Το λιανικό και το χονδρικό εμπόριο αποτελούν συστατικά στοιχεία του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού εισφέροντας τόσο στη διάρθρωση της απασχόλησης, όσο και στην καθημερινότητα των κέντρων των πόλεων.
Παράλληλα, σε καθαρά μακροοικονομικό επίπεδο το εμπόριο καταγράφει σημαντική εισφορά στην Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ) της ελληνικής οικονομίας, η οποία ξεπερνά το 12% την τελευταία τριετία (2017-2019), όπως σημειώνεται στην Ετήσια Έκθεση για το Ελληνικό Εμπόριο της ΕΣΕΕ.
Το στοιχείο αυτό δείχνει τη βελτίωση που καταγράφεται στον κλάδο ύστερα από μια περίοδο βαθιάς κρίσης και προσαρμογής. Θα πρέπει όμως να επισημανθεί ότι η μεγέθυνση δεν είναι σε καμία περίπτωση οριζόντια. Η αύξηση της συμμετοχής του εμπορίου φαίνεται να καθορίζεται από τρία χαρακτηριστικά τα οποία χρήζουν περαιτέρω ανάλυσης.
Πρώτον, κάποιοι κλάδοι, ιδιαίτερα του λιανικού εμπορίου, γνωρίζουν σημαντική ανάκτηση μετά την κρίση του 2008-2016, ενώ κάποιοι άλλοι αντιμετωπίζουν εξαιρετικά έντονες απώλειες.
Δεύτερον, οι μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις δείχνουν να καρπώνονται την αύξηση των τελευταίων δύο ετών διανοίγοντας την απόστασή τους από τις μικρότερες επιχειρήσεις.
Τέλος, η αύξηση της προστιθέμενης αξίας δεν κατανέμεται ισόρροπα μεταξύ των Περιφερειών της χώρας.
Παρότι η δημοσιονομική κρίση της περιόδου 2008-2016 προκάλεσε μια (αρνητικού) τύπου σύγκλιση μεταξύ των Περιφερειών, κυρίως λόγω της συρρίκνωσης της Αττικής, οι νησιωτικές περιοχές καταγράφουν υψηλότερες επιδόσεις, τουλάχιστον όσον αφορά τον κύκλο εργασιών των εμπορικών επιχειρήσεων.
Η πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης
Η ιδιωτική κατανάλωση συνεχίζει την ανοδική της πορεία, καταγράφοντας (οριακά) μικρότερη αύξηση για το διάστημα 2018-2019 σε σχέση με την περίοδο 2017-2018.Επιπρόσθετα, παρά την (οριακή) μείωση του ρυθμού αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης, η συμμετοχή της, ως ποσοστού του ΑΕΠ, αυξάνεται, αν και ασθενικά.
Η αύξηση της ποσοστιαίας συμμετοχής της ιδιωτικής κατανάλωσης στο ΑEΠ δεν είναι θετικό στοιχείο για την ελληνική οικονομία, καθώς εντείνει την εσωστρέφειά της επηρεάζοντας αρνητικά την ανταγωνιστικότητά της. Σύμφωνα με την Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών (ΕΟΠ) για το 2019, η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 2,5% σε σχέση με το 2018.
Η σύνθεση της δαπάνης των νοικοκυριών δείχνει ότι τα είδη διατροφής και τα μη οινοπνευματώδη ποτά, παρά τη μείωση που καταγράφουν σε σχέση με το 2018 (μείωση κατά 4,6%), συνεχίζουν να καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μερίδιο της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών (20%).
Αναντίρρητα, το στοιχείο αυτό δείχνει την ανθεκτικότητα της δαπάνης της συγκεκριμένης κατηγορίας, η οποία όμως, όπως θα διαφανεί και παρακάτω, εισπράττεται (κυρίως) από τα μεγάλα καταστήματα τροφίμων (σουπερμάρκετ). Από την άλλη πλευρά, η δαπάνη για την αγορά διαρκών αγαθών κατέγραψε σημαντική μεγέθυνση, της τάξης του 4,8%, τεκμηριώνοντας την κανονικοποίηση των καταναλωτικών προτύπων.
Αναμφίβολα, το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης αναμένεται να προκαλέσει μια βίαιη προσαρμογή της ιδιωτικής κατανάλωσης, η οποία προβλέπεται να μεταφραστεί σε αναδιάταξη των κατηγοριών των διαφόρων προϊόντων.Στο επίπεδο αυτό, οι προβλέψεις για το 2020, αλλά και για το 2021, είναι θολές.
Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να συρρικνωθεί, με βάση το αισιόδοξο σενάριο κατά 5% και με το απαισιόδοξο κατά 6,5%. Είναι αυταπόδεικτο ότι η πανδημία προκάλεσε την επιδείνωση των βραχυπρόθεσμων δεικτών, όπως ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος (Economic Sentiment Indicator – ESI) ο οποίος σημείωσε πτώση από τις 110,4 μονάδες το Δεκέμβριο του 2019 στις 91 μονάδες το Νοέμβριο του 2020.
Η επιδείνωση αυτή προοικονομεί, σε ένα βαθμό τουλάχιστον, την αναμενόμενη συρρίκνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης στο τέλος του 2020 και σίγουρα το α΄ τρίμηνο του 2021.
Ωστόσο, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, δεν καταγράφεται κάποια μείωση των διαθέσιμων εισοδημάτων των νοικοκυριών, καθώς, βάσει των έως τώρα στοιχείων, το εισόδημα των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά αυξήθηκε το γ΄ τρίμηνο του 2020 κατά 1,6% (ήτοι από τα 31,51 δισ. ευρώ το 2019 στα 32,01 δισ. ευρώ το 2020).
Από την άλλη, η κατανάλωση το γ΄ τρίμηνο, παρά την τουριστική περίοδο, μειώνεται κατά 0,3% (από τα 31,9 δισ. ευρώ το 2019 στα 31,7 δισ. ευρώ το 2020). Μεσοπρόθεσμα η πιθανή μείωση των διαθέσιμων εισοδημάτων των μισθωτών, λόγω της διακοπής των αποζημιώσεων ειδικού σκοπού, θα αποστερήσει την αγορά από ένα σημαντικό τμήμα της καταναλωτικής δαπάνης.
Άλλωστε τα συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα καταγράφουν υψηλότερη ροπή προς κατανάλωση αποτελώντας τους παραδοσιακούς επιταχυντές της ενεργού ζήτησης. Η σημαντική μείωση της τουριστικής δαπάνης αναμένεται επίσης να ασκήσει συμπίεση στο μέγεθος της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Η δυναμική της κατανάλωσης στο επίπεδο αυτό προβλέπεται να είναι περιορισμένη και το 2021. Βέβαια, η υποστήριξη των εισοδημάτων των πληττόμενων κοινωνικών στρωμάτων με πολιτικές όπως η επέκταση της παροχής του επιδόματος ανεργίας ή η επιδότηση θέσεων εργασίας από το SURE αναμένεται να διασώσει ένα μέρος της κατανάλωσης.
Η ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης όμως θα πρέπει να συνδυαστεί με την υποστήριξη των εξαγωγών αλλά και την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων, οι οποίες δύνανται να βελτιώσουν την παραγωγικότητα ενδυναμώνοντας την εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Radar.gr.