σκέλους των τιμολογίων, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ.
Ωστόσο, στην υψηλότερη κατηγορία κατανάλωσης του επιχειρηματικού τομέα όπου κατά μέσο όρο στην ΕΕ οι τιμές είναι σημαντικά χαμηλότερες σε σύγκριση με τις εγχώριες τιμές χονδρικής, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι πράγματι οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα αποτελούν σημαντικό εμπόδιο για την ανταγωνιστικότητα των εγχώριων βιομηχανιών εντάσεως ηλεκτρικής ενέργειας.
Η ενσωμάτωση της εγχώριας στην ενιαία αγορά ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ εκτιμάται ότι θα προσδώσει σημαντικά οφέλη για τους καταναλωτές.
Ενεργειακή αποδοτικότητα
Σύμφωνα με τη μελέτη της διαΝΕΟσις, το σύνολο των δεικτών ενεργειακής κατανάλωσης υποδηλώνει ότι η Ελλάδα υστερεί ως προς την ενεργειακή αποδοτικότητα σε σύγκριση με τον μέσο όρο στην ΕΕ-27 στους περισσότερους τομείς.
Υπάρχουν, επομένως, σημαντικά περιθώρια βελτίωσης, τα οποία συνεπάγονται οφέλη σε διάφορες διαστάσεις (οικονομία, κοινωνία, περιβάλλον και κλίμα).
Η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας, η οποία υποστηρίζεται και προωθείται από την ενεργειακή πολιτική, απαιτεί σημαντικές επενδύσεις, οι οποίες δημιουργούν θέσεις εργασίας και προστιθέμενη αξία στην οικονομία.
Παράλληλα, οδηγεί σε περιορισμό των δαπανών των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών για ενέργεια, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα και το διαθέσιμο εισόδημά τους αντίστοιχα.
Τα οφέλη είναι σημαντικά και για την ενεργειακή ασφάλεια των δικτύων, τα οποία θα είναι σε θέση να εξυπηρετούν τη ζήτηση πιο εύκολα.
Επιπλέον, η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας είναι σημαντικό εργαλείο για τον περιορισμό της ενεργειακής φτώχειας.
Οι παρεμβάσεις εξοικονόμησης ενέργειας στα κτήρια, παρά το γεγονός ότι συνεπάγονται θετικό ιδιωτικό οικονομικό όφελος, επηρεάζονται από την υποκειμενική, και ενδεχομένως “μυωπική”, αξιολόγηση της σκοπιμότητας και αποδοτικότητάς τους από την πλευρά των νοικοκυριών και τους περιορισμένους διαθέσιμους πόρους, που αποτρέπουν συχνά την υλοποίηση σχετικών επενδύσεων από τα νοικοκυριά.
Αυτό συμβαίνει τη στιγμή που στην Ελλάδα δεν φαίνεται να έχει “αποσυνδεθεί” σε μεγάλο βαθμό η κατανάλωση ενέργειας από την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας
Η επίτευξη των εθνικών στόχων για την εξοικονόμηση ενέργειας μέχρι το 2020 είναι κυρίως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης και λιγότερο της προσπάθειας βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας.
Έτσι, σε συνδυασμό με την ενεργειακή κατάσταση του αποθέματος κτηρίων και τον εξαιρετικά χαμηλό ρυθμό επενδύσεων σε νέες κατοικίες, διαπιστώνεται ότι το δυναμικό εξοικονόμησης ενέργειας στα κτήρια είναι μεγάλο.
Στο πλαίσιο αυτό, η προσφορά κινήτρων από την πλευρά της Πολιτείας για την ενεργειακή αναβάθμιση κτηρίων μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα σημαντική εφόσον κινητοποιήσει επαρκώς το ενδιαφέρον των πολιτών, θα οδηγήσει τόσο σε τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης με υπολογίσιμα περιβαλλοντικά οφέλη, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η σημαντική μείωση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στον κτηριακό τομέα, όσο και σε μείωση της κατανάλωσης εισαγόμενων καυσίμων.