Απάντηση σε αυτό το κρίσιμο ερώτημα δίνει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), σε νέα ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, που περιλαμβάνεται στην Έκθεση για την Νομισματική Πολιτική. Το πρώτο αρχικό συμπέρασμα είναι ότι, η επίπτωση της υγειονομικής κρίσης στην οικονομική δραστηριότητα και τα επακόλουθα μέτρα δημοσιονομικής επέκτασης αναμένεται να επιφέρουν αύξηση του λόγου του δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ το 2020, προτού αποκατασταθεί η καθοδική τροχιά του μετά το 2021, σε υψηλότερα όμως επίπεδα μεσοπρόθεσμα σε σχέση με τις προ της πανδημίας εκτιμήσεις.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, η εξωγενής διαταραχή λόγω της πανδημικής κρίσης αναμένεται επίσης να αυξήσει σημαντικά τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου, ιδιαίτερα στη βραχυχρόνια περίοδο, οι οποίες ωστόσο παραμένουν διαχειρίσιμες μεσοπρόθεσμα. Αυτά τα βασικά συμπεράσματα επιβεβαιώνονται και στην τελευταία Έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,1 η οποία εκτιμά ότι οι αρνητικές επιπτώσεις της αύξησης του δημόσιου χρέους και της βραχυχρόνιας επιδείνωσης των μακροοικονομικών προοπτικών αναμένεται να αντισταθμιστούν από τη σημαντική βελτίωση των συνθηκών αναχρηματοδότησης του χρέους τα επόμενα χρόνια..Αντίστοιχα συμπεράσματα διατυπώνονται και από το ΔΝΤ, το οποίο τονίζει την ιδιαιτερότητα της ευνοϊκής σύνθεσης του ελληνικού δημόσιου χρέους και υπογραμμίζει τη σημασία της αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων στο πλαίσιο του Next Generation EU (NGEU).
Λαμβάνοντας υπόψη τις επικαιροποιημένες μακροοικονομικές και δημοσιονομικές παραδοχές της Τράπεζας της Ελλάδος, εξετάστηκαν τρία σενάρια:
Το σενάριο 1 (βασικό) ενσωματώνει τις επιπτώσεις της πανδημίας στα δημοσιονομικά μεγέθη και στην οικονομική δραστηριότητα. Συγκεκριμένα, γίνεται η υπόθεση ότι το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί ελλειμματικό μέχρι το 2021, ενώ από το 2022 θα μεταστραφεί σε πλεονασματικό και θα διαμορφωθεί σε 2,2% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο την περίοδο 2023-2060. Ο ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ αποκτά θετικό πρόσημο από το 2021 και συγκλίνει μακροπρόθεσμα σε 1,7% (έναντι εκτίμησης 1,5% μεσοπρόθεσμα και1,3% μακροπρόθεσμα στο σενάριο προ πανδημίας), ενσωματώνοντας τη θετική επίδραση στο δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας από την αξιοποίηση των πόρων του NGEU.Το μέσο επιτόκιο αναχρημα-
τοδότησης, υπό τη θετική επίδραση του PEPP, διαμορφώνεται σε 1,5% το 2020 (έναντι εκτίμησης 1,7% προ πανδημίας) και ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 2,7% την περίοδο 2020-2060 (έναντι εκτίμησης 3,7% προ πανδημίας), με τη μεσοσταθμική διάρκεια των νέων εκδόσεων να διαμορφώνεται σε περίπου 5,5 έτη. Σύμφωνα με τις υποθέσεις του βασικού σεναρίου, ο λόγος του χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να διατηρηθεί μεσοπρόθεσμα σε υψηλότερο επίπεδο σε σχέση με το σενάριο προ πανδημίας. Εντούτοις, η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του NGEU, η οποία διευρύνει τις αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας, και η σημαντική βελτίωση του κόστους αναχρηματοδότησης καθιστούν εφικτή την επιστροφή του λόγου του χρέους προς ΑΕΠ στην προ πανδημίας τροχιά του μετά από ορίζοντα 25ετίας, με περαιτέρω αποκλιμάκωση μετέπειτα. Αντίστοιχα, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου θα διατηρηθούν μεσοπρόθεσμα σε υψηλότερες τιμές σε σχέση με το σενάριο προ πανδημίας, κοντά στο μεσοπρόθεσμο όριο του 15% του ΑΕΠ, αλλά σε κάθε περίπτωση εντός του μακροπρόθεσμου ορίου βιωσιμότητας 20% του ΑΕΠ. Εντός 25ετίας αναμένεται να επιστρέψουν στο επίπεδο του σεναρίου προ πανδημίας και να αποκλιμακωθούν περαιτέρω.
Το σενάριο 2 αποτελεί μια εκδοχή του βασικού σεναρίου από την οποία απουσιάζει η θετική επίδραση στο ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας από την αξιοποίηση των πόρων του NGEU. Σ’ αυτή την περίπτωση, ο λόγος του χρέους προς ΑΕΠ παραμένει μεν σε καθοδική τροχιά, αλλά διατηρείται μόνιμα σε υψηλότερο επίπεδο από ό,τι στο σενάριο προ πανδημίας, με τη διαφορά να ανέρχεται σε περίπου 13 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ το 2060. Αντίστοιχα, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες διαμορφώνονται σε μόνιμα υψηλότερο επίπεδο σε σχέση με το σενάριο προ πανδημίας, παραμένοντας όμως μακροπρόθεσμα εντός του ορίου βιωσιμότητας 20% του ΑΕΠ.
Το σενάριο 3 αποτελεί μια δυσμενέστερη εκδοχή του σεναρίου 2 στην οποία, παράλληλα με τη μη αποτελεσματική αξιοποίηση του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, γίνεται η υπόθεση ενός μόνιμα αυξημένου εξωγενούς περιθωρίου κινδύνου κατά 100 μονάδες βάσης, το οποίο οδηγεί ενδογενώς σε αυξημένο κόστος αναχρηματοδότησης. Συνεπώς το σενάριο αυτό εστιάζει στο διπλό κίνδυνο να μην αξιοποιηθεί η ευκαιρία που παρέχεται από το NGEU και να πληγεί η εμπιστοσύνη των αγορών προς την Ελλάδα. Υπό αυτές τις υποθέσεις, η καθοδική πορεία του λόγου του χρέους προς ΑΕΠ ανακόπτεται μετά την πάροδο περίπου 35 ετών, ενώ οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες υπερβαίνουν το μακροχρόνιο όριο βιωσιμότητας 20% του ΑΕΠ κατά την τελευταία δεκαετία της προσομοίωσης.