«Ξεκοκαλίζουν» την έκθεση Πισσαρίδη για την οικονομία, οι κορυφαίοι βιομηχανικοί Ομιλοι της χώρας για να αναλύσουν τις προτάσεις ενεργειακού κόστους στη μεταποίηση και να διατυπώσουν επίσημα τις παρατηρήσεις τους διότι ανεπίσημα έχουν ήδη κάνει αρκετά σχόλια.
Παράλληλα στον ΣΕΒ ήδη υπάρχει αρμόδια ομάδα για παρεμφερή θέματα που θα ασχοληθεί αναλυτικά με την έκθεση και θα καταγράψει και επίσημα τις απόψεις του Συνδέσμου για τη σύνδεση της βιομηχανίας με το ενεργειακό κόστος που είναι θεμελιώδες για την ανταγωνιστικότητά της.
ΤΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΚΟΣΤΟΣ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ
«Από το 2014 μέχρι σήμερα, η χονδρική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, αυτή δηλαδή που χρησιμοποιεί η βιομηχανία πλην εξαιρέσεων, έχει διαμορφωθεί σε ένα επίπεδο 35-44% υψηλότερα σε σύγκριση με αυτόν της ΕΕ. Παράλληλα δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η ενεργειακή εξάρτηση της ελληνικής βιομηχανίας από εξωτερικούς παράγοντες είναι σαφώς υψηλότερη από ότι στις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης. Π.χ. η ιταλική κυβέρνηση επιδοτεί διαχρονικά και φανερά την ενεργειοβόρο ιταλική βιομηχανία, οι Γάλλοι και οι Γερμανοί διαθέτουν πυρηνικά εργοστάσια κ.ο.κ» τονίζει μιλώντας προς το radar.gr κορυφαίο στέλεχος της βιομηχανίας που συμμετέχει στον ΣΕΒ και έχει ασχοληθεί αναλυτικά με το κόστος παραγωγής της βιομηχανίας.
Και συνεχίζει: «η έκθεση Πισσαρίδη με πρώτη ματιά κάνει σωστές διαπιστώσεις για το ενεργειακό κόστος της βιομηχανίας, αλλά οι λύσεις για την ενίσχυση της φθίνουσας ελληνικής βιομηχανικής παραγωγής περνούν μέσα από τη γενικότερη πολιτική της ΕΕ για αντιστροφή της πορείας αποβιομηχανοποίησης που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια στην Γηραιά Ηπειρο. Θέλουν όμως οι Βρυξέλλες πραγματικά κάτι τέτοιο ή έχουν …επαναπαυθεί υποχρεωτικά στην βιομηχανία της Γερμανίας;» αναρωτιέται με νόημα το ίδιο στέλεχος. Και ο νοών νοείτω…
Είναι ξεκάθαρο ότι η ελληνική βιομηχανία έχει μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης διότι ξεκινά από μάλλον μεσαία βάση σε σχέση με άλλες χώρες άκρως ανταγωνιστικές.
Η μείωση του ενεργειακού κόστους συνεπώς θα συμβάλλει σημαντικά μαζί με τη διασύνδεση με την σύγχρονη τεχνολογία και την μεθοδική εξαγωγική στροφή στην «επανάνθηση» της βιομηχανίας.
ΤΑ 6 ΣΗΜΕΙΑ ΠΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ Η ΕΚΘΕΣΗ-ΠΡΩΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ
1)Στην έκθεση γίνεται η υπόθεση πως «η μείωση του ενεργειακού κόστους κατά 8-15% στους ενεργειοβόρους κλάδους όπως η βασική μεταλλουργία, θα φέρει αύξηση του ΑΕΠ κατά 500 εκατ έως 1 δις και θα δημιουργήσει από 10.000 έως 20.000 νέες θέσεις εργασίας ανάλογα και με τις εξωγενείς συνθήκες (πχ κορωνοϊός)».Τεχνοκράτες της ελληνικής βιομηχανίας τους οποίους ρωτήσαμε θεωρούν μεν «αισιόδοξη» την προσέγγιση αυτή αλλά προσθέτουν πως «με παράλληλο αναπτυξιακό πακέτο μπορεί να επιτευχθεί».
2)«Θεσμοθέτηση αποτελεσματικού μηχανισμού αντιστάθμισης του κόστους εκπομπών άνθρακα, με πλήρη εφαρμογή των σχετικών κατευθυντηρίων γραμμών της ΕΕ». Η βιομηχανία θεωρεί πως μέχρι στιγμής τα τελευταία 10 χρόνια, η ίδια είναι η «ριγμένη» από τις μέχρι σήμερα ρυθμίσεις και συμφωνεί με δικαιότερη αντιστάθμιση.
3)«Επανεξέταση όλων των ρυθμιζόμενων χρεώσεων και αξιοποίηση εναλλακτικών παραγόντων για τη μείωσή τους για τη βιομηχανία». Στον ΣΕΒ συμφωνούν και υπερθεματίζουν σε κατάργηση του 90% των ρυθμιζόμενων χρεώσεων.
4)«Ενίσχυση των διασυνδέσεων με γειτονικές χώρες για την ισότιμη συμμετοχή στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας». Στον ΣΕΒ συμφωνούν απόλυτα με την ελεύθερη πρόσβαση στο φθηνό ρεύμα της Βουλγαρίας για παράδειγμα.
5) «Κατάργηση των ρυθμιστικών περιορισμών στη λειτουργία της αγοράς». Ούτως ή άλλως αποτελεί πάγιο αίτημα του ΣΕΒ άρα υπάρχει συμφωνία για απελευθερωμένο μοντέλο αγοράς. Απομένει να γίνει αποδεκτό από την κυβέρνηση και να θεσμοθετηθεί.
6) «Ορθολογική διαχείριση της ζήτησης (demand response)». Εδώ οι μάνατζερ της βιομηχανίας καταλογίζουν ασάφεια στην Εκθεση αν και συμφωνούν επί της αρχής.
Συνοπτικά, είναι φανερό ότι η βιομηχανία της χώρας, κυρίως η ενεργειοβόρος, συμφωνεί με βασικά σημεία της Εκθεσης αν και κάπου διακρίνει γενικότητες και ασάφειες, ζητεί θεσμική επισημοποίηση πολλών από αυτά τα μέτρα και επιμένει σε μεγαλύτερη απελευθέρωση του ενεργειακού μοντέλου για καλύτερη και φθηνότερη πρόσβαση της μεταποίησης στις «ενεργειακές πρώτες ύλες».