Η νέα έρευνα από τη σειρά “Sectors in focus” της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank επικεντρώνεται στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και στις καθαρές και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), μελετώντας τη συμβολή τους στην παραγωγή ηλεκτρισμού και τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνουν το νέο ενεργειακό τοπίο της χώρας. Η μελέτη παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα του κλάδου της ηλεκτρικής ενέργειας, από την παραγωγή και την κατανάλωση έως το θεσμικό πλαίσιο, τη διαμόρφωση των τιμών και τις προοπτικές για το μέλλον του κλάδου.
Δομή μελέτης
Στο πρώτο κεφάλαιο της μελέτης παρουσιάζονται συνοπτικά τα βασικά χαρακτηριστικά της αγοράς ενέργειας, δίνοντας έμφαση στην προσφορά και ζήτηση ενέργειας ανά καύσιμο. Στο δεύτερο κεφάλαιο μελετάται η λειτουργία της αγοράς ηλεκτρισμού και το ενεργειακό μίγμα για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος. Παρουσιάζεται η δομή του κλάδου του ηλεκτρισμού, εξετάζονται τα βασικά μεγέθη ανά υποκλάδο και αναλύονται τα κύρια χαρακτηριστικά της ηλεκτροπαραγωγής.
Επιπλέον, περιγράφεται ο ρόλος του διασυνδεδεμένου συστήματος μετάδοσης ηλεκτρικής ενέργειας και των έξυπνων δικτύων διανομής. Στη συνέχεια επικεντρωνόμαστε στο ενεργειακό μίγμα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ανά καύσιμο, την κατανάλωση από τους τελικούς χρήστες, και τη δομή της αγοράς από την πλευρά των επιχειρήσεων, καταγράφοντας τα βασικά χρηματοοικονομικά τους μεγέθη.
Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζεται το θεσμικό πλαίσιο του κλάδου, με επισκόπηση των κυριότερων θεσμικών και ρυθμιστικών φορέων, καθώς και των χρηματοδοτικών εργαλείων και στρατηγικών ανάπτυξης. Εξετάζονται τα προγράμματα Ελλάδα 2.0 και το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, με έμφαση στον ρόλο τους στην προώθηση του κλάδου και των ΑΠΕ. Τα επόμενα δύο κεφάλαια επικεντρώνονται στον τρόπο διαμόρφωσης των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας και στις προσπάθειες αποανθρακοποίησης της ηλεκτροπαραγωγής μέσω της χρήσης ΑΠΕ και καθαρών μορφών ενέργειας. Εξετάζονται οι διαθέσιμες τεχνολογίες και τα εργαλεία περιορισμού των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, ενώ δίνεται έμφαση στην ενεργειακή μετάβαση.
Κλάδος ηλεκτρικής ενέργειας και ενεργειακό μίγμα παραγωγής
Ο κλάδος του ηλεκτρισμού περιλαμβάνει υποκλάδους που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τη μετάδοση από τις εγκαταστάσεις παραγωγής στις εγκαταστάσεις διανομής, έως την παράδοση και την πώληση ηλεκτρικής ενέργειας στους τελικούς χρήστες. Η Ελλάδα παράγει το μεγαλύτερο μέρος του ηλεκτρισμού που καταναλώνει, αλλά εισάγει και εξάγει επίσης κάποια ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας, ανάλογα με την εγχώρια ζήτηση. Το 2021, η Ελλάδα παρήγαγε άνω των 54 χιλ. GWh ακαθάριστης ηλεκτρικής ενέργειας, αυξημένη κατά 13% σε σύγκριση με το 2020. Ωστόσο, την τελευταία δεκαετία, η ακαθάριστη παραγωγή έχει ελαφρώς μειωθεί σωρευτικά.
Έως και πριν από μια δεκαετία, η χώρα βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στα ορυκτά καύσιμα, και κυρίως στον λιγνίτη, για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Το 2011, ο λιγνίτης κυριαρχούσε στο ενεργειακό μείγμα, αντιπροσωπεύοντας περισσότερο από το μισό της ηλεκτροπαραγωγής της χώρας. Ωστόσο, έως το 2021, είχε σημειωθεί σημαντική μείωση, με το μερίδιό του να πέφτει στο 10%. Το φυσικό αέριο έγινε σταδιακά βασικό καύσιμο της ηλεκτροπαραγωγής στην Ελλάδα, συμβάλλοντας κατά 41% στο μείγμα το 2021, σχεδόν διπλασιάζοντας το μερίδιό του μέσα σε μια δεκαετία.
Από την άλλη πλευρά, το 2011, οι ΑΠΕ συνέβαλαν μόνο κατά 14% στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας, ενώ έως το 2021 η συμβολή τους είχε αυξηθεί επίσης σημαντικά, με το μερίδιό τους να φθάνει πλέον σε ποσοστό άνω του 40%. Συγκεκριμένα, η υδροηλεκτρική, η αιολική και η ηλιακή ενέργεια συνέβαλλαν κατά 11%, 19% και 10% αντίστοιχα και τα βιοκαύσιμα κατά 1%. Ωστόσο, αν και υπήρξε αξιοσημείωτη αύξηση στην ενσωμάτωση των ΑΠΕ στο ηλεκτροπαραγωγικό μείγμα, η συμμετοχή των ορυκτών καυσίμων σε αυτό παραμένει υψηλή, σε ποσοστό οριακά κάτω του 60% (2021).
Αγορά και θεσμικοί φορείς
Στον κλάδο της ηλεκτρικής ενέργειας υπάρχουν εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε διάφορους υποκλάδους. Για παράδειγμα, ένας προμηθευτής, ο οποίος αγοράζει ηλεκτρική ενέργεια από παραγωγούς και στη συνέχεια την πουλάει στους καταναλωτές, μπορεί επίσης να εμπλέκεται και στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η ΔΕΗ παραμένει ο μεγαλύτερος παραγωγός και προμηθευτής ηλεκτρισμού, καθώς διαθέτει την υψηλότερη εγκατεστημένη ισχύ μεταξύ των παραγωγικών σταθμών, οι οποίοι περιλαμβάνουν λιγνιτοηλεκτρικούς σταθμούς, υδροηλεκτρικά έργα και άλλες ΑΠΕ. Ωστόσο, ενώ η ΔΕΗ διατηρεί ισχυρή παρουσία στην ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, τα τελευταία χρόνια το μερίδιο αγοράς της έχει μειωθεί, καθώς έχει αυξηθεί ο ανταγωνισμός από άλλες εταιρείες, παραγωγούς και προμηθευτές, μειώνοντας έτσι τη συγκέντρωση της αγοράς.
Στους κλάδους της μετάδοσης και διανομής, η ΑΔΜΗΕ (Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας) και η ΔΕΔΔΗΕ (Διαχειριστής του Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας) αντίστοιχα λειτουργούν ως φυσικά μονοπώλια. Άλλοι θεσμικοί φορείς του συστήματος περιλαμβάνουν την Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ), μια ανεξάρτητη διοικητική αρχή υπεύθυνη για τον έλεγχο και την εποπτεία της λειτουργίας των αγορών ενέργειας, το Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας (HEnEX), υπεύθυνο για τη λειτουργία των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, και την ΔΑΠΕΕΠ (Διαχειριστής Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και Εγγυήσεων Προέλευσης), υπεύθυνη για την παρακολούθηση και τον έλεγχο της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ.
Διαμόρφωση τιμών ηλεκτρικής ενέργειας
Οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας συνδέονται άμεσα με το κόστος των καυσίμων, όπως το φυσικό αέριο, το πετρέλαιο και ο λιγνίτης, καθιστώντας την επιλογή των καυσίμων βασικό παράγοντα διαμόρφωσης των τιμών.
Ωστόσο, εκτός από το κόστος των καυσίμων, διάφοροι άλλοι παράγοντες επηρεάζουν τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτοί περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την προσφορά και τη ζήτηση για ηλεκτρισμό, τη διαθεσιμότητα των ΑΠΕ, τα έξοδα των σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, τα κόστη μεταφοράς και διανομής, τη δυναμική του ανταγωνιστικού περιβάλλοντος, τα δομικά χαρακτηριστικά της αγοράς, τις καιρικές συνθήκες, τις εποχιακές διακυμάνσεις, τα γεωπολιτικά γεγονότα, τις φυσικές καταστροφές, τους διάφορους κανονισμούς και πολιτικές, τις τεχνολογικές εξελίξεις αλλά και τα κερδοσκοπικά περιθώρια στις χρηματοοικονομικές αγορές.
Από το 2021 μέχρι και τα μέσα του 2022, η χώρα ήρθε αντιμέτωπη με σημαντικές αυξήσεις στη χονδρική τιμή του ηλεκτρισμού, με τις υψηλές τιμές της ενέργειας, κυρίως του φυσικού αερίου, να συμβάλλουν στις ιστορικά υψηλές τιμές στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Το υψηλό κόστος κατέστησε τη χώρα ανάμεσα στις ακριβότερες στην ΕΕ στην ηλεκτρική ενέργεια, κυρίως λόγω της υψηλής εξάρτησής της από το εισαγόμενο φυσικό αέριο. Για να αποφευχθεί η μετακύλιση της συνολικής αύξησης του κόστους στους καταναλωτές, η χώρα έλαβε σημαντικά μέτρα και παρείχε επιδοτήσεις προκειμένου να συγκρατηθούν οι αυξήσεις στις τελικές τιμές της ενέργειας.
Ενεργειακή μετάβαση
Η καύση ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας συνιστά μία από τις βασικότερες πηγές εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, ενός αερίου του θερμοκηπίου που συμβάλλει στην κλιματική αλλαγή. Ως εκ τούτου, για να περιορίσουμε την κλιματική αλλαγή, πρέπει να μειώσουμε τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.
Η Ελλάδα έχει δεσμευτεί να συμμορφωθεί με αυτόν τον σκοπό και έχει ευθυγραμμίσει τα εθνικά της σχέδια για το κλίμα με τους ευρωπαϊκούς στόχους, θέτοντας δικούς της στόχους για την ένταξη των ΑΠΕ, τη μείωση του διοξειδίου του άνθρακα και τον σταδιακό περιορισμό του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή.
Ο ηλεκτρισμός είναι μια μεγάλη αγορά με σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης που μπορεί ταυτόχρονα να αποτελέσει βασικό μοχλό στην πορεία της χώρας προς την ενεργειακή μετάβαση. Ωστόσο, η μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας απαιτεί σημαντικές επενδύσεις τις επόμενες δεκαετίες σε υποδομές, όπως αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα, αλλά και σε αποθηκευτικές μονάδες. Όμως, επενδύσεις απαιτούνται και σε έρευνα και καινοτομία για την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, οι οποίες θα ενθαρρύνονται και μέσω της παροχής φορολογικών κινήτρων και άλλων υποστηρικτικών πολιτικών.