Η εικόνα του εργασιακού χάρτη στην Ευρώπη αναδεικνύει μια έντονη περιφερειακή διαφοροποίηση. Οι πλούσιες χώρες του Βορρά και της Δύσης – όπως η Ολλανδία, η Γερμανία, η Ελβετία και η Δανία – συνδυάζουν υψηλά ποσοστά απασχόλησης (άνω του 75%), συντομότερες εργάσιμες εβδομάδες και ευέλικτες μορφές εργασίας, επιτυγχάνοντας ένα εντυπωσιακό μοντέλο ισορροπίας ανάμεσα στην παραγωγικότητα και την ευημερία.

Σύμφωνα με την ανάλυση του Visual Capitalist, οι χώρες αυτές αποτελούν παραδείγματα αποδοτικότητας, καθώς οι εργαζόμενοι απασχολούνται κατά μέσο όρο τέσσερις ώρες λιγότερο την εβδομάδα από ό,τι «δικαιολογεί» το κατά κεφαλήν ΑΕΠ τους – κι όμως η παραγωγικότητα παραμένει υψηλή. Το εργασιακό τους μοντέλο στηρίζεται στη μεταβλητότητα του ωραρίου, τις ποιοτικές παροχές και τη συνεχή επιμόρφωση του ανθρώπινου δυναμικού.

Νότος και Ανατολή: προσήλωση στην πλήρη απασχόληση

Στον αντίποδα, οι χώρες της Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης – όπως η Ρουμανία, η Βουλγαρία, η Πολωνία και η Ουγγαρία, αλλά και οι μεσογειακές οικονομίες όπως η Πορτογαλία, η Μάλτα και η Κύπρος – διατηρούν ένα σαφώς πιο παραδοσιακό εργασιακό προφίλ. Εκεί, η μερική απασχόληση παραμένει κάτω από το 10% των συνολικών θέσεων εργασίας, ενώ κυριαρχεί το μοντέλο του πλήρους ωραρίου και της σταθερής πενθήμερης απασχόλησης.

Η επιμονή σε αυτό το μοντέλο συνδέεται με πολιτισμικές νόρμες, αδύναμα δίκτυα κοινωνικής προστασίας και συχνά την ανάγκη σταθερού εισοδήματος σε οικονομίες που δεν έχουν ακόμη μεταβεί πλήρως στο ψηφιακό ή μεταβιομηχανικό στάδιο.

Οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι περιπτώσεις χωρών όπου το εργασιακό ωράριο ξεπερνά τις προσδοκίες που δημιουργεί ο πλούτος τους. Όπως επισημαίνει το Visual Capitalist, η Ελλάδα, το Λουξεμβούργο και η Ισλανδία συγκαταλέγονται στα κράτη που εργάζονται περισσότερο απ’ όσο “αντέχει” το ΑΕΠ τους, δημιουργώντας μια παραδοξότητα ανάμεσα σε χρόνο εργασίας και απόδοση.

Η τάση, πάντως, στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, είναι σαφής: όπου υπάρχει οικονομική σταθερότητα και υψηλό επίπεδο κοινωνικής οργάνωσης, ενισχύεται η ευελιξία και μειώνονται οι ώρες εργασίας, χωρίς να μειώνεται η αποτελεσματικότητα.

Ωστόσο, η διατήρηση πολιτισμικών προτύπων, διαφορετικών βαθμών οικονομικής ωριμότητας και εργασιακής κουλτούρας παραμένει καθοριστικός παράγοντας στη διατήρηση αυτού του χάσματος.

Το ερώτημα για το μέλλον παραμένει ανοιχτό: Θα προσαρμοστούν οι «παραδοσιακές» οικονομίες στην ευέλικτη εποχή ή θα διατηρήσουν το παλαιό πρότυπο για λόγους σταθερότητας και επιβίωσης;

Διαβάστε ακόμη: