Aκόμη και η ΤτΕ τονίζει ότι, δεδομένης της αυξημένης αβεβαιότητας, η διεξαγωγή προβλέψεων είναι εξαιρετικά δυσχερής και εξαρτάται αποκλειστικά από την πορεία της πανδημίας. Για παράδειγμα, τα γενικευμένα περιοριστικά μέτρα που ενεργοποιήθηκαν στις 7 Νοεμβρίου για μια περίοδο τριών εβδομάδων εξακολουθούν να παραμένουν εν ισχύ επηρεάζοντας περισσότερο του αναμενομένου την οικονομία. Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να οδηγήσει σε νέα υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας το δ’ τρίμηνο του έτους και κατ’ επέκταση σε ακόμα μεγαλύτερη ύφεση για όλο το 2020, σε σχέση με αυτή που καταγράφηκε το α’ εξάμηνο του έτους (-7,9%).
Βεβαίως, τα εκτεταμένα και συντονισμένα μέτρα στήριξης που ελήφθησαν από την ελληνική κυβέρνηση και τις ευρωπαϊκές αρχές, τα οποία έχουν ως στόχο να λειτουργήσουν ως ‘γέφυρα’ μέχρι να διατεθούν τα εμβόλια στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και ανακάμψει η οικονομία, περιόρισαν την πτώση της οικονομικής δραστηριότητας και τις αρνητικές επιπτώσεις στην αγορά εργασίας. Ωστόσο, τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης και η ύφεση έχουν οδηγήσει στην αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης για το 2020 (αναμένεται σε περίπου 10% του ΑΕΠ) και, σε συνδυασμό με τον αποπληθωρισμό, σε σημαντική αύξηση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ (περίπου 210%).
 
Δομικές αλλαγές
Παρά πάντως τις αναμφισβήτητα έντονα αρνητικές υγειονομικές και οικονομικές εξελίξεις, η ΤτΕ σημειώνει πως, η πανδημία έχει οδηγήσει σε ορισμένες δομικές αλλαγές με σημαντικές θετικές μακροχρόνιες συνέπειες. Η σπουδαιότερη είναι η από πολλών ετών διεκδικούμενη ανάληψη κοινής δράσης στο χώρο της οικονομικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ. Αυτή η κοινή δράση αποτελείται: Πρώτον, από μια επεκτατική και ευέλικτη νομισματική πολιτική εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στις παρούσες συνθήκες ύφεσης, η οποία δεν εξαιρεί κανένα κράτος-μέλος ασχέτως επενδυτικής βαθμίδας. Δεύτερον, από μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, όχι μόνο από τα κράτη-μέλη μετά την αναστολή, και ενόψει της αναθεώρησής τους, των όρων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, αλλά κυρίως μέσω του νέου μέσου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (NGEU), συνολικής αξίας 750 δισ. ευρώ.
Αυτό αποτελεί κοινή δημοσιονομική δράση και κοινό δανεισμό. Αναμφισβήτητα, αν αυτό το μέσο αποτελέσει έναν μόνιμο δημοσιονομικό μηχανισμό παρέμβασης, αυτό θα ήταν ένα μικρό μεν αλλά αποφασιστικό βήμα προς την ολοκλήρωση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Η Ελλάδα, αναμένεται να εισπράξει 32 δισ. ευρώ από το νέο μέσο ανάκαμψης (NGEU) την περίοδο 2021-2026, εκ των οποίων 19,3 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 12,7 δισ. ευρώ σε εξαιρετικά χαμηλότοκα δάνεια. Οι πόροι αυτοί αποτελούν μια πολύ μεγάλη ευκαιρία καθώς μπορούν να χρηματοδοτήσουν τη μετάβαση σε ένα βιώσιμο εξωστρεφές πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης μέσω της επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων, της βελτίωσης των υποδομών, του ψηφιακού μετασχηματισμού του κράτους και της οικονομίας, της επίτευξης βασικών περιβαλλοντικών προτεραιοτήτων και της μετάβασης στην πράσινη ενέργεια.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η πλήρης, έγκαιρη και αποτελεσματική αξιοποίηση των κονδυλίων του NGEU θα συμβάλει σε αύξηση του επιπέδου του πραγματικού ΑΕΠ πάνω από 2,0% κατά μέσο όρο ετησίως την περίοδο 2021-2026, και θα οδηγήσει σε αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών της παραγωγής και υψηλότερη δυνητική ανάπτυξη για όλη την επόμενη δεκαετία. Μέσος ετήσιος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης την επόμενη δεκαετία της τάξης του 3,5% για την Ελλάδα δεν είναι ουτοπικός, ιδιαιτέρως αν ληφθεί υπόψη ότι το σύνολο των πόρων που θα εισρεύσουν στην ελληνική οικονομία την επόμενη επταετία από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ και το Νέο Μέσο Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας, NGEU ανέρχονται σε 72 δισ. ευρώ περίπου.